ΘΑ ΑΠΟΡΗΣΟΥΝ, ίσως, πολλοί αναγνώστες για τον τίτλο αυτού του άρθρου. Σατιρικός ο Ντοστογιέφσκι; Ο μεγαλοφυής «τραγωδός» της ανθρώπινης εξαθλίωσης, της ψυχικής αρρώστιας και του πόνου, της «αμαρτίας» και του παράφορου εγκλήματος, να σατιρίζει, να ευθυμολογεί; Κι όμως, ο μέγιστος μυθιστοριογράφος της Ρωσίας και του κόσμου, σαν να έκανε πότε-πότε ένα μικρό διάλειμμα, για να ειρωνευθεί τα «οικεία κακά» και, ακόμα πιο πολύ, τα ξένα και τα ξενόφερτα. Δείγμα, οι «Χειμερινές σημειώσεις πάνω σε καλοκαιρινές εντυπώσεις», που κυκλοφορούν τώρα, εδώ, 135 χρόνια μετά τη συγγραφή τους1.


ΔΕΝ ΗΤΑΝ, άλλωστε, η μοναδική «παρεκτροπή» του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς. Τη χρονιά που δημοσιεύθηκε το πρώτο σημαντικό αφήγημά του, ο «Φτωχόκοσμος» (1846), ­ εκείνη η «ανακάλυψη του ταπεινού ανθρώπου», της δυστυχίας του αλλά και της ανθρωπιάς του ­, ο Ντοστογιέφσκι, επηρεασμένος απ’ τον Γκόγκολ2, έγραψε το διήγημα «Ο κύριος Προχάρτσιν», όπου αντιμετώπιζε τον κόσμο των απόκληρων με γελαστή ματιά. Σατιρική εικόνα της επαρχιακής ζωής είναι και το «Ονειρο του θείου» (1859), μ’ όλο που γράφτηκε μετά την τρομερή εμπειρία του από την παρά λίγο εκτέλεσή του για «ανατρεπτική δράση» και τον τετράχρονο εγκλεισμό του στα κάτεργα του Ομσκ, που θα τα περιγράψει στις εφιαλτικές «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» (1861-82). Και στο περιοδικό «Καιροί», που είχε εκδόσει με τον αδερφό του Μιχαήλ, θα δημοσιευθεί, τον ίδιο χρόνο, το «Ασχημο ανέκδοτο», σάτιρα των αξιωματούχων και των «νέων ιδεών», που θ’ αναμόρφωναν τάχα τη ρώσικη κοινωνία.


ΕΚΕΙΝΗΝ, ίσα-ίσα τη χρονιά, ο Ντοστογιέφσκι επιχειρεί το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη: η επίσκεψη στην «Εσπερία» ήταν ένα από τα «δέοντα» των ρώσων διανοουμένων της εποχής.


Αλλά, πριν ακόμα ξεκινήσει, ο Ντοστογιέφσκι είχε αρνητικές για τη Δύση διαθέσεις. Αυτός, που παραλίγο να πληρώσει με τη ζωή του τις νεανικές σοσιαλιστικές ιδέες του, διακήρυττε τώρα, στο περιοδικό του, τον «μυστικιστικό λαϊκισμό», πίστευε πως η Ευρώπη ήταν «άθεη» και άρα χαμένη, πως κι αυτή κι ο κόσμος όλος δεν θα μπορούσαν να σωθούν παρά μόνο απ’ τη θεολάτρισσα Ρωσία, που θα κατόρθωνε τη συμφιλίωση κρατούντων και κρατούμενων, δούλων και κυρίων, κάτω απ’ τη σκέπη της ορθοδοξίας. (Θεωρούσε, μάλιστα, απαραίτητο βήμα για την πραγμάτωση του οράματός του, την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης).


Αυτές τις αποσκευές πήρε μαζί του στο «πρώτον της ζωής του ταξίδιον» στη Δύση. Αλλά οι «Χειμερινές σημειώσεις», που έγραψε μόλις γύρισε (1863), δεν αποτελούν κήρυγμα και προπαγάνδα – ευτυχώς. Καταγράφουν σαρκαστικά τις αντιδράσεις του Ντοστογιέφσκι κατά την περιήγησή του σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ­ αντιδράσεις που, σε πολλά, είναι και σήμερα επίκαιρες.


