Ας μου επιτραπεί η μεταφορά αυτού του όρου («δικαστική απαγόρευση») από άλλο χώρο του δικαίου, όπου ρυθμίζεται ο αποκλεισμός από την κοινωνική δράση του ανίκανου να επιμεληθεί του εαυτού του λόγω σοβαρής αναπηρίας. Ο όρος αυτός, παρά τη νομική του ανακρίβεια για την περίπτωσή μας, διαγράφει την αντίληψη που υποβόσκει στην πρόσφατη δικαστική απόφαση της υπόθεσης του Λεξικού Μπαμπινιώτη: την αντίληψη, ότι η επιστημονική γνώση τελεί όχι μόνο υπό επιστημονικό έλεγχο, αλλά και υπό δικαστικό έλεγχο. Αν δεν είναι «υγιής» (με δικαστικά ­ όχι επιστημονικά ­ κριτήρια), τίθεται «υπό απαγόρευσιν».


Δεν γνωρίζω τι ειναι αυτό που βαραίνει τις σχέσεις Κράτους και Γλώσσας στη χώρα μας (κάποια πανάρχαια αντιζηλία στο ελληνικό Πάνθεον; Αντιζηλία μεταξύ Θέμιδος και Καλλιόπης, ή κάποιας άλλης θεότητας της γλώσσας;) Από τους διωγμούς και τις απαγορεύσεις της δημοτικής, από τα «Ευαγγελικά», τα «Ορεστειακά» και τη «δίκη των τόνων», φθάσαμε και στη δίκη των λέξεων. Και αυτό συμβαίνει μόλις ενάμιση χρόνο προτού κλείσει ο 20ός αιώνας.


Η ελευθερία της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας αποτελεί την τετραδιάστατη βάση της κοινωνικής ανάπτυξης και του πολιτισμού μας. Το Σύνταγμά μας εγγυάται την τετραπλή αυτή ελευθερία στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 16 και την θέτει στην κορυφή των εγγυήσεων της παιδείας με την ευρύτατη έννοια της παιδείας, που αποτελεί την βάση του πολιτισμού.


Η ελευθερία αυτή περιορίζεται μόνο όταν απειλεί υπέρτερα αγαθά, όπως είναι η αξία και η ζωή του ανθρώπου. Δεν επιτρέπεται, π.χ., η επιστημονική έρευνα με πειράματα σε ανθρώπους, γιατί θίγει το υπέρτατο αγαθό της αξίας του ανθρώπου. Δεν επιτρέπεται η επιστημονική έρευνα που διεξάγεται με τρόπους που θέτουν άμεσα σε απειλή τη ζωή των άλλων.


Αλλά ας έλθουμε στη δικαστική απόφαση, που προκαλεί κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο:


Το ότι το λεξικό Μπαμπινιώτη, όπως κάθε λεξικό, αποτελεί προϊόν επιστήμης δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ούτε η δικαστική απόφαση τότλμησε να το αμφισβητήσει. Εδώ, όμως, ακριβώς είναι που ο δικαστής, ο οποίος την υπογράφει, χάνει και τον ειρμό της δικαστικής κρίσης και την έννοια της δικαιοδοσίας του: εγκαταλείπει τον χώρο της δικαστικής κρίσης, για τον οποίο και μόνον είναι ταγμένος από το Σύνταγμα, και εισέρχεται στον χώρο της επιστημονικής κρίσης, στον χώρο της γλωσσολογίας και της λεξικογραφίας, αποφαινόμενος ως προς το ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός ενός λεξικού(!), και ως προς τις προϋποθέσεις λεξικογράφησης μιας λέξης (!). Ως προς το πρώτο, αποφαίνεται η δικαστική σκέψη, ότι «ένα καλό λεξικό δεν μεταγράφει μόνο τη γλωσσική πραγματικότητα, αλλά έχει ως αποστολή και να διδάσκει» (sic). Πρέπει, δηλαδή, να έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα ηθικής κατεύθυνσης, ή πρέπει να είναι αλάνθαστο; Ο,τι και αν εννοεί από τα δύο ο δικαστής, μαρτυρεί τουλάχιστον άγνοια της έννοιας της ελευθερίας της επιστήμης και της επιστημονικής διδασκαλίας. Ως προς τις προϋποθέσεις καταχώρισης μιας λέξης σε ένα περιοδικό, απαιτεί η ίδια απόφαση ορισμένη έκταση χρήσης της γλώσσας ­ την οποία, φυσικά, δεν προσδιορίζει, ούτε μπορεί να προσδιορίσει ­, υπεισερχόμενος πια κατάφωρα στο έργο του λεξικογράφου επιστήμονα.


