Αραγε είχαν και καθηγητές οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Αλλιώς που τον βρήκαμε τον αξιοσέβαστο αυτόν τίτλο; Και γιατί η λέξη «καθηγητής» διαφέρει τόσο ριζικά από τη λέξη «professor», κοινή σε όλες σχεδόν τις δυτικές γλώσσες;


Ο δυτικός όρος εμφανίζεται στα πανεπιστήμια τον Μεσαίωνα. Οι γλωσσικές του ρίζες είναι λατινικές. Οταν ιδρύονται τα πρώτα πανεπιστήμια στον 12ο αιώνα, είναι θεσμοί μοναστικοί και εκκλησιαστικοί, η γλώσσα τους είναι τα λατινικά. Ο ετυμολογικός πρόγονος του όρου professor είναι η λέξη profiteor: αυτός που δηλώνει, εκφέρει γνώμη, όρος κυριολεκτικός και ουδέτερος. Στον όρο αυτόν και στον διάλογό του, professor, η ρωμαϊκή αρχαιότητα προσθέτει αργότερα και την έννοια του δασκάλου.


Στα πρώτα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ο όρος αποκτά και άλλη απόχρωση: υπονοεί και την εξουσία του μεσαιωνικού δασκάλου, που περιβάλλεται ένδυμα θρησκευτικό. Οι «γνώμες» και οι διδασκαλίες έχουν την έγκριση της Εκκλησίας ή, τουλάχιστον, την ανοχή τους. Αρα, ελέω Θέου, αποπνέουν την αυθεντία και την εξουσία· τις οποίες επαυξάνει το κύρος της εσωτερικής ιεραρχίας του πανεπιστημίου: o professor κατέχει την κορυφαία θέση.


Το νόημα του τίτλου παραλλάζει μετά την Αναγέννηση και ιδίως, λίγο αργότερα, με την επιστημονική επανάσταση. Στη θρησκευτική απόκοσμη χροιά της λέξης προστίθεται τώρα μια άλλη απόχρωση, εγκοσμιότερη. Ο όρος παραπέμπει πλέον και στην κοινωνική εξουσία του δασκάλου – επιστήμονα, βασισμένη στην αυθεντία της επιστημονικής γνώσης, μιας αλήθειας εγκόσμιας.


Τη θρησκευτική νομιμοποίηση έρχονται να αντικαταστήσουν οριστικά με την κρατική ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση. Αλλωστε σε πολλές χώρες το Κράτος έχει ήδη αντικαταστήσει την Εκκλησία ως προστάτης του πανεπιστημίου: στην εξουσία του υπάγονται πλέον τα περισσότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης ­ και αυτήν αντανακλούν. Στην αυθεντία της επιστημονικής γνώσης προστίθεται η νομιμότητα της πανεπιστημιακής έδρας, που πηγάζει από την ύψιστη νομιμότητα της εποχής, την κρατική.


Ας έλθουμε τώρα στις αρχές του αιώνα μας. Εχουν πια ολοκληρωθεί οι πρώτες φάσεις μιας ακόμη επανάστασης, της βιομηχανικής. Η λατρεία της τεχνολογίας έχει καθιερωθεί. Ο επιστημονισμός είναι μόδα. Οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη δοκιμάσει τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αισιοδοξία τους για την πρόοδο της ανθρωπότητας καλπάζει ανενόχλητη. Πιστεύουν ακράδαντα, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι επιστήμονες, ότι η επιστήμη και οι εφαρμογές της είναι ο ευλογημένος δρόμος που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στη συνεχή πρόοδο, στην ευμάρεια και στην ευημερία.


