«Οτιδήποτε και αν κάμωσιν οι συγγραφείς του μέλλοντος, εις τον Κορομηλάν θα οφείλουν πολλά, και εάν ποτέ παραχθή σοβαρά δραματική φιλολογία εις την Ελλάδα της αύριον, ο Κορομηλάς θα είναι ο απαραίτητος κρίκος, η ενωτική γραμμή μεταξύ του τίποτε και του κάτι»


(G. Bourdon)



Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του δημιουργού του «Αγαπητικού της Βοσκοπούλας», φέτος τον Ιούνιο μπορούμε να ανατρέξουμε στις πηγές και να επισημάνουμε ορισμένες λανθασμένες ως σήμερα διαστάσεις του έργου του.


Γεννημένος στην Αθήνα το 1850, ο Δ. Κορομηλάς σπούδασε φιλολογία στη Γαλλία και στη Γερμανία, επηρεάσθηκε από την ευρωπαϊκή κουλτούρα και χάρη στην κατάρτισή του διαμόρφωσε μια ξεχωριστή προσωπικότητα στον χώρο του θεάτρου και ευρύτερα των γραμμάτων. Γιος του γνωστού εκδότη Ανδρέα Κορομηλά, συνεχίζει την παράδοση στον οικείο χώρο και τον Οκτώβριο του 1873 εκδίδει και διευθύνει την πρώτη καθημερινή εφημερίδα στην Αθήνα με το όνομα «Εφημερίς». Η «Εφημερίς» στηρίζει όλες τις εκσυγχρονιστικές τάσεις της εποχής, κρατά αποστάσεις από τις κομματικές διαμάχες, στέκεται στο πλευρό του Τρικούπη και τοποθετείται με θετικό τρόπο απέναντι σε όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές καινοτομίες.


Παραγωγικότατος συγγραφέας ο Κορομηλάς έγραψε περισσότερα από 50 έργα και κάλυψε όλα τα είδη της κωμωδίας και του δράματος. Η απήχησή του στο μεγάλο κοινό οφείλεται στην ενασχόλησή του με το κωμειδύλλιο («Η τύχη της Μαρούλας», 1889) και το δραματικό ειδύλλιο («Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας», 1891): δύο θεατρικά είδη τα οποία εισήγαγε στα καθ’ ημάς και καλλιέργησε με επιτυχία.


Ωστόσο, η συμβολή του Κορομηλά στα πολιτισμικά πράγματα του 19ου αιώνα ξεπερνά κατά πολύ τον χώρο και τους ηθογραφικούς στόχους των δύο αυτών ειδών, εντάσσεται σε ένα πεδίο νεωτερικών τάσεων και απηχεί την προσπάθειά του να ακολουθήσει μια άλλη κατεύθυνση στο νεοελληνικό θέατρο κατά την τελευταία 30ετία του προηγούμενου αιώνα. Οι ανανεωτικές του ροπές αναπτύσσονται μέσα στο θεατρικό σύστημα της εποχής με βάση δύο άξονες: της συγγραφής και της θεατρικής πράξης.


Ο Κορομηλάς κινείται με άνεση ανάμεσα στην τραγωδία του τύπου Βερναρδάκη και στην κωμωδία φαρσικών – ηθογραφικών αποχρώσεων και πετυχαίνει την ανανέωση μιας μεγάλης γκάμας γραμματολογικών ειδών.


Τολμηρές επιλογές


Στο μεταίχμιο του πρώτου και του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα η άποψη του Α. Ρ. Ραγκαβή, του Δ. Βερναρδάκη και του Σπ. Βασιλειάδη («Γαλάτεια» – 1872), έχουν ήδη καθιερώσει τα πρότυπα της τραγωδίας και του δράματος σε λόγιο γλωσσικό ύφος που άλλοτε ρέπουν προς την κλασική έμφαση και άλλοτε προς τη ρομαντική υπερβολή. Ο Κορομηλάς δεν συγκαταλέγεται στο σύνολο των δραματογράφων που επαναλαμβάνουν ή μιμούνται την υπάρχουσα αντίληψη για την τραγωδία και το ιστορικό δράμα στο ελληνικό θέατρο του 19ου αιώνα. Αντίθετα, επεξεργάζεται δικές του πρωτότυπες προτάσεις που διαφέρουν ριζικά από την εθνικο-διδακτική τάση που ήθελε να επιβάλει κυρίως η σχολή Βερναρδάκη. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της προσπάθειας είναι η «Παγκάστη» (1878), ένα έμμετρο ερωτικό δράμα αισθηματικών αποχρώσεων, ανάμεικτων με πολλά κωμικά και ειρωνικά στοιχεία.