Η υπέρβαση δικαιοδοσίας, με υπεισέλευση του δικαστή σε κρίσεις που ανήκουν σε άλλους χώρους γνώσης δεν αποτελεί απλώς σφάλμα δικαστικής κρίσης, αλλά παράνομη δικαστική κρίση, δηλαδή: κακοδικία.


Αυτά ο δικαστής τα αντιγράφει, δυστυχώς, από το άρθρο του συνάδελφου και φίλου Μιχάλη Σταθόπουλου, που δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» της 15.6.98, με τίτλο «Ενα λεξικό ανάμεσα σε δικαιοσύνη και επιστήμη». (Βλέπει κανείς πόσο επικίνδυνοι γινόμαστε οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, όταν γράφουμε σε εφημερίδες…) Η παραπομπή αυτή του δικαστή, που αντί να αναζητήσει επιστημονικό άρθρο προτίμησε δημοσίευμα εφημερίδας, με υποχρεώνει να σημειώσω δύο λόγια για το άρθρο αυτό:


Ως προς το συνταγματολογικό μέρος του άρθρου: Ο κ. Σταθόπουλος, προβάλλοντας την βάση ότι όλες οι συνταγματικές ελευθερίες υπόκεινται σε περιορισμούς, δημιουργεί την εντύπωση ότι μπορεί να απαγορευθεί και η συγκεκριμένη περίπτωση καταγραφής της υβριστικής έννοιας της λέξης «βούλγαρος» ­ την οποία θεωρεί υπαγόμενη στην ελευθερία της γνώμης, ενώ ανήκει στην κατηγορία της ελευθερίας της επιστήμης, με πολύ ευρύτερα συνταγματικά όρια. Αυτή την εντύπωση, ασφαλώς, ούτε εννοούσε ούτε ήθελε ο γνωστός για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις πανεπιστημιακός δάσκαλος. Γίνεται, όμως, ιδιαίτερα επικίνδυνος ο τρόπος αυτός γενικευμένης παρουσίασης των περιορισμών των συνταγματικών ελευθεριών, όταν μάλιστα γίνεται σε δημοσίευμα προς το ευρύτερο κοινό, χωρίς να αποσαφηνίζονται ξεκάθαρα τα ευρύτατα όρια της επιστημονικής ελευθερίας που έχει δεχθεί η συνταγματική επιστήμη και η νομική πράξη σε όλες τις δημοκρατικές χώρες. Η γενίκευση αυτή αποτελεί ακριβώς τον ολισθηρό δρόμο που ακολούθησε στην ιστορία κάθε συγκεκαλυμμένος ή απροκάλυπτος αυταρχισμός: όλες οι ελευθερίες υπόκεινται σε περιορισμούς για το δημόσιο συμφέρον και για την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων, άρα είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα και οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί…