ΓΙΑ τους Ρώσους των μέσων του 19ου αιώνα, η Δύση ήταν «η χώρα των θαυμάτων» (έστω κι αν αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός ενείχε και κάποια δόση ειρωνείας). Τον Ντοστογιέφσκι, όμως, δεν τον εντυπωσιάζουν τα χτίρια, οι δρόμοι, τα μνημεία. Εκείνο που κεντρίζει το ενδιαφέρον του είναι οι άνθρωποι και τα ήθη ­ και σ’ αυτά επικεντρώνει τη σάτιρά του. Συχνά είναι απόλυτος (αλλά όχι και ολότερα άδικος) στους αφορισμούς του: «Τον Γερμανό πρέπει να τον συνηθίζει κανείς σταδιακά, γιατί, αν δεν το κάνει, πολύ δύσκολα μπορεί να τον ανεχτεί σε μεγάλες δόσεις». Οσο για τις Γερμανίδες, τις βρίσκει «κάτι παραπάνω από αηδιαστικές» (σελ. 11). Κρατάει, βέβαια, την επιφύλαξη πως μπορεί να επηρεάστηκε από την κακοκαιρία που συνάντησε εκεί (και που τον έκανε να νοσταλγεί τη Ρωσία του), αλλά προσθέτει: «Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως ο πατριωτισμός εκδηλώνεται μόνο με άσχημο καιρό» (σελ. 15)…


Εκείνοι, όμως, που δεν βρίσκουν κανένα έλεος, είναι οι Γάλλοι ­ σ’ αυτούς, άλλωστε, αφιερώνει το μισό σχεδόν βιβλίο του. Υιοθετεί πέρα για πέρα το απόφθεγμα του πρώτου σημαντικού ρώσου κωμωδιογράφου, του Φονβίζιν (1743-92): «Ο Γάλλος δεν έχει λογική, αλλά και να ‘χε θα το θεωρούσε μεγάλη δυστυχία του».


Και, κατά τον Ντοστογιέφσκι, το χειρότερο είδος Γάλλων είναι οι «μπουρζουάδες». Αυτούς, τους αστούς γενικότερα, πετροβολάει στα μισά κεφάλαια των «Σημειώσεών» του. Ολοι τους, λέει, ένα και μόνο ιδανικό και σκοπό έχουν: το «παραδάκι». «Ας καταφέρω να αποταμιεύσω λίγα λεφτουδάκια και Apres moi le Deluge» (Μετά από μέναν, ο κατακλυσμός!) (σελ. 94). Και συνεχίζει:


«… Το να κάνει κάποιος περιουσία και να συσσωρεύσει όσο περισσότερα υλικά αγαθά μπορεί, αυτό έχει πλέον μετατραπεί σε βασικό κώδικα ηθικής, σε κατήχηση, θα έλεγα. Αυτή η αντίληψη υπήρχε και στο παρελθόν, αλλά τώρα έχει πάρει κατά κάποιον τρόπο ιερή μορφή. (…) Εάν δεν έχεις λεφτουδάκια και αρκετή περιουσία, δε σε λογαριάζουνε και δεν μπορείς να περιμένεις από τους άλλους εκτίμηση και σεβασμό, το χειρότερο βέβαια είναι ότι ούτε και αυτοσεβασμό δεν μπορείς να αποκτήσεις. (…) Η πραγματικότητα του «όλα επιτρέπονται, αρκεί να έχεις χρήματα» είναι κοινός τόπος πια γι’ αυτόν. Ο καημένος ο Σωκράτης θεωρείται στην εποχή μας ηλίθιος και επικίνδυνος παπαρδέλας, και ο μόνος χώρος όπου αποκτά αξία είναι στη θεατρική σκηνή, διότι ο μπουρζουάς ακόμα ενθουσιάζεται με την αρετή ­ στο θέατρο…» (σελ. 98-99).


Συνακόλουθα, ο αστός καταδικάζει μετά βδελυγμίας την κλοπή, που είναι «αμαρτία, μια ύπουλη και σιχαμερή πράξη την οποία δε συγχωρεί ακόμα και στην περίπτωση που ο κλέφτης ήθελε να ταΐσει τα υποσιτισμένα παιδιά του και γι’ αυτό έκλεψε· αλλά να κλέβεις στο όνομα της αρετής… ω, τότε όλα σου τα συγχωρούν… αφού είναι καθήκον και ιερή υποχρέωση μπροστά στη φύση και στην ανθρωπότητα η επιδίωξη του κέρδους και ο πλουτισμός. Να γιατί στον ποινικό κώδικα των Γάλλων υπάρχει σαφής διαχωρισμός στις παραγράφους που οριοθετούν και καθορίζουν το κίνητρο της κλοπής: αν πρόκειται για κλοπή με ποταπό σκοπό ­ δηλαδή, για ένα κομμάτι ψωμί ­ ή αν πρόκειται για κλοπή στο όνομα μιας ανώτερης αρετής, όπως το κέρδος, λόγου χάρη. Στην περίπτωση αυτή, ο νόμος όχι απλώς καλύπτει, αλλά και προωθεί την όποια πρωτοβουλία στο πλαίσιο μιας πολύ καλά οργανωμένης κοινωνικής πραγματικότητας» (σελ. 102-3).


