Με την πρόσφατη νίκη του Σρέντερ στη Γερμανία, όχι μόνο η συντριπτική πλειονότητα των χωρών της ΕΕ έχει σοσιαλδημοκρατική / σοσιαλιστική κυβέρνηση, αλλά και η οικονομικά ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα πέρασε στο στρατόπεδο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς ­ στο στρατόπεδο δηλαδή αυτών που πιστεύουν πως υπάρχει ένας τρίτος δρόμος μεταξύ του άγριου, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της συμβατικής αριστερής πολιτικής, που αντιμετωπίζει τα προβλήματα της φτώχειας και της ανεργίας με κρατικιστικά μέσα (π.χ. εθνικοποιήσεις, καθολικό κράτος πρόνοιας κτλ.). Η διαμάχη γύρω από την πιθανότητα ενός τρίτου δρόμου, παρ’ όλο που έχει αρχίσει εδώ και πολύ καιρό, έχει πια περάσει στο επίπεδο των μέσων μαζικής επικοινωνίας: π.χ. το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Time» έχει κύριο προβληματισμό τον «νέο» δρόμο στον οποίο ο Σρέντερ και οι άλλοι ηγέτες της Κεντροαριστεράς συνεχώς αναφέρονται. Υπάρχει πράγματι ουσία στον προβληματισμό γύρω από τον τρίτο δρόμο;


Είναι πολλοί αυτοί που αμφισβητούν τη δυνατότητα τρίτης λύσης. Κατ’ αυτούς μια τρίτη λύση ούτε υπάρχει ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει μέσα στον καπιταλισμό. Ετσι η πολιτική του Τόνι Μπλερ στη Βρετανία είναι στο βάθος νεοφιλελεύθερη, πρόκειται περί ενός θατσερισμού με ανθρώπινο προσωπείο. Από την άλλη μεριά, οι λύσεις που ο Ζοσπέν προτείνει στη Γαλλία δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τις παλαιο-σοσιαλοδημοκρατικές συνταγές των δεκαετιών του ’50 και του ’60 ­ συνταγές που έπαψαν να λειτουργούν αποτελεσματικά μετά την οικονομική κρίση του 1974. Τέλος, ο Σρέντερ αμφιταλαντεύεται μεταξύ της κρυπτο-νεοφιλελεύθερης πολιτικής του Μπλερ και της παλαιοαριστερής πολιτικής του γάλλου πρωθυπουργού. Το συμπέρασμα αυτής της άποψης είναι πως πουθενά δεν διαφαίνεται ένας τρίτος δρόμος, όταν περνάμε από το επίπεδο της ρητορείας σε αυτό των συγκεκριμένων πολιτικών, πουθενά δεν βλέπουμε μέτρα που να ξεπερνούν συγχρόνως τις κοινωνικές αδικίες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και την αναποτελεσματικότητα της σοσιαλδημοκρατικής λύσης.


Μήπως έχουν δίκιο αυτοί που βλέπουν με δυσπιστία την κεντροαριστερή προοπτική; Μήπως ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» είναι μια ουτοπία, ένας τρόπος ιδεολογικού αποπροσανατολισμού;


Είναι γεγονός πως οι λύσεις που προτείνει αυτή τη στιγμή η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά στα βασικά προβλήματα της ανεργίας και της φτώχειας δεν είναι πειστικές. Ετσι, για παράδειγμα, το να προσπαθείς να λύσεις το πρόβλημα της ανεργίας δίνοντας την έμφαση στη δημιουργία «νέων θέσεων εργασίας», είναι σαν να προσπαθείς να γιατρέψεις την πνευμονία με ασπιρίνες ­ γιατί οι νέες θέσεις εργασίας, αν ποτέ γίνουν πραγματικότητα, θα καλύψουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανέργων. Και το ίδιο μπορεί να πει κανείς για την προσπάθεια επίλυσης των γεωμετρικά αυξανόμενων αναγκών για ποιοτικές υπηρεσίες στον τομέα της υγείας και της παιδείας με βάση την απλή αύξηση των πόρων του «καθολικού» κοινωνικού κράτους.


Εχω επανειλημμένα από τις στήλες αυτές ασχοληθεί με την έννοια και τις προοπτικές της Κεντροαριστεράς (λ.χ. «Το Βήμα», 4.6.95, 23.6.96, 21.9.97. Σε αυτό το σύντομο σημείωμα θέλω απλώς να τονίσω πως αν ο τρίτος δρόμος παραμένει ένας ευσεβής πόθος, αυτό δεν οφείλεται, όπως υποστηρίζει η παραδοσιακή Αριστερά, στο ό,τι δεν υπάρχει ανθρώπινος τρόπος επίλυσης των προβλημάτων της φτώχειας και της ανεργίας μέσα στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα. Οφείλεται μάλλον στο ό,τι οι προοδευτικές δυνάμεις σήμερα δεν θέλουν ή δεν τολμούν (για εκλογικούς λόγους) να ξεπεράσουν δύο ταμπού που συστηματικά υποσκάπτουν κάθε προσπάθεια εξεύρεσης ενός τρίτου δρόμου. Οι δύο αυτές ιδεολογικές αγκυλώσεις έχουν να κάνουν με την αρχή της καθολικότητας των κοινωνικών παροχών, καθώς και με την ιδέα πως μόνο μέσω της αγοράς εργασίας μπορεί να υπάρξει «πραγματική» απασχόληση.


