Τα αφελή, αν και καλοπροαίρετα, πρόσφατα ερωτήματα συμπαθεστάτης κυρίας, «Δηλαδή, εσείς τι ερευνάτε στο επάγγελμά σας, κύριε;» ­ «Δηλαδή, δεν είστε φιλόλογος (βλέπε: εκπαιδευτικός της Μέσης Εκπαίδευσης);» ­ «Δηλαδή, μόνο διαβάζετε (βλέπε: μελετάτε) και γράφετε, και γι’ αυτό πληρώνεστε;», μου δίνουν την ευκαιρία να γράψω τις παρακάτω γραμμές ­ κάτι που ήθελα να κάνω εδώ και καιρό.


Στη συνείδηση του σημερινού μέσου έλληνα πολίτη, ο ιστορικός ερευνητής, ο επιστημονικός ερευνητής εν γένει, είναι επάγγελμα ομιχλώδες, ασαφές, μυστηριώδες, άδηλο. Κάποτε, μέσα σε μια αποθέωση αφελείας (και αυτής καλοπροαίρετης, βέβαια), με είχαν ρωτήσει αν «ερευνώ» τις υποθέσεις ατόμων (εξαφανίσεις κλπ.), αφήνοντας να πλανάται η απορία μήπως η έρευνα αυτή γίνεται κάποτε και με τη συνεργασία «ντετέκτιβς», της Ασφαλείας ή και… μυστικών υπηρεσιών. (!)


Αλλοτε πάλι, με ρώτησαν γεμάτοι ενδιαφέρον αν… πραγματοποιώ εξερευνητικά ταξίδια και αποστολές στα πλαίσια των ερευνών μου, ενώ σε άλλη περίπτωση ο ερωτών εξέφρασε την απορία του για το γεγονός ότι η διαδικασία της ιστορικής έρευνας (μελέτη – συγκέντρωση στοιχείων και βιβλιογραφική υποδομή / σύνθεση ή καταλογογράφηση δεδομένων κλπ.) στοιχειοθετεί στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα… επάγγελμα αμειβόμενο (παράβαλε την προηγούμενη ερώτηση της κυρίας: «Πληρώνεστε για να διαβάζετε και να γράφετε;». (!) Για να μην αναφερθούμε στις υπεραπλοϊκές απορίες του τύπου: «Μα, μελετάτε και διαβάζετε τόσα χρόνια, παίρνετε τόσα πτυχία, για να ξαναμελετάτε και να γράφετε;» (εννοώντας: «Και μάλιστα να πληρώνεστε μισθό γι’ αυτό;»). Τέλος, συχνά χρειάστηκε να επεξηγήσω το αναγραφόμενο στην αστυνομική μου ταυτότητα επάγγελμά μου («ιστορικός ερευνητής»), στα πλαίσια των δοσοληψιών μου με δημόσιες υπηρεσίες. Χρειάζεται άραγε κάτι τέτοιο ένας φιλόλογος ή οποιοσδήποτε άλλος εκπαιδευτικός, να εξηγήσει δηλαδή τι δουλειά κάνει;


Η βαθιά ριζωμένη αυτή άγνοια (ή αφέλεια), βέβαια, σχετίζεται πρώτιστα με την έλλειψη έστω και κάποια συμβολικής εκπαιδευτικής υποδομής στη νεοελληνική πραγματικότητα σχετικά με τον ρόλο και την προσφορά της ιστορικής έρευνας (μάλιστα, μερικές φορές θεωρείται κάτι σαν «επάγγελμα πολυτελείας»). Οι πολύχρονοι και παντοειδείς κόποι που καταβάλλει ο υπό εκκόλαψη ερευνητής επιστήμονας είναι σχεδόν άγνωστοι στον μέσο πολίτη, που, όντας ουσιαστικά απληροφόρητος, τείνει να βγάλει εύκολα και ισοπεδωτικά συμπεράσματα. Τέτοιες προκαταλήψεις όμως ­ κακά τα ψέματα ­ δεν ξεριζώνονται μεμιάς δίχως μια επίσημη ενημέρωση, μια πιο ενεργή συμπαράσταση της Πολιτείας στον ανοχύρωτο αυτόν κλάδο, που τόσο ουσιαστικές υπηρεσίες έχει προσφέρει στην πρόοδο του τόπου.


Αυθαίρετη χρήση του όρου


Ειδικότερα ως προς τους ιστορικούς ερευνητές, όμως, ίσως να φταίει και κάτι άλλο: η εκτεταμένη και αυθαίρετη οικειοποίηση και χρήση του όρου «ιστορικός ερευνητής» από αμέτρητους συγγραφείς, λογίους μελετητές και ποικίλους ιστοριοδίφες (κυρίως τοπικής ιστοριογραφίας στην επαρχία), οι οποίοι, στις πλείστες των περιπτώσεων, ασκούν άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα. Την ιστοριογραφία την ασκούν από αγάπη και «μεράκι», χωρίς όμως να είναι ιστορικοί πτυχιούχοι ή πτυχιούχοι φιλολογίας και άλλων παρεμφερών κλάδων και ειδικοτήτων των πανεπιστημιακών φιλοσοφικών σχολών (και χωρίς, βέβαια, να έχουν πραγματοποιήσει κάποιες σχετικές μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, όπως συμβαίνει, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, με τους επαγγελματίες ιστορικούς ερευνητές).