Η όμορφη παλλακίδα του Μεγαλέξαντρου βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δύο εραστών της, του μακεδόνα βασιλιά και του ζωγράφου Απελλή και ενώ το ερωτικό τρίγωνο βρίσκεται προς στιγμήν σε αδιέξοδο η ίδια η ηρωίδα επιλέγει τον έρωτα ενός κοινού θνητού, αδιαφορώντας για την εξουσία του ισχυρού στρατηλάτη.


Το ίδιο τολμηρές είναι οι δραματουργικές επιλογές που κάνει ο Κορομηλάς και για τις άλλες τραγικές ηρωίδες του. Μετά την «Παγκάστη» ακολουθούν τρία έργα με γυναικείους τίτλους, δύο δράματα («Κλυτία», 1886· «Ευρυμέδη», 1889) και μία τρίπρακτη τραγωδία («Κάμμα», 1885). Πρόκειται για ηρωίδες ρομαντικές και ερωτικά απελπισμένες, αλλά και χειραφετημένες γυναικείες μορφές με ενδιαφέρουσα ψυχολογική σύνθεση που δεν έχουν αντίστοιχο πρότυπο στα έργα των συγγραφέων της εποχής. Από αυτήν την άποψη μια νέα ανάγνωση των τραγωδιών του θα μας αποκαλύψει και άλλες πτυχές.


Το πεδίο της κωμωδίας


Στον τομέα της κωμωδίας ο Κορομηλάς ορίζει επίσης ένα καινούργιο πεδίο. Προχωρά πέρα από την ηθογράφηση προσώπων και καταστάσεων προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο νέο περιεχόμενο στην ιδέα του Α. Βλάχου για την ηθογραφία και στη θέση περί αυτής ότι «τοιούτον πρέπει να είναι το είδος της σημερινής ελληνικής κωμωδίας».


Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είτε δηλώνονται θεωρητικά οι προθέσεις του Κορομηλά είτε όχι, η ανανεωτική του διάθεση εκφράζεται με έμφαση και υλοποιείται μέσα σε ολοκληρωμένα θεατρικά κείμενα κανονικής δραματουργικής δομής και συγκρότησης. Πρόκειται για κωμωδίες λεπτών τόνων που καταγράφουν καταστάσεις και αντιθέσεις συνυφασμένες με πολιτισμικές, πολιτικές και ιδεολογικές όψεις κυρίως του αστικού κοινωνικού πλαισίου της εποχής του. Ο Κορομηλάς καλλιεργεί το είδος της «σοβαρής κωμωδίας», όπου το χοντροκομμένο φαρσικό στοιχείο παραχωρεί τη θέση του στα κωμικά οικογενειακά βιώματα, στις πολιτικές αιχμές, στους παραμορφωτικούς καθρέφτες των παρεξηγήσεων και των απρόβλεπτων συμπτώσεων και στις ευχάριστες εκπλήξεις των παράλογων συμπεριφορών.