Ταμπού Ι: η αρχή της καθολικότητας των παροχών


Οσο οι προοδευτικές δυνάμεις επιμένουν στην ιδέα πως οι κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους (στον χώρο της υγείας, της παιδείας κτλ.) θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν σε όλους, φτωχούς και πλουσίους ­, τότε το πρόβλημα της περιθωριοποίησης του 1/3 του πληθυσμού δεν πρόκειται να λυθεί στη σημερινή συγκυρία. Και αυτό για τον απλό λόγο πως οι καθολικές παροχές (όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενα άρθρα μου) δεν μειώνουν αλλά αυξάνουν τις κοινωνικές ανισότητες ­ αφού αυτοί που επωφελούνται από αυτές είναι περισσότερο οι μεσαίες τάξεις και λιγότερο το περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού.


Το πρόβλημα της περιθωριοποίησης και των αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων θα λυθεί μόνον όταν περάσουμε από την αρχή της καθολικότητας των κοινωνικών παροχών σε αυτό που ο έλληνας πρωθυπουργός αποκάλεσε (στον λόγο του στη Θεσσαλονίκη) «δίκαιη επιλεκτικότητα». Αν αυτό γίνει χωρίς τη μείωση των συνολικών πόρων του κοινωνικού κράτους (μείωση την οποία προτείνει η νεοφιλελεύθερη Δεξιά), τότε και μόνο τότε θα έχουμε μια μαζική μετάθεση πόρων από τα εύπορα 2/3 του πληθυσμού στο περιθωριοποιημένο 1/3.


Ταμπού ΙΙ: η φετιχοποίηση της έννοιας της εργασίας


Η δεύτερη προκατάληψη έχει να κάνει με την ιδέα πως η απασχόληση σε έναν «τρίτο τομέα» που δεν θα λειτουργεί ούτε κρατικιστικά ούτε με βάση το ιδιωτικό κέρδος δεν αποτελεί «πραγματική» απασχόληση. Κατ’ αυτή τη δογματική άποψη, μόνο η αγορά εργασίας μπορεί να δημιουργήσει «πραγματικές» θέσεις εργασίας. Οσο οι προοδευτικές δυνάμεις ασπάζονται την παραπάνω ιδέα, στη σημερινή συγκυρία, δεν υπάρχει κοινωνικά αποδεκτή λύση στο πρόβλημα της ανεργίας. Και αυτό επειδή, με τις νέες τεχνολογίες, οι καπιταλιστικές κοινωνίες μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά χωρίς να απασχολούν ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού. Μόνον όταν γίνει ευρέως αντιληπτό πως υπάρχει πληθώρα αναγκών (στον χώρο του περιβάλλοντος, της κοινότητας, της τρίτης ηλικίας κτλ.) που δεν καλύπτονται ούτε από το κράτος ούτε από την αγορά, θα καταστεί δυνατή η διασύνδεση των ακάλυπτων κοινωνικών αναγκών με το ανθρώπινο δυναμικό που ο σημερινός καπιταλισμός έχει θέσει σε αχρηστία.


Συμπέρασμα


Οσο οι κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις δεν σπάνε τα δύο παραπάνω ταμπού, όσο αγνοούν ή αναφέρονται δειλά (σχεδόν με ενοχή) στην αρχή της δίκαιης / γενναιόδωρης επιλεκτικότητας και στην αρχή της ενεργοποίησης όλου του εργατικού δυναμικού μέσω ενός «τρίτου τομέα» απασχόλησης, ο κεντροαριστερός δρόμος θα παραμείνει στο επίπεδο της ουτοπίας. Μόνον όταν οι δύο παραπάνω αρχές όχι μόνο νομιμοποιηθούν αλλά και καταστούν βασικοί πυρήνες της κεντροαριστερής πολιτικής, θα υπάρξει τρίτος δρόμος. Αν αυτό δεν γίνει, οι λεγόμενες κεντροαριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και αλλού θα εξακολουθούν να παραπαίουν μεταξύ ενός αναποτελεσματικού κρατικισμού και ενός αδυσώπητου νεοφιλελευθερισμού.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.