Το διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Παγκοσμιοποίηση και κοινωνίες της διακινδύνευσης», στις 22, 23 και 24 Οκτωβρίου, δεν ήταν, ως συνομολογούν όσοι το παρακολούθησαν, μια από τις συνήθεις, οιονεί τουριστικού χαρακτήρα, συναθροίσεις επιστημόνων. Αντί να υποστεί το γνωστό άθροισμα μονολόγων το κοινό παραβρέθηκε, καταπώς φαίνεται, σε ένα γόνιμο διάλογο και κατέστη κοινωνός προβληματισμών με ενδιαφέρον.


Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης αντιμετωπίστηκε πολυδιάστατα και επισημάνθηκαν περίπου όλες οι όψεις του. Δεν είναι βεβαίως δυνατόν να παρουσιασθεί εδώ το σύνολο των εισηγήσεων και να υποβληθεί σε κριτική η επιχειρηματολογία τους. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε ορισμένες αναφορές, δίχως αυτό να σημαίνει πως όσες συμβολές δεν μνημονεύονται στερούνται σημασίας. Αλλωστε, πέρα από την υποκειμενική οπτική του γράφοντος, που λειτουργεί πάντοτε επιλεκτικά ως προς την ανάδειξη των κρίσιμων θεμάτων, το κείμενο αυτό αφορμάται αναγκαστικά, μια και ο συντάκτης του δεν είχε τη δυνατότητα επαρκούς παρουσίας, από όσες εισηγήσεις παραδόθηκαν γραπτώς και σε ολοκληρωμένη μορφή.


Οπως είναι εύλογο, οι αναλύσεις που επικεντρώθηκαν στις πολιτικές επιπτώσεις της παγκόσμιας ολοκλήρωσης ασχολήθηκαν πρωταρχικώς με τον νέο ρόλο των εθνικών κρατών. Επιχειρώντας, κατά κύριο λόγο, να εικονογραφήσουν την καταλυτική επίδραση της διεθνοποιημένης αγοράς στους πατροπαράδοτους μηχανισμούς της πολιτικής ισχύος. Αποπειράθηκαν επίσης να διαγνώσουν τις ροπές αντίστασης ή υποταγής του εθνοκράτους στα κελεύσματα των παγκόσμιων χρηματαγορών, διεθνών πιστωτικών ιδρυμάτων, πολυεθνικών εταιρειών. Το παρήγορο όμως είναι ότι αποφεύχθηκε το αναμάσημα κοινοτοπιών που θεωρούν την αμφιλεγόμενη «απίσχνανση» του εθνικού κράτους όχι μόνον αναπότρεπτη αλλά και πλήρως συντελεσθείσα διαδικασία, κοσμοϊστορικού μεγέθους. Η οποία μάλιστα, ως ισχυρίζονται διάφοροι αυτόκλητοι προφήτες, ανατρέπει στο σύνολό τους τις παραδοσιακές διακρατικές σχέσεις και υποβιβάζει την πολιτική απόφαση σε αυτόματο επιγενόμενο του οικονομικού γίγνεσθαι.


Ο ρόλος του εθνικού κράτους


Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή της Saskia Sassen (University of Chicago): «Ορισμένα εξ όσων κωδικοποιούμε ως εθνικά, καθ’ ότι λαμβάνουν χώρα στο εθνικό έδαφος, έχουν γίνει παγκόσμια. Και ορισμένα εξ όσων κωδικοποιούμε ως παγκόσμια εξαρτώνται από το εθνικό κράτος, υπό την έποψη της διαχειριστικής ικανότητας και της πηγής νομιμοποίησης». Παρά τις ριζικές θεσμικές αναδιαρθρώσεις στις οποίες υπόκειται, το εθνικό κράτος παραμένει εξέχων παίκτης στη σκακιέρα των εξελίξεων. ‘Η τουλάχιστον δύναται να παραμείνει, αν όσοι το διαφεντεύουν διαθέτουν την πολιτική βούληση να το επιδιώξουν. Από τη σκοπιά του πάλι ο Elmar Altvater (Free University, Berlin), μολονότι ασχολείται πρωτίστως με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και την απάντηση στην οικονομική αστάθεια που αυτή προκαλεί, δηλαδή τη συγκρότηση περιφερειακών οικονομικών ζωνών ­ κάτι σαν τα «επικατάρατα» πολιτισμικά «τόξα» ­, προειδοποιεί: «Η νέα γεωμετρία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας… περιλαμβάνει νέες μορφές πολιτικών ρυθμίσεων».


