Ε
κ πρώτης όψεως, η αποκάλυψη των «ροζ σκανδάλων» και το σφυροκόπημα του προέδρου από τον Κένεθ Σταρ και τα μίντια μπορεί να χαρακτηρισθούν ως ενδείξεις στιβαρότητας της αμερικανικής δημοκρατίας: δείχνουν ένα σύστημα όπου κανείς, ούτε ακόμη και ο «πλανητάρχης», δεν μπορεί να ξεφύγει από την τσιμπίδα του νόμου και τους ηθικούς κανόνες που πρέπει να διέπουν αυτούς που έχουν τη φιλοδοξία να ηγούνται του αμερικανικού λαού.


Από την άλλη, όμως, αν κοιτάξει κανείς τα πράγματα πιο προσεκτικά, αντιλαμβάνεται πως το περίφημο «Μόνικαγκεϊτ» είναι λιγότερο ένδειξη δημοκρατικού και περισσότερο οχλοκρατικού πνεύματος και συμπεριφοράς.


Ο Κόρνχαουζερ, στο κλασικό βιβλίο του για τη μαζική κοινωνία, επεσήμανε πως για να λειτουργήσει ένα δημοκρατικό πολίτευμα σωστά χρειάζονται δύο ειδών μηχανισμοί προστασίας των ελευθεριών: από τη μια, χρειάζονται μηχανισμοί που προστατεύουν τους απλούς πολίτες από τον κρατικό αυταρχισμό, από τη χειραγώγηση των πολλών από τους λίγους που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας και επικοινωνίας ­ μηχανισμοί, όπως ο ουσιαστικός κομματικός ανταγωνισμός, ο χωρισμός των τριών εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής), η ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου κλπ.


Από την άλλη, είναι εξίσου βασικοί οι μηχανισμοί που προστατεύουν τις πολιτικές ηγεσίες από άμεσες, αδιαμεσολάβητες, μη αντιπροσωπευτικές πιέσεις εκ των κάτω· παράλογες, λαϊκιστικές, πιέσεις στις οποίες, όταν οι ηγεσίες δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν, τότε δεν μπορούν πια να παίξουν τον ηγετικό ρόλο τους. Τότε παύουν να είναι ηγέτες, και μετατρέπονται σε παθητικά υποκείμενα, σε ανδρείκελα μιας κακά πληροφορημένης κοινής γνώμης. Τότε, οι πολιτικές αποφάσεις δεν παίρνονται πια με βάση τη λογική και τα συλλογικά συμφέροντα, αλλά με βάση τις δημοσκοπήσεις και το τι θέλουν τα μίντια και οι μάζες που ελέγχουν «εδώ και τώρα».


Με άλλα λόγια, κατά τον Κόρνχαουζερ, μια υγιής δημοκρατία χρειάζεται και τους μηχανισμούς προστασίας του λαού από τις ελίτ, και την προστασία των ελίτ από λαϊκιστικές πιέσεις. Οταν οι πρώτοι μηχανισμοί δεν λειτουργούν, τότε έχουμε διαφόρων ειδών αυταρχισμούς εκ των άνω («κηδεμονευόμενη δημοκρατία», δικτατορία, φασισμό κ.ο.κ.). Οταν οι δεύτεροι μηχανισμοί απουσιάζουν, τότε πάμε από τη δημοκρατία στην οχλοκρατία. Σε ένα είδος διακυβέρνησης, όπου οι πολιτικές ηγεσίες δεν άγουν αλλά ηγούνται, δεν προσπαθούν να πληροφορήσουν τους πολίτες για το τι γίνεται στον κόσμο, αλλά, κατά παθητικό τρόπο, ακολουθούν τις κατασκευασμένες από τα ΜΜΕ φαντασιώσεις της μάζας ­ όσο παράλογες και αν είναι αυτές, όσο και αν υπονομεύουν το γενικό συμφέρον.


Νομίζω πως το «Μόνικαγκεϊτ» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οχλοκρατικής διακυβέρνησης. Δείχνει πως μετά την προεδρία του Τζακ Κένεντι, για λόγους που θα έπρεπε κανείς να ερευνήσει, οι μηχανισμοί προστασίας του ηγετικού ρόλου του προέδρου έπαψαν να λειτουργούν σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ενός ηγέτη να έχει προσωπική ζωή, να έχει ένα ιδιωτικό και οικογενειακό χώρο που είναι απαραβίαστος, που δεν θα υφίσταται την βάρβαρη εισβολή των μίντια, των εμπόρων της σκανδαλοθηρίας και των κάθε λογής μανιακών, φανατικών, ηθικολόγων.


