Η εξέταση του μαθήματος της γλώσσας, του πόσο καλά γνωρίζει ένας μαθητής τη μητρική του γλώσσα, με βάση την Εκθεση και μόνο είναι καιρός να αλλάξει ριζικά. Οχι με την κατάργηση της Εκθεσης, αλλά με τη διεύρυνση της εξέτασης του μαθήματος και σε άλλες περιοχές γνώσεως της γλώσσας, που μπορούν να δείξουν σε ποιο βάθος και σε ποια έκταση κατέχει ο μαθητής τη γλώσσα, χωρίς να παρεμβάλλονται υποκειμενικές εκτιμήσεις του εκάστοτε εξεταστή.


Αφού η όλη προσέγγιση που ακολουθείται και στα 12 χρόνια διδασκαλίας της γλώσσας στο σχολείο είναι ­ και σωστά ­ η λεγόμενη «επικοινωνιακή μέθοδος», αυτή δηλ. που δίνει έμφαση στη χρήση (και όχι στη θεωρία) της γλώσσας μέσα σε πραγματικές ανάγκες επικοινωνίας, στους χρήστες (ομιλητή/γράφοντα – ακροατή/αναγνώστη) και στο περιβάλλον της επικοινωνίας (γλωσσικό και εξωγλωσσικό), αφού με άλλα λόγια επικεντρώνεται σωστά ­ θα το ξαναπώ ­ στο κείμενο, γραπτό και προφορικό κείμενο, πρέπει και η εξέτασή της να είναι κειμενοκεντρική. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι θα παραμεληθεί ­ και στη διδασκαλία και στην εξέταση ­ η γραμματική και η σύνταξη, η δομή δηλ. και η λειτουργία της γλώσσας (δομολειτουργική θεώρηση), καθώς και το λεξιλόγιο, που αποτελούν το υλικό και την απαραίτητη προϋπόθεση για να παραχθεί και να κατανοηθεί ένα κείμενο.


Συγκεκριμένα, η εξέταση του μαθήματος της γλώσσας, με βάση την κειμενοκεντρική διδασκαλία του στο σχολείο (μέθοδος-σχολικά βιβλία), πρέπει να περιλάβει τρία μέρη: α) εξέταση της δυνατότητας παραγωγής κειμένων (Εκθεση ιδεών)· β) εξέταση της δυνατότητας πρόσληψης κειμένων (έλεγχος κατανόησης κειμένου)· γ) εξέταση της δυνατότητας επεξεργασίας κειμένων (καθαρώς γλωσσική εξέταση). Η βαθμολογική βαρύτητα κάθε μέρους με άριστα το 100 προτείνεται να είναι: 40 μόρια η Εκθεση ­ 10 μόρια η κατανόηση ­ 50 μόρια η επεξεργασία κειμένου. Θα σχολιάσουμε δι’ ολίγων τα τρία μέρη της εξέτασης σύμφωνα με την προτεινόμενη βαθμολογική τους βαρύτητα (επεξεργασία κειμένου 50, παραγωγή 40, πρόσληψη 10).


Στην επεξεργασία κειμένου προτείνεται να δίδεται γνήσιο ή ­ καλύτερα ­ διασκευασμένο κείμενο καθώς και διάφορα αποσπάσματα κειμένων, βάσει των οποίων θα καλείται ο μαθητής να απαντήσει γραπτώς σε ποικίλες γλωσσικού περιεχομένου ερωτήσεις που θα περιλαμβάνουν: 1) ορισμούς της σημασίας απαιτητικών («δύσκολων») λέξεων ή αναγνώριση της λέξης από τον ορισμό της· 2) συνώνυμα και αντώνυμα (αντίθετης σημασίας) λέξεων του κειμένου· 3) σχολιασμό της σημασιολογικής διαφοράς ή των σημασιολογικών αποχρώσεων στη χρήση συνωνύμων ή συγγενών λέξεων (π.χ. έννοια – νόημα, γνώση – συνείδηση – επίγνωση, αποτέλεσμα – συνέπεια – επίπτωση, αφορμή – αιτία – δικαιολογία – αιτιολόγηση, προσπάθεια – απόπειρα, εμπάθεια – απάθεια – συμπάθεια κ.τ.ό.)· 4) σχολιασμό της πολλαπλής σημασίας (πολυσημίας) ή της διφορούμενης (σε ορισμένα περιβάλλοντα) σημασίας ορισμένων λέξεων (αμφισημίας)· 5) διάκριση κυριολεκτικής και μεταφορικής σημασίας των λέξεων· 6) στίξη αποσπασμάτων κειμένου με κατάλληλο σχολιασμό· 7) τροπή ενός ασαφούς ή δυσνόητου γλωσσικά αποσπάσματος κειμένου σε σαφές και κατανοητό· 8) τροπή ενός πλατειάζοντος αποσπάσματος κειμένου σε λιτό και περιεκτικό· 9) αποκατάσταση αποσπάσματος που στερείται νοηματικής και γλωσσικής αλληλουχίας σε κείμενο με συνεκτικότητα (νοηματική αλληλουχία) και συνοχή (γλωσσική αλληλουχία)· 10) περιληπτική διατύπωση με ορισμένο αριθμό λέξεων (π.χ. 100) ενός κειμένου περισσοτέρων (π.χ. 500) λέξεων· 11) επισήμανση των λεξιλογικών στοιχείων που αποτελούν τις λέξεις-κλειδιά ενός συγκεκριμένου κειμένου κ.λπ. κ.λπ. Με τέτοιου είδους ερωτήσεις (που μπορεί να έχουν τη μορφή ασκήσεων συμπλήρωσης, πολλαπλών επιλογών, μετασχηματισμού κ.λπ.) μπορεί να ελεγχθεί και αξιολογηθεί πόσο καλά γνωρίζει ένας μαθητής το λεξιλόγιο και τους σημασιολογικούς μηχανισμούς της γλώσσας του, τα στοιχεία δηλ. που τον βοηθούν να επεξεργαστεί γλωσσικά ένα κείμενο ώστε να έχει επάρκεια, αποτελεσματικότητα και ποιότητα.