Με άλλα λόγια, σε πείσμα του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, που σαγηνεύεται από την παγκοσμιοποίηση και την ταυτίζει με την απόλυτη ασυδοσία των διεθνών αγορών υποβαθμίζοντας, με καταφανή ταξική ιδιοτέλεια, την πολιτική πράξη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, η Πολιτική δεν έχει αποθάνει. Αντιθέτως επανακαταλαμβάνει το προσκήνιο, με τρόπο διαφοροποιημένο μόνον ως προς τη μορφολογία της άσκησής της. Η «ουσία» του πολιτικού φαινομένου τελεί διηνεκώς αμετάβλητη, διότι εκπηγάζει από το θεμελιώδες υπαρξιακό δεδομένο που περιγράφει ιδιοφυώς στην κοινωνική «οντολογία» του ο πρόωρα χαμένος στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης.


Η ίδια η επιβίωση των ανθρώπων συναρτάται με την οικοδόμηση μιας «ταυτότητας». Το γεγονός αυτό τους αναγκάζει να εξαντικειμενικεύουν τις αξιώσεις ισχύος τους και, συνεπώς, να ξεχωρίζουν τους εχθρούς από τους φίλους, στη βάση μιας λογικώς αυθαίρετης, αλλά ιστορικώς αναπόδραστης και συνεπώς κατανοητής, «ηθικής» θεώρησης του κόσμου. Η «μονοδιάστατη σκέψη» του νεοφιλελευθερισμού, κυρίαρχη σήμερα, ιχνογραφεί μια πλαστή εικόνα της παγκοσμιοποίησης προκειμένου ακριβώς να αρνηθεί αυτή τη διαπίστωση. Να απαξιώσει, δηλαδή, το πολιτικό φαινόμενο καθεαυτό, για να το υπαγάγει σε οικονομίστικα και ­ αυτοαναιρούμενα ­ δικαιωματοκρατικά σχήματα σκέψης. Πράγματι, παρ’ όλον που οι εξαιρετικά προσεκτικοί εισηγητές του συνεδρίου απέφυγαν να υποκύψουν στις νεοφιλελεύθερες απλουστεύσεις, δεν επέτυχαν πάντα να εντοπίσουν πτυχές της «παγκοσμιοποίησης», που ειδικά για τις ανεπτυγμένες χώρες έχουν τεράστια σπουδαιότητα. Η «φωτογράφηση» του καπιταλισμού – καζίνου είναι ακριβής στα γραπτά και των δύο προαναφερθέντων επιστημόνων.


Η εξάρθρωση των θεσμών


Ωστόσο η αποκρυπτογράφηση όσων πολιτικών διαδικασιών έχουν άμεση συνάφεια με την «παγκοσμιοποίηση» και τις κοινωνίες της «διακινδύνευσης» ­ άλλως του άνομου «αριτζιδισμού» ­ υπολείπεται σε αυστηρότητα και εννοιολογική διαύγεια. Ενώ κάποτε το κανονιστικό «δέον» τους μεταμφιέζεται σε πραγματολογική καταγραφή και συμπορεύεται με τον συρμό των δήθεν «μονοδρόμων» ή ακόμη και τις επινοήσεις μιας μεταφυσικής νεοκαπιταλιστικής τελεολογίας. Δεν διερωτώνται, φέρ’ ειπείν, ποια είναι η σχέση των διεθνών οικονομικών ολοκληρώσεων όχι τόσο με τη ραγδαία αφυδάτωση του εθνικού κράτους όσο με την εξάρθρωση των θεσμών και των πρωταρχικών μηχανισμών της λαϊκής κυριαρχίας ­ τουτέστιν το κοινοβουλευτικό δημοκρατικό πολίτευμα. Η πολιτική επί των ημερών μας, όπως υπαινίσσεται και η σχετικώς πρόχειρη θεωρία των «διαπλεκομένων», έχει μετακομίσει σε εξωθεσμικές και παντελώς άναρχες επικράτειες, όπου η δύναμη αδηφάγων συμφερόντων αποτιμάται και επιβάλλεται χωρίς τη διαμεσολάβηση οποιουδήποτε καταστατικού πλαισίου, δίχως οποιαδήποτε δικαιοδοτική αρχή. Η «παγκοσμιοποίηση» επιδεινώνει αυτή την κατάσταση, παρασύροντας στην πραγματική ή φαντασιακή δίνη της κάθε συμμετοχικό αίτημα.


Εφόσον το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα επικρατήσει, επειδή τάχα ανταποκρίνεται σε κάποια νεφελώδη μεταϊστορική αναγκαιότητα, η Πολιτική «καταργείται». Απομένει ο βίος αλληλοσπαρασσόμενων θηρίων. Επιπλέον, πάσα ελεγκτική παρέμβαση στις πανθομολογουμένως εξαθλιωτικές συνέπειες του laissez faire, φαντάζει ως φιλανθρωπική μέριμνα. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα θέτει σιωπηρώς ή ασυνειδήτως εν αμφιβόλω, εφόσον η εννοιολογία του αχθεί στις ακραίες λογικές συνέπειές της, ακόμη και την απλή διενέργεια εκλογών ή την ύπαρξη εθνικών κοινοβουλίων και αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η τελευταία προβάλλει ως περιττή και μάλλον αντιοικονομική πολυτέλεια. Σε αυτές τις εκφάνσεις των σχετικών ζητημάτων σπανίως αποδίδεται η δέουσα θεωρητική σημασία ­ στην Ελλάδα ένας εκ των ελαχίστων που τις πραγματεύθηκαν είναι ο Κ. Τσουκαλάς.


