Τον κατηγορούν ότι θέλει να πάρει στη γαλλική διανόηση τη θέση του Ζαν-Πολ Σαρτρ, να καλύψει το κενό που άφησε στον χώρο της «διανόησης των μέσων ενημέρωσης», όπως την αποκαλούν, η απώλεια του Λιοτάρ, του Ντελέζ, του Καστοριάδη ή του Φυρέ. Ο Πιερ Μπουρντιέ είναι ασφαλώς ο διασημότερος κοινωνιολόγος στη Γαλλία. Και έξω από αυτήν. Είναι ο πιο διάσημος γάλλος κοινωνιολόγος σε όλο τον κόσμο, και τα βιβλία του σημειώνουν εντυπωσιακές πωλήσεις, κυρίως στη Γερμανία, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.


Είναι επίσης ο πλέον αμφισβητούμενος. Τα τελευταία χρόνια, κάθε του κίνηση, καθετί που δημοσιεύει, καθετί που λέει, προκαλούν διαμάχες και αντιπαραθέσεις στη γαλλική διανόηση. Μια τέτοια έντονη διαμάχη γύρω από το πρόσωπο και τον ρόλο του, ως επιστήμονα και ως διανοούμενου, με πολιτική δραστηριότητα και ευρεία απήχηση και επιρροή, έχει ξεσπάσει, άλλη μια φορά, τις τελευταίες ημέρες στην πατρίδα του. Αφορμή στάθηκαν δύο βιβλία.


Το πρώτο έχει γραφτεί από τον ίδιο και έχει τον τιτλο «Η αρσενική κυριαρχία» (La domination masculine, εκδόσεις Seuil). Παρ’ ότι οι κριτικές αναφέρουν ότι δεν είναι ούτε το καλύτερο ούτε το πιο καλογραμμένο από όσα έχει παρουσιάσει ως σήμερα, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Το τηλεοπτικό περιοδικό «Telerama» τού αφιέρωσε υπό μορφήν συνεντεύξεων χώρο σε πέντε τεύχη, και όλοι άρχισαν να μιλούν γι’ αυτό. Προτού καλά καλά κυκλοφορήσει είχε ήδη προκαλέσει θύελλα επθέσεων, κυρίως από αριστερούς διανοουμένους.


Το δεύτερο έχει γραφτεί από μια πρώην φοιτήτρια και συνεργάτιδά του, τη Ζανίν Βερντές-Λερού. Εχει τον αφηρημένο τίτλο ­ αναφορά σε ένα έργο του Μαξ Βέμπερ της δεκαετίας του ’20 ­ «Ο σοφός και η πολιτική» (Le savant et la politique, εκδόσεις Grasset) και τον πολύ συγκεκριμένο, και ιδιαίτερα εύγλωττο υπότιτλο, «Δοκίμιο για την κοινωνιολογική τρομοκρατία του Πιερ Μπουρντιέ».


Η κοινωνιολόγος, που ειδικεύεται στις σχέσεις των διανοουμένων με τον κομμουνισμό, έχει γράψει σε λίγες σελίδες μια λεπτομερέστατη και φαρμακερή ανάλυση της προσωπικότητας του Μπουρντιέ, της ομάδας των συνεργατών και των έργων του. Τον κατηγορεί για υπέρμετρη φιλοδοξία, για υπερβολική εκμετάλλευση των μέσων ενημέρωσης, για επιστημονική ασυνέπεια, για δικτατορική συμπεριφορά. Ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιεί τη φήμη του και τα δήθεν επιστημονικά έργα του για να περάσει ένα ιδεολογικό μήνυμα, και ότι προσπαθεί να γίνει ο προφήτης ενός επικίνδυνου αριστερίστικου δόγματος. Αποκαλεί τη σκέψη του «Κοινωνιολογία του στομαχιού», που συνίσταται σε δύσπεπτα βιβλία και νοθευμένες έννοιες. Κυρίως, εκφράζει την ανησυχία της για ένα ζήτημα που θεωρεί ιδιαιτέρως επικίνδυνο: το νέο πρόσωπο του διανοούμενου που προβάλλει ο Μπουρντιέ.


