Η κάθε εποχή κατασκευάζει τις κανονικότητες και τις παραβατικότητες που της αρμόζουν. Εμμεσα ή άμεσα, οι κεκανονισμένες συμπεριφορές, οι πειθαρχίες των σωμάτων και νοοτροπιών, οι ακολουθίες των συλλογισμών, οι αξιακές προδιαγραφές των μορφών κοινωνικής δράσης και οι πρακτικές κοινωνικού ελέγχου συναρτώνται με τις ανάγκες ενός «συστήματος» που πάντοτε οι θεσμοθέτες, προφήτες και απολογητές του επιδιώκουν να ενισχύσουν και να αναπαράγουν. Και στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, ο νόμος με τις απαγορεύσεις του εκφράζει τις θεμελιώδεις αξίες γύρω από τις οποίες θα οικοδομηθούν οι περίπλοκοι κώδικες του κοινωνικού δέοντος.


Ευλόγως, λοιπόν, το ιερό και το βέβηλο, το άβατο και το οικειοποιήσιμο εξελίσσονται και ποικίλλουν: και σε μια περίοδο όπου οι ασύδοτες μορφές ατομικής οικονομικής δράσης φαίνονται ανεπίστρεπτα εγκατεστημένες στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής, οι νεόκοπες αρετές της φιλελεύθερης ελαστικότητας απαιτούν νέες ρυθμίσεις, νέους κανόνες και νέες εντολές. Η «απαγόρευση του απαγορεύειν» τις οποιεσδήποτε οικονομικές συναλλαγές είναι το νέο θέσφατο. Και έτσι, ειρωνικά, στη νέα συγκυρία, το μόττο του Μάη του ’68 μετασημασιολογήθηκε και αναστράφηκε. Αθελά τους, υπό την αιγίδα του αμφίσημου ιδεώδους της αναρχίας, οι συντηρητικότερες πολιτικές και ιδεολογίες καταφεύγουν στα φραστικά όπλα των τέως αντιπάλων τους. Το ψευδεπίγραφο τέλος «της ιστορίας» εκφράζεται ως τέλος όλων εκείνων των απαγορεύσεων και κανονισμών που εμποδίζουν, υποτίθεται, την άνθηση της μεγιστοποίησης. Laissez faire le monde, le capital va de lui meme.


Ετσι, αν και ο νόμος-πατέρας δεν μπορεί βέβαια να εξαφανισθεί, οι διαδικασίες εσωτερίκευσής του έχουν μετατοπισθεί αποφασιστικά. Πράγματι, ως πρόσφατα, υπό την αιγίδα των συγκροτημένων εσωτερικών εννόμων τάξεων, οι ηθικοί κώδικες και οι συμβιωτικοί κανονισμοί εξακολουθούσαν να περιβάλλονται από το αμετακίνητα δεσμευτικό συμβολικό τους κύρος. Στο μέτρο που οι νόμοι ήσαν τυφλοί, όλοι οι πολίτες αναγκάζονταν να συμμορφώνονται προς τους ηθικούς και πολιτειακούς κανόνες. Και τουλάχιστον, υπό «κανονικές συνθήκες», οι άρχουσες τάξεις ακολουθούσαν ή παρίσταναν ότι ακολουθούν τους κανόνες αυτούς, έστω και εάν με αυτόν τον τρόπο απλώς αναπαράγονταν οι δεδομένες εξουσίες. Το σημαντικότερο πολιτιστικό επίτευγμα του αστικού πολιτισμού υπήρξε ίσως το γεγονός ότι οι ισοπολιτευόμενοι αστοί ήταν σε θέση να αναπαραστήσουν εαυτούς, υποκριτικά έστω, ως ηθικά πρότυπα της έλλογης πειθαρχημένης κοινωνίας που ευαγγελίζονταν. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η «βικτωριανή υποκρισία» εξέφραζε μια κοινωνία που επικαλούνταν το ανεπίληπτο των απαράβατων αξιακών της κανονισμών.