Ως προς το γλωσσολογικό ζήτημα. Το δεύτερο ολισθηρό σημείο του άρθρου είναι ότι ένας νομικός υπεισέρχεται σε γλωσσολογικό ή λεξικογραφικό ζήτημα. Παρά το γεγονός ότι ο κ. Σταθόπουλος το διαχωρίζει από τους νομικούς του συλλογισμούς, δεν έγινε, δυστυχώς, αντιληπτό, και η ολισθηρότητα παρήγαγε τον καρπό της: την μιμήθηκε ο δικαστής. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η έννοια της επιστήμης στην εγγύηση της επιστημονικής ελευθερίας είναι πολύ ευρύτερη από την έννοια της επιστήμης στη φιλοσοφία, την επιστημολογία ή σε μια συγκεκριμένη θεωρία. Ολοι οι ειδικοί συμφωνούν, όπως και η νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων των δημοκρατικών χωρών, ότι τα Συντάγματα προστατεύουν το επιστημονικό έργο με μία και μοναδική προϋπόθεση: να είναι προϊόν μεθοδικής και ελεύθερης αναζήτησης της αλήθειας. Τίποτε άλλο. Αυτό ακριβώς συνιστά και την έννοια της επιστήμης στην εγγύηση της επιστημονικής ελευθερίας. Τονίζεται, επίσης, ομόφωνα, ότι η έννοια της επιστήμης είναι ουδέτερη, ανοικτή στην πλάνη και αυτόνομη στην ουσία. Δεν είναι από το κράτος κατευθυνόμενη, ούτε από τον δικαστή επιδεκτική αξιολόγησης.


Το ουσιωδέστερο για την κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι η εγγύηση της επιστήμης ως διαλεκτικής «λάθους» και «αλήθειας». Υπογραμμίζω τα εισαγωγικά στις έννοιες «λάθος» και «αλήθεια», γιατί το Σύνταγμα δεν γνωρίζει επιστημονικό λάθος χωρίς εισαγωγικά, ούτε επιστημονική αλήθεια χωρίς εισαγωγικά. Αυτό επιτάσσει ο δικαιικός μας πολιτισμός, ο πολιτισμός της δημοκρατικής κοινωνίας. Το επιστημονικό «λάθος» (με εισαγωγικά) προστατεύεται. Η επιστημονική αλήθεια (χωρίς εισαγωγικά) προστατεύεται μόνο ως επιστημονική «αλήθεια» (με εισαγωγικά), δηλαδή μόνο ως αληθεια που γίνεται αποδεκτή εξ υπαρχής και εξ ορισμού, με την έννοια ότι ενέχει λάθος ή υπόκειται σε αμφισβήτηση. Η επιστημονική αλήθεια δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως αξίωμα. (Τα απόλυτα αξιώματα, οι αλάνθαστες πίστεις και πεποιθήσεις, ως στοιχεία της προσωπικότητας του ανθρώπου, προστατεύονται από άλλες εγγυήσεις του Συντάγματος.)


Η συνταγματική προστασία του «λάθους» είναι αυτή που διασφαλίζει τον επιστημονικό διάλογο, τον επιστημονικό αντίλογο, την επιστημονική αμφισβήτηση, τη διαιώνιση της αναζήτησης, που αποτελεί το ουσιωδέστερο στοιχείο της ανθρώπινης αξίας.


Ο δικαστής, ενώ αναφέρει όλες τις διατάξεις του Συντάγματος, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στήριγμα της προστασίας της τιμής του προσώπου, λησμονεί την βασικότερη ελευθερία, που τόσες φορές του επισημάνθηκε κατά τη διαδικασία: την ελευθερία της επιστήμης και της έρευνας, που διακηρύσσει και εγγυάται ρητά το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος. Δεν είναι η θέση εδώ για νομική αντίκρουση της απόφασης. Πρέπει, πάντως, να λεχθεί ότι η εν λόγω παράλειψη του δικαστή, να περιλάβει στον συλλογισμό του τη θεμελιώδη αυτή εγγύηση της συνταγματικής ελευθερίας της επιστήμης, οδήγησε στην παράνομη δικαστική κρίση. Η παράλειψη αυτή είναι: η άγνοια Συντάγματος ή περιφρόνηση Συντάγματος. Αρα, δεν αποτελεί απλώς σφάλμα κρίσης. Αποτελεί παράνομη παράλειψη, αποτελεί κακοδικία.