Σε επόμενα άρθρα θα επανέλθουμε συστηματικότερα στα προεκτεθέντα προβλήματα. Αρκεί επί του παρόντος η μάλλον μελαγχολική διαπίστωση πως ακόμη και οι διορατικότερες οικονομικές αναλύσεις εκλαμβάνουν, όταν καταπιάνονται με την «παγκοσμιοποίηση», ως αυτονόητα όσα τουναντίον πρέπει νηφάλια να μελετηθούν στη σφαίρα του Πολιτικού. Η παγκόσμια ολοκλήρωση, λόγου χάριν, δεν παράγει μόνον πλούτο για τους διεθνείς κερδοσκόπους και διευρυνόμενη φτώχεια για ολοένα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Επενεργεί διαβρωτικά και στο υπόβαθρο της αστικής δημοκρατίας, με την οποία είναι, υποτίθεται, άρρηκτα συνδεδεμένη.


Οι επιπτώσεις στον πολιτισμό


Μια δεύτερη, «ερεθιστική», ενότητα του συνεδρίου αναφερόταν στον πολιτισμό και την εθνική ταυτότητα στις τρέχουσες συνθήκες των παγκόσμιων επικοινωνιακών διασυνδέσεων. Οπως μπορεί ευχερώς ο καθείς να υποθέσει, οι παρεμβάσεις περιστράφηκαν γύρω από την αντίθεση παράδοσης και νεωτερικότητας, τις αντινομίες του μεταμοντερνισμού και τις εικαζόμενες συγγένειές του με τον νεοφιλελευθερισμό, για να καταλήξει στην κάπως τετριμμένη διαμάχη μεταξύ των δυτικόφρονων ορθολογιστών και των νεορθόδοξων διανοουμένων.


Το έναυσμα δόθηκε από τη συνετή, αν και σαφέστατα προσανατολισμένη, εισήγηση του Ηλία Κατσούλη, εμπνευστή και οργανωτή του συνεδρίου. Οι εύστοχες παρατηρήσεις του για την πορεία συγκρότησης του ιθαγενούς «αντιδυτικού» μετώπου, στις ποικίλες εκδοχές του, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, απολήγουν σε μια αξιολόγηση της δυναμικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ύστερα από την ορμητική εισβολή του νεοεκλεγέντος Αρχιεπισκόπου στα εγχώρια δρώμενα. Είναι προφανές πως δεν έχουμε εδώ τη δυνατότητα να προβούμε σε εξέταση όσων απόψεων διατυμπανίζουν, αυτάρεσκα, την εθνική μας «ιδιοπροσωπία» ή όσων την αμφισβητούν.


Μπορούμε απλώς να «εξαγγείλουμε» μια γενική θέση, την οποία, όπως παρατηρεί ο Κατσούλης, υιοθετούσε, μέσες άκρες, και ο Κονδύλης. Κοντολογίς, η ρεαλιστική αντιμετώπιση του εθνοκράτους ως πρωταρχικής μονάδας των διεθνών σχέσεων ­ που υποκλίνονται στη λογική της ισχύος, περιφρονώντας περιπαικτικά τις οικουμενιστικές διδασκαλίες ­ δεν έχει τίποτε να κάνει με τις νοητικές κατασκευές των «εθνικιστών» ή των, αντιπάλων τους, «διεθνιστών». Τωόντι, περισσεύουν εκατέρωθεν οι αφελείς διατυπώσεις και οι ρηχές προσεγγίσεις.


Το εθνοκράτος, ακόμη και στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, είναι ο αποτελεσματικότερος μοχλός για τη συμμετοχή στην εξόχως πολιτική διαδικασία ανακατανομής του διεθνούς πλούτου. Κατά τα λοιπά, η κάπως απροσδόκητη «παρεμβολή» του κυρίου Χριστόδουλου, στο πλαίσιο των θεωρητικών αναζητήσεων ενός διεθνούς συνεδρίου για την «παγκοσμιοποίηση», οδηγεί σε ένα ακροθιγώς ειρωνικό συμπέρασμα. Οποιος επιχειρεί να υποστείλει τη σημαία των «μεγάλων οραμάτων» και συρρικνώνει τους συλλογικούς μύθους στους καταναγκασμούς της «καθημερινής διαχείρισης», καθαγιάζοντας έναν λογιστικού τύπου «ορθολογισμό», θα υποχρεωθεί να αναμετρηθεί οδυνηρά με όσα «φαντάσματα» του «αναχρονισμού» σπεύδουν να εμφιλοχωρήσουν στο κενό Πολιτικής.


Ο κ. Αιμίλιος Μεταξόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.