Ο επηρεασμός της Ευρώπης



Ενδεικτικά αναφέρω από τη σειρά των κωμωδιών του τους τίτλους «Φίλου εντολή» (1874) που αφιερώνεται στον φίλο του συγγραφέα Ι. Καμπούρογλου, τον «Κύριο Κουκάκη και τον υιό του» (1874), τον «Υιό του οψοπώλου» (1875) που ως τίτλος βρίσκεται καθαρά στον αντίποδα της «Κόρης του Παντοπώλου» του Α. Βλάχου, τα μονόπρακτα «Η σύζυγος του Μισέλ Ζανή» (1875) σε χιώτικο γλωσσικό ιδίωμα που προσφέρεται για κωμική χρήση, «Ο Πετεινός» (1875), «Εφαγες βλίττα» (1878), «Λέων παράνυμφος» (1876), «Δικηγόρου ατυχία» (1878), «Τα πρώτα δάκρυα» (1875), «Το ύδωρ της λήθης» (1877), «Ο Μίτος της Αριάδνης» (1883), «Ο Θάνατος του Περικλέους» (1884), «Η Κυρία Βεράντη» (1886), «Η Πτώσις του υπουργείου» (1887), η πολιτική σάτιρα εναντίον του Δεληγιάννη και υπέρ του Τρικούπη με τίτλο «Εφημερίδες» (1889) είναι μια τολμηρή πρόταση που προαναγγέλλει την επιθεώρηση και τέλος «Ο Θάνατος των θανάτων» (1884), μια θεατρόμορφη διαλογή με πρωταγωνιστή έναν αυτόχειρα, ο οποίος φαντάζεται κάθε φορά τις συνομιλίες του με τα όργανα (φιαλίδιο, εγχειρίδιο, πιστόλι) της επικείμενης αυτοκτονίας του· πρόκειται για μιαν έξυπνη σύλληψη που προαναγγέλλει παράλογες και σουρεαλιστικές τάσεις στον χώρο του θεάτρου.


Πάντως, το ενδιαφέρον σημείο στο συνολικό έργο του Κορομηλά είναι ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια που να διαχωρίζουν τα θεατρικά είδη στα οποία δοκιμάζει ο συγγραφέας το ταλέντο του. Η τριβή που έχει ο Κορομηλάς με την ευρωπαϊκή δραματική λογοτεχνία φαίνεται καθαρά στον τρόπο με τον οποίο επεξεργάζεται και μεταφέρει την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής στα δράματά του.


Ευρύτερες αναζητήσεις


Σήμερα είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε ότι το αστικό οικογενειακό δράμα του Γ. Ξενόπουλου βρίσκει τις προδρομικές του καταβολές στα αστικά αισθηματικά και κοινωνικά έργα του Κορομηλά όπου τα σοβαρά και κωμικά στοιχεία τις περισσότερες φορές εξισορροπούνται αμοιβαία.


Τυπικά δείγματα αυτής της δραματουργικής προσέγγισης και της προώθησης των ιδεών του Κορομηλά για το αστικό δράμα είναι τα έργα «Ερωτος θυσία» (1875) και «Ακτίς εν σκότει» (1879). Ο Κορομηλάς ζωντανεύει ολοκληρωμένα δραματικά πρόσωπα, τους προσδίδει συγκεκριμένα ψυχολογικά κίνητρα συμπεριφοράς και αναδεικνύει τα πάθη και τις αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους. Και σε αυτό το πλαίσιο το γυναικείο στοιχείο πρωταγωνιστεί: κοπέλες λεπτεπίλεπτες, εύθραυστες και ευαίσθητες, μας παραπέμπουν πολύ συχνά στις ομόλογες μολιερικές ή γκολντονικές ηρωίδες της ευρωπαϊκής σκηνής.


Η ευαισθησία του Κορομηλά γύρω από τα θεατρικά πράγματα εκφράζεται και σε ένα ευρύτερο πεδίο αναζητήσεων από αυτό της θεατρικής γραφής.


Η έκδοση της «Εφημερίδος», η προσωπική του ενασχόληση με την οργάνωση ερασιτεχνικών παραστάσεων στα αθηναϊκά σαλόνια και στα ανάκτορα, οι σκηνοθετικές του προτάσεις για παραστάσεις αρχαίου δράματος από το πρωτότυπο («Αντιγόνη», 1888), η επαφή με τους σημαντικότερους επαγγελματικούς θιάσους (που άλλοτε κρίνει αυστηρά και άλλοτε υποστηρίζει ακόμη και οικονομικά) και τέλος η προσήλωσή του στην ιδέα της ίδρυσης του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα είναι δεδομένα που αποδεικνύουν ότι ο Κορομηλάς είναι παρών και συμμετέχει σε όλες τις αλλαγές που εκκολάπτονται στο θεατρικό σκηνικό της τελευταίας περιόδου του 19ου αιώνα.


Η κυρία Ρέα Γρηγορίου είναι θεατρολόγος και εκπονεί τη διδακτορική διατριβή της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.