Εκανε που έκανε όλες αυτές τις υπερβάσεις ο δικαστής. Δεν θέλησε τουλάχιστον να μείνει στο μέτρο εκείνο που αρμόζει στο δικαστικό λειτούργημα, περιοριζόμενος σε μια ήπια επιβολή ασφαλιστικών μέτρων. Ετσι, θα μπορούσε να μας επιτρέψει να κάνουμε, και εμείς και το ευρύτερο κοινό, την επιεικέστερη δυνατή σκέψη, ότι η απόφαση είναι, ενδεχομένως, προϊόν σφάλματος. Δεν τήρησε, όμως, ούτε αυτό το μέτρο. Απειλεί με την επιβολή του μέσου εξαναγκασμού του ανθρώπου, που θεωρείται σήμερα από το δημοκρατικό κόσμο ως στίγμα πολιτισμού και κατάλοιπο άλλων εποχών: του μέσου της προσωπικής κράτησης. Τι μπορεί να πει κανείς!


Δεν είναι πολύς καιρός που άλλος δικαστής, στην ίδια διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, παραβίασε το Σύνταγμα κατά τον χειρότερο τρόπο, υπερβαίνοντας κατάφωρα τη δικαιοδοσία του, υβρίζοντας όλους τους κατοίκους ενός νησιού, συκοφαντώντας πρόσωπα και διακρίνοντας κακές από καλές οικογένειες, κ.ά. πολλά. Συγχρόνως, έδινε και ένα από άλλες εποχές βάναυσο κτύπημα στην ελευθερία του Τύπου ­ την οποία έθετε υπό την προηγούμενη έγκριση μητροπολίτη! Γράψανε οι εφημερίδες, υποβλήθηκε και εμπεριστατωμένη αναφορά στη διοίκηση της δικαιοσύνης. Καμιά απάντηση ­ παρά το ότι το άρθρο 10 του Συντάγματος ισχύει και για τις δικαστικές αρχές ­, καμιά ενέργεια. Αν ο δικαστής εκείνος, αντί να προαχθεί σε εφέτη, ελεγχόταν κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, δεν θα είχαμε, ίσως, το τελευταιο φαινόμενο κακοδικίας. Επισήμανα τις παραβάσεις θεμελιωδών κανόνων δικαίου στη σημερινή περίπτωση, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα λειτουργήσουν τα αρμόδια όργανα της διοίκησης της δικαιοσύνης.


Αλλά και κάτι άλλο, για κατακλείδα: Εχουμε ήδη αρκετά παραδείγματα κατάφωρων παραβιάσεων του δικαίου, αυθαιρεσιών και αδικαιολόγητης απειλής και δέσμευσης ζωτικής σημασίας δικαιωμάτων του προσώπου για ασήμαντο λόγο στη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Είναι καιρός, η νομοθετική εξουσία να σκεφθεί ξανά το ζήτημα της δυνατότητας άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως, ή άλλου ένδικου μέσου ή βοηθήματος. Η τεράστια εξουσία στα χέρια ενός μόνο δικαστή χωρίς ένδικα μέσα άρχισε να αντιστρατεύεται σοβαρά την έννοια της δικαιοσύνης.


Υ.Γ. Οταν έκλεισε αυτό το άρθρο, ήλθε η ευχάριστη πληροφορία ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση υπέρ του νόμου κατά της απόφασης. Η εξέλιξη αυτή είναι πράγματι παρήγορη, γιατί δείχνει, άλλη μια φορά, όπως και τόσες άλλες, ότι οι συνταγματικές μας ελευθερίες έχουν φρουρούς στον Αρειο Πάγο.


Ο κ. Γιώργος Κασιμάτης είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.