Χωρίς καθόλου, φυσικά, να θέλω να μειώσω τη μεγάλη προσφορά των ιστοριοδιφών αυτών, που συχνά έχουν εμπλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία με σημαντικότατες ιστορικές μονογραφίες και άλλες συμβολές, εν τούτοις πρέπει να τονίσω ότι το επάγγελμα του ιστορικού ερευνητή (όπως εξάλλου και του ερευνητή κάθε ειδικότητας ­ για παράδειγμα, στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών εργάζονται ερευνητές βιολόγοι, βιοχημικοί κ.ά.) αποτελεί κλάδο και τομέα επίσημα θεσμοθετημένο και κατοχυρωμένο (αν και στην πράξη «ανοχύρωτο») στην Ελλάδα, και μάλιστα σε αντιστοιχία βαθμολογική με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Για τους προαναφερόμενους λόγους, λοιπόν, σωστό θα ήταν οι καθ’ όλα άξιοι συγγραφείς που προαναφέραμε να μη χρησιμοποιούν αυθαίρετα τον όρο «ιστορικός ερευνητής» ως ιδιότητά τους, αρκούμενοι στους όρους «μελετητής» ή «ιστοριοδίφης». Εξηγήσαμε αμέσως παραπάνω το γιατί.


Επανέρχομαι, όμως, και σε άλλες παρεξηγήσεις ως προς το επάγγελμα, του επαγγελματία ιστορικού ερευνητή, αυτή τη φορά. Η πεποίθηση που εκφράζουν ορισμένοι (ανάμεσά τους μερικοί πανεπιστημιακοί) ότι ο μελετητής δεν ασκεί διδακτικό έργο, ότι δεν «διδάσκει», βασίζεται σε άγνοια της πραγματικότητας (όχι απαραιτήτως κακοπροαίρετη), αφού είναι γνωστό ότι πολλοί ερευνητές των ελληνικών ερευνητικών κέντρων (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, Δημόκριτος, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Ινστιτούτο Παστέρ, Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου κ.ά.) διδάσκουν σε προπτυχιακά ή μεταπτυχιακά πανεπιστημιακά τμήματα, είτε αμισθί με κάποια ανάθεση διδασκαλίας, είτε με προεδρικό διάταγμα του νόμου 407 του 1980, θεωρούμενοι «διδακτικό προσωπικό» μερικής (ή εποχικής) απασχόλησης.


Η διδασκαλία αυτή, μάλιστα, γίνεται με αντιστοιχία συνήθως των βαθμίδων που οι εν λόγω ερευνητές κατέχουν στα ερευνητικά τους κέντρα, καθώς και με μια συμβολική αποζημίωση, η οποία πάντοτε αποδεικνύεται πολύ μικρότερη από εκείνη που εμφαίνεται στη σύμβαση που πραγματοποιεί με το πανεπιστήμιο ο συνεργαζόμενος / διδάσκων ερευνητής. Αυτά προς άρση οποιωνδήποτε παρεξηγήσεων ή παρερμηνειών περί διπλοθεσιών ή άλλων σχετικών.


Ανιση μεταχείριση και αδικία


Από την άλλη πλευρά, λίγα λόγια για την προαναφερθείσα αντιστοιχία των ερευνητών προς τους πανεπιστημιακούς. Πρέπει να τονιστεί ευθύς εξαρχής ότι η αντιστοιχία αυτή είναι μόνο βαθμολογική, όχι όμως και μισθολογική, αν και υπάρχει κατά κανόνα πλήρης αντιστοιχία προσόντων. Αυτό αποτελεί άνιση μεταχείριση και αδικία: όπως οι πανεπιστημιακοί λαμβάνουν ερευνητικό επίδομα (για τις πραγματοποιούμενες έρευνές τους στα πανεπιστημιακά πλαίσια), έτσι και οι ερευνητές που προσφέρουν διδακτικό έργο δικαιούνται αντίστοιχα διδακτικού επιδόματος. Η ακόμη πιο δίκαιη και πλήρης αντιστοιχία πανεπιστημιακών – ερευνητών, τέλος, θα ήταν σωστό να επεκταθεί και στη διαδικασία των κρίσεων – προαγωγών: όπως πανεπιστημιακοί παίρνουν εδώ και τόσα χρόνια μέρος στις κρίσεις μελών του ερευνητικού προσωπικού, έτσι θα έπρεπε να παίρνουν μέρος και ερευνητές των αντίστοιχων ειδικοτήτων σε κρίσεις μελών του πανεπιστημιακού προσωπικού.


Αρα, οι «εθνικοί πίνακες κριτών» που δημοσιεύονται στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και ερευνητές (ας γίνει τουλάχιστον μια αρχή με τη συμπερίληψη των ερευνητών των υψηλών βαθμίδων).