Ακριβώς, αυτό το τελευταίο είναι που προκαλεί τις εντονότερες αντιδράσεις απέναντι σε αυτό που αποκαλείται «η περίπτωση Μπουρντιέ». Η δεδηλωμένη τοποθέτηση του Πιερ Μπουρντιέ στα αριστερά της Αριστεράς, η πολιτική του δραστηριότητα και η ακραία συμπεριφορά του, αλλά και η διαρκής προβολή του προσώπου και του έργου του από τα μέσα ενημέρωσης έχουν ενοχλήσει πολλούς. «Χωρίς αμφιβολία, δεν υπάρχει σήμερα κανένα άλλο παράδειγμα σύγχρονου διανοητή με τέτοιο μηχανισμό διάδοσης και προώθησης της σκέψης του» γράφει ο Πατρίκ Κεσισιάν στη «Le Monde». Κατ’ αρχήν, είναι καθηγητής στα εγκυρότερα ιδρύματα της πατρίδας του, στο Κολέγιο της Γαλλίας και τη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες, όπου είναι διευθυντής μελετών. Είναι επίσης εκδότης, με τη συλλογή «Liber» και τη σειρά Liber-Raisons d’ Aagir που εκδίδει σε συνεργασία με τις εκδόσεις Seuil, και από τις οποίες έχουν προέλθει πολλά μπεστ-σέλερ, καθώς και με την επιθεώρηση Actes de la recherche en sciences sociales.


Από τη στιγμή που ο διακεκριμένος επιστήμων αποφάσισε να εξέλθει από την ακαδημαϊκή σφαίρα και να μετατραπεί σε δημόσιο πρόσωπο αναλαμβάνοντας πολιτική δραστηριότητα, και παίρνοντας θέση σε κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, έστρεψε επάνω του τα πυρά των συναδέλφων του και των διανοουμένων της Γαλλίας, κυρίως εκείνων που ανήκουν στον χώρο της Αριστεράς. Η κρίσιμη στιγμή, εκείνη που πυροδότησε τον πόλεμο, υπήρξε ο χειμώνας του 1995, όταν ο Μπουρντιέ πήρε ανοιχτά και ενεργά θέση υπέρ των απεργών. Από τότε εξακολούθησε να παρεμβαίνει, υπέρ των ανέργων, υπέρ των λαθρομεταναστών, εναντίον της φιλελεύθερης κοινωνίας που δημιουργεί απόκληρους, εναντίον της «νεοφιλελεύθερης τρόικας» του Μπλερ, του Ζοσπέν και του Σρέντερ. Ο πόλεμος εναντίον του μαίνεται, παρ’ ότι ο ίδιος ­ ηγεμονικά, όπως λένε οι επικριτές του ­ έχει απαγορεύσει κάθε συζήτηση εκτός των πλαισίων που ο ίδιος θεωρεί λογικά.


Η διχοτόμηση είναι πολύ βαθιά και αρκετά παλιά. Στην τελευταία επίθεση, η Ζανίν Βερντές-Λερού δεν ήταν η πρώτη που έστρεψε τα πυρά της εναντίον του Μπουρντιέ. Τον περασμένο Ιούλιο, και λίγες μόνο ημέρες πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου της, ο Ολιβιέ Μονζέν και ο Ζοέλ Ρονάν κατακεραύνωναν τον κοινωνιολόγο μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Esprit» (που αντιπροσωπεύει τη φιλελεύθερη και με χριστιανικές επιρροές Αριστερά). Τον κατηγορούσαν ότι θέλει συνεχώς να δίνει μαθήματα, αλλά συγχέει όλο και περισσότερο την κοινωνιολογία με την πολιτική στράτευση. Τόνιζαν, δε, ότι τουλάχιστον οι ίδιοι δεν έχουν ανάγκη κανενός μαθήματος από τον δογματικό καθηγητή.