Ο Ντοστογιέφσκι δεν διστάζει να εφορμήσει και κατά των συνθημάτων της Γαλλικής Επανάστασης (την ονομάζει «εκείνες οι μικρές γνωστές τρελίτσες στο τέλος του περασμένου αιώνα», (σελ. 131), όπως κατέληξαν χάρη στην κυριαρχία της αστικής τάξης:


«Liberte, egalite, fraternite»… Τι σημαίνει «liberte»; Ελευθερία. Ποια ελευθερία όμως; Η ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις, τα πάντα, στο πλαίσιο του νόμου βέβαια, η ελευθερία που είναι ίδια για όλους; Ωστόσο πότε έχεις τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι θέλεις; Οταν διαθέτεις εκατομμύρια. Και προσφέρει η ελευθερία σε όλους εκατομμύρια; Οχι φυσικά… Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς εκατομμύρια; Ο άνθρωπος λοιπόν χωρίς εκατομμύρια δεν είναι εκείνος που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά εκείνος με τον οποίο κάνουν ό,τι θέλουν. Ερχόμαστε τώρα στη δεύτερη λέξη της διακήρυξης ­ «egalite». Μετά την ελευθερία λοιπόν έχουμε την ισότητα, και μάλιστα ισότητα μπροστά στο νόμο. Μόνο ένα σχόλιο θα κάνω εδώ· με τη μορφή που εφαρμόζεται σήμερα, ο κάθε Γάλλος μπορεί και πρέπει να τη θεωρήσει προσωπική προσβολή… Φτάσαμε στο τελευταίο μέρος της διακήρυξης ­ στην αδελφοσύνη, το πιο αστείο άρθρο του γαλλικού Συντάγματος και, οφείλουμε να ομολογήσουμε, η μεγαλύτερη εμμονή της Δύσης. Ο δυτικός άνθρωπος μιλάει για αδελφοσύνη και δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να την αποκτήσει, επειδή στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη… Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Μάλλον να τη δημιουργήσουμε, διότι η αδελφοσύνη δημιουργείται και προσφέρεται, είναι υπαρκτή και ζωντανή στη φύση, μόνο που από τη γαλλική και γενικά τη δυτική φύση, όπως αποδείχτηκε, απουσιάζει, και αυτή που κυριαρχεί είναι η προσωπική αρχή του ατόμου και η προσπάθεια συντήρησης και ικανοποίησης του ΕΓΩ, της αντιπαραβολής αυτού του ΕΓΩ με τη φύση και με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους ως αυτόνομης ξεχωριστής αρχής, εξ ολοκλήρου ισότιμης και ισάξιας όλων όσων υπάρχουν πέρα από την ίδια». (σελ. 105-7).


ΔΕΝ υπάρχει χώρος για να συνεχίσω. Αλλά αυτά τα ψιχία φτάνουν, νομίζω, για να δείξουν το πνεύμα και το ύφος των «Σημειώσεων». «Φανατικός», ίσως, ο αντι-δυτισμός του Ντοστογιέφσκι. Είναι, όμως, «ξεπερασμένη» η θεοποίηση του χρήματος και του κέρδους ­ ο καπιταλισμός, όπως θα τον πει3 ­ η αρπακτική εγωπάθεια, η αποτίμηση των πάντων με αποκλειστικό μέτρο την αξία τους σε χρυσάφι, ο ευτελισμός όλων των ιδεών, που εκείνος στηλίτευε και που έχουν γίνει ο Μονο­ και Παντοκράτωρ της εποχής μας; Κι όμως ­ όπως λέει στην κατακλείδα του βιβλίου του ­ «Ολα βαίνουν καλώς»…


1. Μετάφραση ­ εύστοχη και άνετη ­ Αναστασίας Μεσσήνη, Καστανιώτης, 1998. 2. Είναι γνωστή η ρήση του Ντοστογιέφσκι, «Ολοι μας (οι ρώσοι λογοτέχνες) βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκόγκολ» ­ το περιώνυμο διήγημα του συγγραφέα του «Επιθεωρητή». 3. Τον καπιταλισμό σαρκάζει και στο διήγημά του «Ο Κροκόδειλος» (1865), που έχει μεταφράσει εδώ η Κύρα Σίνου, μαζί με τον «Κύριο Προχάρτσιν» και το «Ασχημο ανέκδοτο», εκδ. Γλάρος, 1974.