Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των πανηγυριών στην ελληνική επαρχία και η εβδομάδα που προηγήθηκε, η οποία στο κέντρο της είχε τον Δεκαπενταύγουστο, ήταν γεμάτη από δαύτα: όσα πανηγύρια ακολουθούν είναι κάτι σαν μεταφεστιβαλικές εκδηλώσεις –η κεντρική έγινε και εφέτος με τη συνηθισμένη επιτυχία, παρά τη γενικότερη μουντάδα.
Θα μπορούσα να έχω γράψει διατριβή για τα πανηγύρια: τα μάτια μου είδαν πολλά. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είναι όλα ίδια –κάθε άλλο. Ολοένα και πιο σπάνιο είναι να βρεις το είδος του πανηγυριού που για να το ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα το ονομάζω «αυτοσχέδιο»: πρόκειται για ένα απομεινάρι των παραδοσιακών πανηγυριών, που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν πουθενά. Τα δρώμενά του διαδραματίζονταν συνήθως στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού, αλλά σε αυτά δεν υπάρχει σχεδόν καμία οργάνωση. Οι οργανοπαίκτες παίζουν ο καθένας ό,τι θέλει· συνήθως τον τόνο τον δίνει το κλαρίνο –μερικές φορές δεν υπάρχει καν τραγουδιστής. Το σκηνικό θυμίζει περισσότερο παραδοσιακό γάμο με νταούλια παρά πανηγύρι –το μουσικό του θέμα είναι ένα ατελείωτο «ντούρου ντούρου», το οποίο χαίρονται συνήθως αλλοδαποί τουρίστες που χορεύουν πιωμένοι, έχοντας σηκώσει τα χέρια προς τον θεό Διόνυσο ενώ γυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους καπνίζοντας στριφτά τσιγάρα.
Εχω δει μερικά τέτοια πανηγύρια (events θα τα χαρακτήριζα…) σε νησιά κυρίως –στην Κρήτη π.χ. κάμποσα από αυτά έχουν και αρκετή λύρα και μαντινάδες. Αν κάτι ήταν πάντα εντυπωσιακό, πέρα από το να βλέπεις διάφορους μεθυσμένους Αγγλους και Γερμανούς να χορεύουν σαν να πατάνε virtual κάρβουνα, αυτό ήταν η υπέροχη οργάνωση της ανοργανωσιάς: όλο αυτό το πράγμα είχε μια σειρά –ακόμη και αν η μουσική σού έμοιαζε μια ασταμάτητη επανάληψη του ίδιου ακριβώς ρυθμού, υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα σαν ιεροτελεστία την οποία όφειλες να καταλάβεις, τουλάχιστον μέχρι να σε χτυπήσει και σένα η ρακή βραδιάτικα. Το ότι παρ’ όλα αυτά την επομένη ξυπνούσες, μολονότι είχες πιει όλον τον Βόσπορο (και για να αντέξεις το θέαμα των μεθυσμένων…), συμπεριλαμβάνεται στα θαύματα της Παναγίας.
Ετούτο το πανηγύρι, αυτοσχέδιο, αθώο και με αρκετή δόση από αυτό που αποκαλούμε φολκλόρ, είναι σπάνιο, αντίθετα με το «πανηγύρι πολυτελείας» που το συναντάς σε χωριά με μεγάλο μόνιμο πληθυσμό. Σε αυτό το πανηγύρι, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και αποτελεί μετεξέλιξη των παραδοσιακών πανηγυριών, η γιορτή της τοπικής εκκλησίας αποτελεί απλώς το πρόσχημα: ο σκοπός είναι να μεταμορφωθεί η εκάστοτε πλατεία για ένα βράδυ σε καλοκαιρινό μπουζουξίδικο. Συνήθως διοργανώνεται ακόμη και τώρα από τα καταστήματα της πλατείας, τα οποία πληρώνουν κάτι για να έρθει μια φίρμα, όχι τοπική, αλλά φίρμα των πανηγυριών πανελλήνιας εμβέλειας. Ο σταρ είναι ένας επαγγελματίας με το κατάλληλο ρεπερτόριο που εμφανίζεται στις δώδεκα: Η Εφη Θώδη, η Στανίση, οι Κονιτοπουλαίοι και άλλοι πολλοί σε τέτοια πανηγύρια έγραψαν ιστορία με όπλο τη γνώση των γούστων της εκάστοτε περιοχής. Οφείλω να πω ότι σε αυτή την περίπτωση όλα είναι οργανωμένα, αλλά και κομμάτι αδιάφορα. Το ουίσκι κάποτε έρρεε, τώρα λόγω κρίσης υπάρχουν και κρασιά, και μπίρες, και σουβλάκια. Οι παραγγελιές το βράδυ έδιναν κι έπαιρναν: η νύχτα τελείωνε πάντα με ζεϊμπεκιές, που απλά ήταν προσαρμοσμένες στην περιοχή. «Είχε παλιόκαιρο τη μέρα που σε γνώρισα στον Αχλαδόκαμπο, πώς θες εσύ για καλοκαίρια να μιλάμε;» τραγουδούσε ή συνηθέστερα απήγγελλε η φίρμα και γινόταν ο χαμός.
