Δύο μόλις αιώνες μετά την Αναγέννηση, ο πολλαπλασιαμός των γνώσεων έχει ήδη καταργήσει τον «αναγεννησιακό άνθρωπο»: οι επιστήμονες και οι λόγιοι δεν μπορούν πια να απλώνονται με την ευρυμάθειά τους σε όλες τις επιστήμες.


Είναι οι απαρχές της εξειδίκευσης των επιστημών. Η εποχή έχει άλλωστε αποκληθεί, με κάποια μεγαλοστομία, «επιστημονική επανάσταση»· και οδηγεί, σε διάστημα δύο ακόμη αιώνων, στην άλλη επανάσταση: τη βιομηχανική.


Η νέα, βιομηχανική οικονομία του 19ου αιώνα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην τεχνολογία και στην εφαρμοσμένη επιστήμη. Τώρα πλέον οι γνώσεις πολλαπλασιάζονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η σύγχρονη οικονομία ωθεί τις μεν επιστήμες στη συνεχή κατάτμηση, τους δε επιστήμονες σε ακόμη μεγαλύτερη εξειδίκευση και στον καταμερισμό των έργων. Τους οδηγεί επίσης, τελικά, και στον επαγγελματισμό· επειδή ακριβώς έχουν πλέον την ανάγκη αλλά και ένα ισχυρότατο κίνητρο να αποκτήσουν πιο συγκεκριμένες επαγγελματικές ταυτότητες.


Οι επαγγελματικές εξειδικεύσεις αντιστοιχούν αναγκαστικά σε εξίσου συγκεκριμένες επιστημονικές ταυτότητες. Αυτό προωθεί ακόμη περισσότερο την κατάτμηση των επιστημών. Ας πάρουμε το παράδειγμα της ορυκτολογίας. Μεταξύ 1780 και 1880 διαφοροποιείται οριστικά από τη φυσική, τη χημεία και τη γεωλογία. Αυτό συμβαίνει όχι για έναν, αλλά για περισσότερους λόγους: επειδή έχουν τόσο πολύ αυξηθεί οι γνώσεις γύρω από τα επιστημονικά αυτά αντικείμενα· επειδή η νέα, εξειδικευμένη ορυκτολογία πρέπει να υπηρετήσει την εντατική εκμετάλλευση των μεταλλείων και των ορυχείων, που παίρνει απίστευτες διαστάσεις στον αιώνα αυτόν· αλλά και επειδή οι ορυκτολόγοι έχουν πλέον ανάγκη, συμφέρον και κίνητρο να αυτονομηθούν επαγγελματικά, διαχωρίζοντας εαυτούς από τα συνάφια των φυσικών, των χημικών, των γεωλόγων. Και για τον πρακτικό αυτόν λόγο λοιπόν το κάθε επιστημονικό αντικείμενο οριοθετείται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια· ασφαλώς οριοθετημένο, διαχωρίζεται από τα άλλα· και καθίσταται έτσι αποκλειστικότητα του οικείου επιστημονικού και επαγγελματικού κλάδου.


Στο μεταξύ οι μεγάλες πολιτικές επαναστάσεις, η αμερικανική και η γαλλική, έχουν ανακηρύξει απαραβίαστο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το απαραβίαστο επεκτείνεται σύντομα και στην πνευματική ιδιοκτησία, οδηγώντας στα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εφευρέσεις, τις ευρεσιτεχνίες, τις συγγραφές ­ και στις ανάλογες εισπράξεις. Η επιστημονική γνώση καθίσταται ένα «οιονεί κεφάλαιο» που έχει οικονομικό αντίκρισμα: γεννά εισοδήματα.