Αυτή η κατάσταση δημιουργεί δημοκρατικό έλλειμμα προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον, καταστρέφει το είδος της αυτονομίας από τα κερδοσκοπικά μίντια και από τις ηδονοβλεπτικές τάσεις ενός μεταμοντέρνου, αδιαφοροποίητου, κοινού ­ αυτονομίας, που ένας αρχηγός κράτους χρειάζεται απολύτως για να λειτουργήσει ως ηγέτης και όχι ως παθητικό υποκείμενο της λεγόμενης κοινής γνώμης. Δεύτερον, ευνοεί ένα σύστημα επιλογής των πολιτικών ελίτ όπου ο ηθικός πουριτανισμός ή και ο μοραλιστικός φαρισαϊσμός, όχι μόνο γίνεται βασική προϋπόθεση για μια πολιτική καριέρα, αλλά και έχει περισσότερο βάρος από τις αρχηγικές ικανότητες που απαιτούνται για να μπορέσει ένας πρόεδρος να λύσει αποτελεσματικά τα παγκοσμίου εμβέλειας προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει επί καθημερινής βάσεως.


Με άλλα λόγια, το είδος της μαζικής υστερίας, της συλλογικής ηδονοβλεψίας και της ολοκληρωτικής («πανοπτικής» κατά τον Φουκώ) διείσδυσης και επιτήρησης του ιδιωτικού χώρου του προέδρου, που το φαινόμενο «Μόνικαγκεϊτ» αντανακλά, υποσκάπτει τους φιλελεύθερους θεσμούς και οδηγεί από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην αδιαμεσολάβητη οχλοκρατία, από την ουσιαστική αντιπροσώπευση συλλογικών συμφερόντων στη δημιουργία μιας συλλογικής υστερίας όπου ο ηθικός φονταμενταλισμός περιθωριοποιεί τη δυνατότητα ορθολογικού λόγου και πρακτικής στον δημόσιο βίο. Αν στον τόπο μας ήταν η εθνικιστική υστερία γύρω από το μακεδονικό ζήτημα που εμπόδισε τις πολιτικές ηγεσίες να δράσουν ορθολογικά, στην Αμερική σήμερα είναι ένα είδος πουριτανικής, ηθικολογικής υστερίας, που δημιουργεί παρόμοια εμπόδια στη διαδικασία λήψης ορθολογικών αποφάσεων.


Επίσης, αυτό που είναι εντυπωσιακό στην υπόθεση «Μόνικαγκεϊτ» είναι το εξής: το ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ερωτικές σχέσεις με μια θαυμάστριά του, και στη συνέχεια προσπάθησε να το αποκρύψει από το κοινό ­ αυτό δημιούργησε ρίγη ευθιξίας και ηθικού αποτροπιασμού από μια ελίτ που όταν δεν βάλλει εναντίον του Κλίντον για στενά κομματικούς λόγους, βασίζεται στον ηθικό δογματισμό, τον κούφιο καθωσπρεπισμό και τον πολιτισμικό κρετινισμό της φονταμενταλιστικής δεξιάς. Πράγματι, αυτοί που κατασκεύασαν το «Μόνικαγκεϊτ» σοκάρονται περισσότερο με τη σεξουαλική συμπεριφορά του προέδρου και την ανειλικρίνειά του σε αυτό το θέμα, και λιγότερο με το ότι (όπως έδειξαν πρόσφατα οι στατιστικές του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη) ένας μικρός αριθμός Κροίσων έχει μεγαλύτερο εισόδημα από το εθνικό προϊόν 48 φτωχών χωρών με πληθυσμούς που ξεπερνούν τα δύο δισεκατομμύρια· και πως, αν οι 225 πιο πλούσιοι άνθρωποι στον κόσμο έδιναν ένα μικρό ποσοστό (4%) του πλούτου τους, θα μπορούσαν να έχουν στέγη, τροφή και υγειονομική περίθαλψη ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι που αυτή τη στιγμή ζουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.


Αυτού του είδους τα ανατριχιαστικά στοιχεία βγήκαν μεν στα πρωτοσέλιδα των σοβαρών εφημερίδων, αλλά πολύ γρήγορα ξεχάσθηκαν ­ αφού σύσσωμος ο αμερικανικός λαός και οι διάφορες ηγεσίες του είναι πλήρως απορροφημένες από τη ροζ σάγκα του Μπιλ και της Μόνικας.


Από αυτή την άποψη, αν για μια στιγμή κοιτάξουμε το «Μόνικαγκεϊτ» και τις πρόσφατες στατιστικές για την παγκόσμια φτώχεια συγχρόνως ­ τότε σχηματίζουμε την εικόνα ενός κόσμου που έχει κυριολεκτικά χάσει τον ηθικό μπούσουλα. Ενός κόσμου που έχει χάσει κάθε συναίσθηση διαχωρισμού επιφάνειας και βάθους, τραγικού και τραγελαφικού, ηθικά σοβαρού και ηθικά ασήμαντου. Σχηματίζουμε την εικόνα ενός κόσμου που έχει γυρίσει την πλάτη του στα αληθινά ηθικά διλήμματα της ανθρωπότητας και που ασχολείται αυνανιστικά με το πούρο του Κλίντον, τον λεκέ στο φόρεμα της Μόνικας και τις ηθικολογίες του Κένεθ Σταρ. Σχηματίζουμε, τέλος, την εικόνα ενός κόσμου που έχει φθάσει σε επίπεδα συλλογικής αλλοτρίωσης και αυτισμού, που είναι όντως μοναδικά στην ιστορία της ανθρωπότητας.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.