Με ανάλογες ερωτήσεις μέσα από το κείμενο ή από αποσπάσματα κειμένων μπορεί να ελεγχθεί και να αξιολογηθεί η ικανότητα του μαθητή στη γραμματική και τη σύνταξη.


Το μέρος της παραγωγής ενός κειμένου, δηλ. η σύνταξη από τον μαθητή μιας Εκθεσης ιδεών επί συγκεκριμένου θέματος, δεν μπορεί να λείψει από μια κειμενοκεντρική γλωσσική εξέταση. Ωστόσο, μπορεί και πρέπει να προκαθορισθεί η έκταση του κειμένου της Εκθεσης, που ανάλογα με το θέμα μπορεί να κυμαίνεται από 800 έως 1.000 λέξεις. Μπορεί επίσης να πάρει συγκεκριμένες ­ επικοινωνιακού χαρακτήρα ­ μορφές, να ζητηθεί λ.χ. να αναπτυχθούν επιχειρήματα υπέρ της ανάγκης εργασίας της γυναίκας ή εναντίον της πρόωρης συνταξιοδότησης των αντρών κ.τ.ό. Θα μπορούσε επίσης να δοθεί ­ υπό μορφήν θέματος ­ ένα σύντομο κείμενο 100 λέξεων και να ζητηθεί η ανάπτυξή του σε 800 λέξεις. Εκθεση, δηλ. παραγωγή κειμένου αποτελεί και το να ζητηθεί από τον μαθητή να κρίνει τις απόψεις που εκφράζονται σε ένα κείμενο 500 λέξεων αναπτύσσοντας τη συμφωνία ή τη διαφωνία του και τις δικές του απόψεις επί των θεμάτων του κειμένου.


Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εξοικειώσουμε τον μαθητή με τις πολλαπλές μορφές παραγωγής ενός κειμένου, παραμερίζοντας τα προκατασκευασμένα κείμενα, στα οποία προετοιμάζονται συνήθως οι μαθητές, μεταφέροντας ευκαίρως-ακαίρως μερικές αποστηθισμένες «θέσεις» και φράσεις στα θέματα που καλούνται να αναπτύξουν.


Το μέρος της πρόσληψης ενός κειμένου, δηλ. της ικανότητας του μαθητή να καταλαβαίνει νοηματικά και γλωσσικά ένα κείμενο, απαιτεί ειδική εξέταση και αξιολόγηση. Με ερωτήσεις για το ποιο είναι το κεντρικό νόημα ενός προσεγμένου και καλοδιατυπωμένου κειμένου (που δίδεται στον μαθητή) όπως και με ερωτήσεις για πληροφορίες, θέσεις, εκτιμήσεις κ.λπ. που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο κείμενο, μπορεί μέσα από την εξέταση να διαπιστωθεί η προσληπτική ικανότητα ενός μαθητή. Η ικανότητα αυτή διαφέρει συχνά από την ικανότητα παραγωγής ενός κειμένου και είναι προϊόν ειδικής άσκησης και πείρας.


Από όσα είπαμε είναι φανερή η θέση που υποστηρίζουμε. Οπως έχει σήμερα η γλωσσική εξέταση, δεν επιτρέπει να αξιολογηθούν σωστά οι πραγματικές ικανότητες του μαθητή στη γλώσσα. Η σημερινή εξέταση, όπως φάνηκε από τα λεχθέντα, είναι μονομερής: αγνοεί την προσληπτική ικανότητα του μαθητή και έμμεσα μόνο και αμυδρά εξετάζει την ικανότητά του να επεξεργάζεται γλωσσικά ένα κείμενο σε σχέση με τις δυνατές επιλογές και τα μέσα που του παρέχει η γλώσσα. Παράλληλα, η αξιολόγηση του κειμένου της Εκθεσης στηρίζεται περισσότερο στις «ιδέες» (προερχόμενες από πληροφορίες, γνώσεις, αντιλήψεις, δάνειες ιδέες κ.λπ.) και δεν μπορεί να εκτιμήσει τη γενικότερη γλωσσική συγκρότηση του μαθητή. Το Υπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχουν ήδη αποφασίσει να αλλάξουν τον τρόπο της γλωσσικής εξέτασης υιοθετώντας ανάλογες μεθόδους. Σωστή απόφαση, φτάνει να δώσουν κατάλληλο υλικό και σαφείς οδηγίες στους καθηγητές για έγκαιρη και επαρκή προετοιμασία των μαθητών στον νέο τρόπο εξέτασης του μαθήματος που δεν τους είναι άλλωστε άγνωστος έτσι όπως διδάσκεται το γλωσσικό μάθημα σήμερα.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.