Οπως όλες οι ιδιοκτησίες, έτσι και η πνευματική δεν είναι μόνο απαραβίαστη, είναι και «ιερή». Ιερή ως ένα από τα ατομικά δικαιώματα· αλλά και πνευματική, με την ευγενέστερη έννοια του όρου, αυτήν που διαχωρίζει το υψηλό πνεύμα από τη χυδαία ύλη. Τι εξιδανικευτικός συνδυασμός! Η υλικότατη πνευματική ιδιοκτησία, αυτό το πρακτικότατο αποτέλεσμα της επιστημονικής γνώσης, ωραία νομιμοποιημένη από την ιδεολογία και το σύστημα ηθικών αξιών της εποχής, αποδίδει οφέλη όχι μόνο οικονομικά και επαγγελματικά, αλλά και κοινωνικά: τοποθετεί τους επιστήμονες σε μια συγκεκριμένη και υψηλή βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας.


Η υψηλή κοινωνική θέση έχει, με τη σειρά της, και ένα πολιτικό αντίκρισμα· προσφέρει δυνατότητες πολιτικής επιρροής και συμμετοχής στην εξουσία, άμεσης ή έμμεσης.


Πρόσβαση στην ιδιοκτησία και στην εξουσία: αυτή ήταν λοιπόν η προσφορά εκείνης της εποχής προς τους επιστήμονες, προσφορά που είχε προετοιμάσει επί αιώνες η εξέλιξη της οικονομίας. Και αυτήν ακριβώς την ιστορική εξέλιξη ήρθε να επικυρώσει το κράτος του 19ου αιώνα· περιβάλλοντας την επιστημονική παραγωγή με τη νομιμότητα της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως είπαμε· αλλά και εντάσσοντας τα πανεπιστήμια στους κρατικούς θεσμούς· και τους επιστήμονες, επομένως, σε μια προστατευμένη ιεραρχία, επαγγελματική και κοινωνική.


Ετσι, μέσα από πολλαπλές ιστορικές διαδρομές, η αντίληψή μας για το σύγχρονο πανεπιστήμιο σαν να διευρύνεται κάπως. Αντιλαμβανόμαστε ότι πέρα από τον επίσημο σκοπό του, πασίγνωστο, ιερό και ομολογημένο, πέρα από τη θεραπεία των επιστημών και της αλήθειας, το πανεπιστήμιο έχει και σκοπούς ανομολόγητους: να συντηρεί τη θέση του στην ιεραρχία των κρατικών θεσμών· να διατηρεί κατοχυρωμένες θεσμικά τις θέσεις των μελών του, τις «έδρες» τους (ο όρος δεν είναι τυχαίος)· και να τους εξασφαλίζει την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ισχύ που συνεπάγεται το λειτούργημα, ή μάλλον το επάγγελμά τους.


Από τις ιστορικές αυτές διαδρομές, αν μεταφερθούμε στις μέρες μας και λοξοδρομήσουμε λιγάκι, οδηγούμαστε σε σκέψεις ειρωνικές. Σήμερα, σε έναν πολιτισμό που έχει αναγάγει σε υπέρτατες αξίες την ιδιοκτησία και την εξουσία, η επιστήμη μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε ένα μέσο προς απόκτηση των υπέρτατων αυτών αγαθών. Οποιαδήποτε επιστημονική γνώση δεν οδηγεί στην απόκτησή τους καθίσταται δευτερεύουσα. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε η εφαρμοσμένη έρευνα επιδοτείται όλο και περισσότερο, εις βάρος της βασικής. Η ζοφερότερη και ακραία εξαίρεση αυτού του κανόνα τον επιβεβαιώνει: ο μόνος τομέας όπου ανθεί ακόμη η βασική και θεωρητική έρευνα είναι εκείνος που συνδέεται αμεσότερα με την εξουσία και με το χρήμα ­ ο τομέας παραγωγής όπλων υψηλής τεχνολογίας.


Σήμερα το χρήμα και η εξουσία κυριαρχούν πλέον στα πανεπιστημιακά εργαστήρια, όπως κυριαρχούν και στα γραφεία των επιχειρήσεων. Η εφεύρεση, η ανακάλυψη, η έρευνα, η επιστήμη έχουν γίνει απλές θεραπαινίδες του χρήματος και της εξουσίας. Ο φωτοστέφανος της γνώσης και της αλήθειας που περιβάλλει εξ ορισμού τις σοφές κεφαλές των επιστημόνων είναι μία ακόμη από τις ψευδαισθήσεις του πολιτισμού μας.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.