Η (ας την πούμε) Ρωξάνη, στα 12 χρόνια της ερωτεύθηκε για πρώτη φορά. Εναν συμμαθητή της με μεγάλα αφτιά. Για δέκα μέρες περνούσαν μαζί τα απογεύματα. Την 11η μέρα η Ρωξάνη ανακοίνωσε: «Με τον (ας τον πούμε) Μάνο χωρίσαμε, τον χώρισα». «Εγώ νόμιζα πως κάνατε καλή παρέα» απόρησε η μητέρα της. «Μαμά, ήταν καταπιεστικός και η καταπίεση είναι κάτι που εγώ δεν το αντέχω». «Τι εννοείς καταπιεστικός;». «Καταπιεστικός!». «Και δεν του το είπες; Δεν το συζητήσατε;». «Με καταπίεζε, σου λέω! Με καταπίεζε αφόρητα!».
Ετσι, ο καημένος ο Μάνος έφαγε χυλόπιτα και είδε το σκληρό πρόσωπο του έρωτα με το καλημέρα σας. Εγώ πάλι, με αφορμή αυτή την παιδική ιστορία, έμεινα να σκέφτομαι πόσο εύκολα χρησιμοποιούμε πλέον τη λέξη καταπίεση: Οι γονείς τρέμουν να μην καταπιέσουν τα παιδιά τους, τα παιδιά αισθάνονται καταπιεσμένα με το που τα κοιτάζεις λίγο πιο αυστηρά. Το να μην καταπιέζεσαι θεωρείται πιο σημαντικό από το να μην καταπιέζεις (και να μην κακοποιείς) τον άλλον. Στον άγουρο, υπό δημιουργία κόσμο της Ρωξάνης, ένα «με καταπίεζε, σου λέω!» μοιάζει αρκετό για να δικαιολογεί το τέλος μιας σχέσης που δεν έχει καν αρχίσει. Δεν πρέπει, εννοείται, να καταπιέζονται τα παιδιά. Πρέπει όμως να μάθουν πως στη ζωή χρειάζεται και να κάνεις υπομονή, να υποχωρείς κάποια στιγμή, να δίνεις χώρο στους άλλους, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα περιοριστεί ο δικός σου χώρος. Πρέπει επίσης να μάθουν ότι οι διαπροσωπικές σχέσεις χρειάζονται δουλειά. Είναι διαδικασία που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι και οι δύο πλευρές όχι θα ανεχθούν (σε καμία περίπτωση), αλλά θα σεβαστούν και πράγματα που δεν τους αρέσουν.
Ακούγοντας τη Ρωξάνη που δεν άντεξε την καταπίεση (δεν είμαι σίγουρος πως γνωρίζει την ακριβή σημασία της λέξης) του πρώτου έρωτά της, μου ήρθε η διάθεση να της πω μια ιστορία. Ηταν παλιά μια γυναίκα που ήθελε να μορφωθεί αλλά ο μπαμπάς της δεν την άφησε, επειδή ήταν γυναίκα. Και που μπορεί να ήταν γυναίκα, αλλά επειδή ο μπαμπάς της δεν είχε αγόρια για να τον βοηθούν, την υποχρέωνε να δουλεύει σκληρά στα χωράφια του. Αυτή η γυναίκα αγάπησε κάποιον και την αγάπησε και εκείνος, όμως δεν τους άφησαν να παντρευτούν γιατί τον θεώρησαν παρακατιανό για μια οικογένεια σαν τη δική της. Τελικά, όταν κινδύνευε να μείνει γεροντοκόρη τής έδωσαν κάποιον άλλον, που δεν τον επέλεξε η ίδια, αλλά που ευτυχώς γι’ αυτήν ήταν καλός άνθρωπος. Αυτό το «ευτυχώς» ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη στη γιαγιά μου σε μια ζωή με πολλή, πραγματική, ατόφια καταπίεση. Ευτυχώς τα χρόνια άλλαξαν. Οσο και αν μαζί τους έχει αλλάξει και η βαρύτητα που έχουν ορισμένες λέξεις, εύχομαι για τη Ρωξάνη η καταπίεση να μείνει στη light εκδοχή του Μάνου των 12 χρόνων. Που ομολογώ πως τον λυπήθηκα, έτσι όπως με συνοπτικές διαδικασίες πήρε πασαπόρτι.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