Ανάμεσα στο απόλυτο νταβαντούρι και στο οργανωμένο βράδυ με την Εφη Θώδη υπάρχει το πανηγύρι το μοντέρνο, το συνηθισμένο. Κάποτε κρατούσε συνήθως δύο μέρες –σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και τρεις. Τώρα όχι. Φίρμα πανελλήνια δεν υπάρχει και δεν χρειάζεται να φτάσουμε στα μεσάνυχτα για να ξεκινήσει το σόου. Τραγουδάει μια φίρμα της περιοχής που έχει φάει τα πανηγύρια με το κουτάλι. Επίσης ο όρος «φίρμα» δεν έχει να κάνει με τον τραγουδιστή απαραίτητα –μπορεί η πραγματική φίρμα να είναι κάποιος στην ορχήστρα που παίζει κλαρίνο ή ακόμη και ντραμς. Ο χώρος που όλα αυτά διαδραματίζονται είναι σχεδόν πάντα το προαύλιο της εκκλησίας, όπου έχουν τοποθετηθεί από την προηγουμένη καρέκλες και τραπέζια –μαγαζί δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει, και κάποιος έχει πάρει τη δουλειά ύστερα από δημοπρασία που έκανε η τοπική εκκλησία. Δεν υπάρχουν πάγκοι μικροπωλητών, ούτε ψήνονται σουβλάκια, το ουίσκι δεν είναι για όλους (αλλά υπάρχει για εκλεκτούς πελάτες…) και συνήθως σερβίρεται κρασί (συνήθως ρετσίνα), μπίρες βέβαια και «ψητό»: έμαθα να μη ρωτάω τι είναι το «ψητό» –από τις δυσάρεστες απαντήσεις προτιμώ την άγνοια. Το ρεπερτόριο της ορχήστρας έχει να κάνει με το πού βρισκόμαστε: μπορεί να έχει περισσότερο τσάμικο αν είμαστε στην Ηπειρο ή περισσότερο καλαματιανό αν είμαστε στην Πελοπόννησο, αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια ομογενοποίηση και ακούς παντού αυτό που αποκαλείται «συρτό».
Τον χορό ανοίγει ο τοπικός άρχοντας, αλλά μπορεί να προηγηθούν και παραδοσιακοί χοροί από το τοπικό χορευτικό συγκρότημα. Ολα καταλήγουν στα νησιώτικα του Γιάννη του Πάριου, με τον τοπικό τραγουδιστή συχνά να μιμείται τον Πάριο κάνοντας προσωπικές αναφορές σε παρευρισκόμενους πανηγυρτζήδες με τους οποίους έχει μια οικειότητα: ακούς εκφράσεις του τύπου «Κόρη καραβοκύρη, Σπυριδούλα μου» ή «Ποιος, ποιος, ποιος μωρό μου, ποιος Βαγγέλη μου». Τραγούδι για την εορτάζουσα υπάρχει μόνο ένα: το «Πω πω πω Μαρία» είναι διαχρονικό σουξέ. Το γλέντι κρατάει όσο υπάρχει «χαρτούρα» –τα παλιά χρόνια το χιλιάρικο και το πεντακοσάρικο έπεφταν σύννεφο, ενώ ο τραγουδιστής προετοίμαζε τον κόσμο αναφέροντας από μικροφώνου τη σειρά: «Χορεύει τώρα η οικογένεια Σπύρου Μπαρμπάτσικου και να ετοιμάζεται η οικογένεια Χριστόφορου Τσιριμπέ που κάθεται στο επτά». Βέβαια, οι αναφορές είχαν σχέση μόνο με το ποιος έσερνε τον χορό, γιατί κατά τα άλλα σηκωνόταν να χορέψει το σύμπαν.
Ελπίζω τώρα που βγαίνουμε από τα μνημόνια να ζήσουμε μια αναβάθμιση των πανηγυριών. Αν προβλέπεται του χρόνου κάποιο επίδομα, θα περάσουμε όλοι καλύτερα…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Αυγούστου 2018.