Η αντιπαράθεση του περιοδικού με τον Μπουρντιέ έχει αρχίσει, όπως δήλωσε ο Ολιβιέ Μονζέν, στο «Nouvel Observateur», εδώ και είκοσι χρόνια. Στην αρχή, περιοριζόταν σε σχετική επιστημονική συζήτηση για τα έργα του. Στη συνέχεια όμως μετεβλήθη σε ανοιχτό πόλεμο μεταξύ των «ρεφορμιστών» και του Μπουρντιέ, όταν ο τελευταίος πήρε θέση εναντίον του σχεδίου Ζοσπέν στις απεργίες του ’95, και όταν οι φοιτητές του δημοσίευσαν τον «Δεκέμβρη των γάλλων διανοουμένων» με τον οποίον, υπογραμμίζει ο διευθυντής του «Esprit», ο καθηγητής του Κολεγίου της Γαλλίας θέλησε «να τα ψάλει στην Αριστερά, αραδιάζοντας σοφίσματα, αναθέματα και ψέματα».


Στη διαμάχη του «Esprit» με τον Μπουρντιέ έχουν πάρει θέση εναντίον του τελευταίου και οι φιλόσοφοι Αλέν Φινκελκρότ και Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. Από την πλευρά τους, ο Λυκ Φερί και ο Αλέν Ρενό στο έργο τους «Η διανόηση του ’68», που κυκλοφόρησε επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων από τον Μάη του ’68, αφιέρωσαν ένα κεφάλαιο στον Μπουρντιέ χαρακτηρίζοντας τη σκέψη του «ως εκλεπτυσμένη παραλλαγή του χυδαίου μαρξισμού». Δεδηλωμένοι μαρξιστές έχουν επανειλημμένως συγκρουσθεί μαζί του, κυρίως οι μαθητές του Αλτουσέρ, Ζακ Ρανσιέρ και Ετιέν Μπαλιμπάρ, που του επετέθησαν επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει τον παράξενο μαρξισμό που διεκήρυσσε ο δάσκαλός τους.


Οι επικριτές του Μπουρντιέ δεν περιορίζονται φυσικά στον χώρο της Αριστεράς. Εναντίον του έχουν καταφερθεί και εξακολουθούν να καταφέρονται και εκπρόσωποι της Δεξιάς και όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Φιλελεύθεροι, κληρονόμοι του Ρεμόν Αρόν, όπως ο Ζακ Μανάν ή ο Ζαν Μπεσλέρ, ή «ανεξάρτητοι», όπως ο Ρεμόν Μπουντόν, κοροϊδεύουν τις σκέψεις και τις ιδέες του, ενώ ο Μισέλ Κροζιέ τον κατηγορεί ότι είναι κοινότοπος. Το 1982, όταν ασχολήθηκε με τη γλώσσα στο βιβλίο «Εκείνο που θέλει να πει το ομιλείν», πολλοί ειδικοί του τομέα αυτού, φιλόσοφοι και γλωσσολόγοι, και κυρίως οι μαθητές του Βιτγκενστάιν, είχαν γελάσει. Ο Εντγκάρ Μορέν, που αποκαλείται «πάπας του Τύπου», έχει καθιερώσει το επίθετο «μπουρντιεθεϊκός», το οποίο επαναλαμβάνει ειρωνικά ο Ζαν Μποντριγιάρ. Ο Μισέλ Μαφεζολί έχει προσθέσει το περιφρονητικότερο «μπουρντιεοειδής», ενώ πολλοί μιλούν για «μπουρντιεολογίες»,