Ατυχέστατη, πάντως, είναι κατά τη γνώμη μου η επίσημη υιοθετούμενη ορολογία (ισχύει από τον Νόμο περί Ερευνας του Απριλίου 1985) ως προς την αντιστοιχία ερευνητών – πανεπιστημιακών, ιδιαίτερα ως προς τις τρεις από τις τέσσερις υφιστάμενες ερευνητικές βαθμίδες. Ενώ η πρώτη βαθμίδα ορθώς θεσμοθετείται (όπως και σε πολλές άλλες χώρες με ανεπτυγμένη έρευνα) ως εκείνη του καθηγητή – διευθυντή ερευνών (professor – research director), εν τούτοις οι επόμενες τρεις φέρουν ατυχέστατους τίτλους: «κύριος ερευνητής» κατ’ αντιστοιχία του αναπληρωτή καθηγητή πανεπιστημίου (δηλαδή, οι άλλοι ερευνητές είναι «δευτερεύοντες»;) ­ «εντεταλμένος ερευνητής» κατ’ αντιστοιχία του επίκουρου καθηγητή (πρώην υφηγητή) πανεπιστημίου (δηλαδή, οι άλλοι ερευνητές δεν είναι «εντεταλμένοι για έρευνα»;) ­ και «δόκιμος ερευνητής» κατ’ αντιστοιχία του λέκτορα (πρώην επιμελητή) πανεπιστημίου (μήπως οι άλλοι ερευνητές λογίζονται ως «αδόκιμοι»;).


Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τους επιστημονικούς συνεργάτες (πρώην βοηθούς ερευνών, επιστήμονες που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει διδακτορικό τίτλο), για τους οποίους υπάρχει σε χρήση ο τελείως ανόητος κατά την άποψή μου τίτλος «λειτουργικοί επιστήμονες» (κατ’ αντιστοιχία ίσως, όχι όμως επακριβή, των «documentalists» / «documentalistes» της ξενόγλωσσης ορολογίας). Αλλά, τότε, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στην έρευνα δεν θεωρούνται «λειτουργικοί»;


Αντίστοιχα, στην Κύπρο υπάρχει σε ισχύ ο ατυχής επίσης όρος «ανώτερος ερευνητής» – «ανώτερη ερευνήτρια» (δηλαδή, οι άλλων βαθμίδων ερευνητές είναι «κατώτεροι»;).


Πλήρης μισθολογική εξίσωση


Πρέπει οι ίδιοι οι ερευνητές ως κλάδος να συνειδητοποιήσουν ότι η υφιστάμενη ατυχής ορολογία κάθε άλλο παρά διευκολύνει την προσπάθεια για πλήρη αντιστοιχία με τους πανεπιστημιακούς συναδέλφους τους (ιδιαίτερα ως προς τις βαθμίδες δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ερευνητών). Γιατί να μην υιοθετηθούν και εδώ οι ανάλογοι όροι λ.χ. των αγγλοσαξονικών χωρών, όπως: αναπληρωτής καθηγητής ερευνών (research associate professor), επίκουρος καθηγητής ερευνών (research assistant professor) και λέκτορας (προτιμητέο εδώ το επιμελητής) ερευνών (research senior fellow). Αντίστοιχα, γιατί οι «λειτουργικοί επιστήμονες» να μην αποκαλούνται επιστημονικοί συνεργάτες (research junior fellows); Μια τέτοια αντιστοιχία είναι και θεμιτή και ακριβοδίκαιη, αφού εκτός του ότι οι ερευνητές έχουν σχεδόν πάντα ακολουθήσει τους ίδιους κύκλους σπουδών και κατάρτισης με τους πανεπιστημιακούς συναδέλφους τους (πτυχιακές, μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές και ­ στην εποχή μας ιδιαίτερα ­ μεταδιδακτορικές σπουδές), έχουν επίσης κατά μεγάλο ποσοστό και διδακτικό έργο είτε σε ελληνικά πανεπιστήμια (ως επί το πλείστον με τη διάταξη του Ν. 407/1980), είτε ως επισκέπτες καθηγητές (visiting professors) ή επισκέπτες ερευνητές (visiting fellows ή scholars), σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.


Η καθιέρωση μιας τέτοιας αντιστοιχίας στη συνείδηση των ιθυνόντων οργάνων της Πολιτείας (βλέπε: Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης) ίσως τελικά να συμβάλει στο να επιτευχθεί ευχερέστερα και το δίκαιο αίτημα των ερευνητών στη χώρα μας: η πλήρης μισθολογική τους εξίσωση προς τους πανεπιστημιακούς συναδέλφους τους. Τέλος, ίσως κάτι τέτοιο να συμβάλει και στην ακόμη πυκνότερη, αλλά και καλύτερης ποιότητας, συνεργασία των δύο καίριων αυτών κλάδων. Εξάλλου, μήπως δεν προέρχονται από την επαγγελματική έρευνα πολλοί από τους πανεπιστημιακούς μας;


Ο δρ Αλ. Γ. Κ. Σαββίδης είναι επίκουρος καθηγητής ερευνών Βυζαντινής Ιστορίας στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.