Οι καθηγητές μας, καλοστηριγμένοι στην ιδεολογία του επιστημονισμού, καλοκαθισμένοι στις έδρες τους, δρέπουν τους καρπούς. Στο κύρος του λειτουργήματος, αχνή ανάμνηση της θρησκευτικής καταγωγής του πανεπιστημιακού δασκάλου, προστίθεται το κύρος του επαγγέλματος. Ενός επαγγέλματος που τώρα πλέον στέκεται ψηλά όχι μόνο στην κοινωνική ιεραρχία, αλλά και στην οικονομική: αποφέρει αμοιβές και, ανάλογα με τον επιστημονικό κλάδο του καθενός, τα συγγραφικά δικαιώματα ή τις ευρεσιτεχνίες που επινοεί η σύγχρονη κεφαλαιοκρατική οικονομία για να ανταμείβει τις υπηρεσίες των επιστημόνων ­ κίνητρα για μια επιστημονική παραγωγή αποδοτική με τα κριτήρια μιας παντοδύναμης πλέον αγοράς. Ετσι η εποχή μας προσφέρει γενναιόδωρα στους επιστήμονες καλές προσβάσεις στην αγορά και στην ιδιοκτησία. Ο professor κατέχει πλέον μια καλή θέση και στην οικονομική ιεραρχία.


Είναι το τελευταίο επίχρισμα που μέχρι στιγμής έχει αποθέσει επάνω στη λέξη η Ιστορία. Λέξη παλίμψηστη. Σήμερα έχουμε εντελώς ξεχάσει αυτό που εσήμαινε ο όρος στην ετυμολογική του κυριολεξία. Το τωρινό πολυσύνθετο νόημα καλύπτει το αρχικό, σβήνοντας οριστικά την ουδετερότητα της ετυμολογίας. Και η λέξη φέρνει στον νου όχι μόνο το διδασκαλικό, αλλά τα πολλαπλά κοινωνικά πρόσωπα του professor ­ του καθηγητή.


Ο ελληνικός όρος ωστόσο έχει ιστορική εξέλιξη διαφορετική. Με την έννοια «δάσκαλος» τη λέξη χρησιμοποιούν πρώτοι ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ο Στράβων και ο Πλούταρχος. Αρα ο όρος αποκτά αυτή την έννοια κάπου μεταξύ 50 π.Χ. και 100 μ.Χ.


Στη νεότερη ελληνική γλώσσα η λέξη θα επανεμφανιστεί με τη σημερινή της έννοια τον 19ο αιώνα. Χρησιμοποιείται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ήδη από την ίδρυσή του, το 1837· και, ακόμη νωρίτερα, στην Ιόνιο Ακαδημία. Την ανασύρει από το αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο και την προτείνει στους νεόκοπους πανεπιστημιακούς θεσμούς ένας άγνωστός μας λόγιος της εποχής.


Ωστόσο ο λόγιός μας δεν δημιουργεί μια νέα, σύνθετη κατασκευή, όπως είναι τόσοι νεολογισμοί που κατασκευάζονται πυρετωδώς εκείνη την εποχή. Ούτε μεταφράζει τον όρο «professor»· δεν προτείνει, ας πούμε, τον όρο «γνωμοδότης» ή «γνωμεύς», που θα ήταν μια πιστή μετάφραση. Τι κάνει λοιπόν; Ανασταίνοντας μια λέξη της αρχαιότητας, αισθάνεται ότι ανασταίνει μαζί και το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Ο λόγιός μας είναι ένας τυπικός Ελληνας εκείνης της εποχής· τον εμπνέει ένας εθνικισμός νεαρός και ενθουσιώδης. Επειτα, αποφασίζοντας να επιλέξει αυτόν τον όρο και όχι να κατασκευάσει κάποιον άλλον, έχει συνείδηση ότι ακριβολογεί: ο καθ-ηγητής ηγείται. Κατ’ αρχήν βέβαια ο καθηγητής ηγείται μιας εσωτερικής, πανεπιστημιακής ιεραρχίας (όπως και ο υφ-ηγητής, αλλά στην αμέσως επόμενη ιεραρχική βαθμίδα). Κατά προέκταση όμως κατέχει ηγετική θέση και στην ιεραρχία της κοινωνίας του. Από αυτή την άποψη ο νεοελληνικός όρος ακριβολογεί περισσότερο από τον δυτικό.


Η επιστήμη είναι και λίγο παιχνίδι, ευτυχώς. Αλλά το παιχνίδι είναι σοβαρή υπόθεση· γι’ αυτό άλλωστε έχει πάντοτε κανόνες. Στην Ιστορία το παίγνιο των λέξεων δεν είναι λογοπαίγνιο. Είναι ένας από τους μίτους που οδηγούν στην αιτιότητα και στην ερμηνεία· που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις μεταβολές στον χρόνο, τις διαφορές από τόπο σε τόπο.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.