Υπάρχει όμως και ο αντίλογος. Το καινούργιο που φέρνει η προσωπικότητα του Πιερ Μπουρντιέ είναι ότι έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της πανεπιστημιακής κοινότητας και της διανόησης ­ ακόμη και εκείνης που προβάλλεται διαρκώς από τα μέσα ενημέρωσης ­ και έχει φθάσει στο ευρύ κοινό, συσπειρώνοντας γύρω του ένα ανομοιόμορφο σύνολο οπαδών. Οι οπαδοί αυτοί διακρίνονται σε στρατευμένους οπαδούς διαφόρων οργανώσεων, σε ακροαριστερές ομάδες και σε ανέργους (τους οποίους υπερασπίζεται) και σε απλούς ανθρώπους, που είναι απογοητευμένοι από τα παραδοσιακά κόμματα. Ο Μπουρντιέ έχει γίνει ο εκφραστής ­ και αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται ­ όλων εκείνων που δεν έχουν φωνή και που ­ για διαφορετικές αιτίες ­ απορρίπτουν τις κυρίαρχες τάσεις και τα κόμματα, και περιμένουν μια άλλη πρόταση.


Παρά τα όσα ισχυρίζεται η Ζανίν Βερντές-Λερού στο βιβλίο της, ελάχιστοι είναι εκείνοι που αμφισβητούν το επιστημονικό έργο του Μπουρντιέ. «Μπορεί να δηλώνει κανείς υπέρ ή κατά του Μπουρντιέ, δεν μπορεί όμως να διαγράφει ολόκληρο το έργο του» γράφει ο Λοράν Λεμίρ στο «Nouvel Observateur». Και συνεχίζει τονίζοντας πως, αν ο Μπουρντιέ ήταν άχρηστος ως επιστήμων δεν θα ήταν ο πρώτος κοινωνιολόγος στην ιστορία που τιμήθηκε, το 1993, με το Χρυσό Μετάλλιο του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ανώτατη διάκριση στον τομέα της έρευνας στη Γαλλία. Ο Φιλίπ Τεσόν, από την πλευρά του, τονίζει στη «Figaro»: «Πρέπει να του αναγνωρίσουμε μια καθ’ όλα συνεπή σκέψη, την οποία μαρτυρεί το έξοχο επιστημονικό έργο του… Οι επιστημονικές του γνώσεις δεν αμφισβητούνται, και ακόμη λιγότερο οι επιστημονικές μέθοδοί του».


Ισως η ουσία του φαινομένου Μπουρντιέ να βρίσκεται στα όσα γράφουν γι’ αυτόν δύο συνάδελφοί του στη «Le Monde». Ο Μπερνάρ Λαΐρ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Λυμιέρ-Λυών 2 και μέλος του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Γαλλίας, αναγνωρίζει τόσο το επιστημονικό κύρος του Μπουρντιέ όσο και το επιστημονικό χρέος του ιδίου προς αυτόν. Του αποδίδει όμως μια «αλαζονεία», η οποία έχει ως «σύμπτωμα» μια «ανεπαρκή συλλογική λειτουργία», και τον κατηγορεί ότι ηθελημένα και επιδέξια συντηρεί μια σύγχυση ανάμεσα στη λογική της επιστήμης και στη λογική της πολιτικής.


Ο δε Πατρίς Πινέλ, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας, ο οποίος δεν ανήκει στον «πρώτο κύκλο» των μαθητών του Μπουρντιέ, κρίνει ότι είναι προτιμότερο να κρατηθεί μακριά από του καβγάδες γύρω από την «περίπτωση Μπουρντιέ», η οποία κατά τη γνώμη του έχει μετατραπεί σε «αντικείμενο των μέσων ενημέρωσης που οξύνει ιδιαίτερα τα πάθη». Ο ίδιος διαπιστώνει συνεχώς στην καθημερινή πρακτική την επιστημονική εγκυρότητα του έργου του κοινωνιολόγου και την ακρίβεια των «οργάνων που μας έχει δώσει για να απεμπλέξουμε την πολυπλοκότητα του κοινωνικού κόσμου». Ίσως αυτό, επισημαίνει, είναι και το σημαντικότερο.