Στις ημέρες μας, κάτι τέτοιο ισχύει όλο και λιγότερο, όπως και ολοένα και λιγότερο μπορούμε να μιλάμε για συγκροτημένη «κοινωνία». Οι συνθήκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης έχουν εξ αντικειμένου διευρυνθεί σε τέτοιο σημείο ώστε οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου να μη χρειάζεται να «συνοικούν» ή να «συγ-κοινωνούν» στο ίδιο δεσμευτικό κανονιστικό σύστημα, μέσα στο οποίο οι άμεσοι παραγωγοί βρίσκονται πεταμένοι από τη μοίρα τους. Στο μέτρο δε που οι νόμοι ισχύουν μόνο για εκείνους που μετέχουν ολόσωμα στο σύστημα αυτό, εκείνοι οι οποίοι δρουν και λειτουργούν έξω από την επικρατειακή και συμβολική ισχύ των κανόνων δεν συναντούν καν τις απαγορεύσεις μπροστά τους. Δεν βρίσκονται εκτός νόμου, αλλά εκτός της εμβέλειάς του.


Ετσι, οι ισχυροί έχουν την τάση να ξαναγυρίζουν στην προφιλελεύθερη «φύση» τους: μπορούν πια να αναπετάξουν ανενδοίαστα το μαύρο πειρατικό τους λάβαρο που ως τώρα φυλαγόταν κλειδωμένο στο ερμάρι. «Δίχως Θεό και δίχως αφέντη» ξεχύνονται ελεύθερα στους απέραντους χρυσότοκους ωκεανούς, που μόνο αυτοί πλέον γνωρίζουν και ελέγχουν. Για το διεθνοποιημένο και υπερκινητικό κεφάλαιο, μόνος ισχύων κανόνας είναι ότι εκεί που επιλέγει να κινείται δεν υπάρχουν κανόνες και ότι συνεπώς δεν χρειάζεται να υπαχθεί σε οποιουσδήποτε κανόνες. Με αυτή την έννοια, η απορρύθμιση των όρων συσσώρευσης, εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης είναι πια καθολική: δεν περιορίζεται στο οικονομικό επίπεδο μόνο, αλλά είναι επιπλέον και πολιτική, πολιτιστική και κανονιστική.


Η κρίση αξιών


Η λεγόμενη κρίση των αξιών εκφράζεται λοιπόν κατ’ ανάγκην και ως κρίση σημασιών. Λέξεις, όπως εκμετάλλευση ή αδικία, δεν έχουν πια νόημα. Οταν τίποτε το «οικονομικό» δεν επιτρέπεται πια να είναι ρυθμίσιμο, τότε οι θεμελιώδεις όροι επιβίωσης των ατόμων, όπως εκφράζονται μέσα από τις «ελεύθερες» εργασιακές σχέσεις, δεν μπορεί καν να αναδειχθούν σε αντικείμενα αξιακής κριτικής ή θεωρητικής αποκρυστάλλωσης. Μέσα από την ενιαία σκέψη, το κοινωνικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται πια ως απλή εναλλαγή «φυσικών» καταστάσεων. Και οι φυσικές συμπεριφορές νοούνται πέρα από κανόνες και αξίες.


Στα πλαίσια αυτά, λοιπόν, ολοένα και περισσότερο, «κανονικές» θεωρούνται, και επομένως και είναι, όλες οι «φυσικές» ατομικές συμπεριφορές που υπακούουν στα κελεύσματα των καιρών. Αν η επιδίωξη κέρδους δεν υπόκειται πια σε κανονιστικές απαγορεύσεις, τότε η ιδιοτελής δράση απελευθερώνεται από όλους τους αξιακούς κώδικες που ως τώρα την περιόριζαν, την τιθάσευαν και την λογόκριναν, ως έναν τουλάχιστον βαθμό. Οι εκπρόσωποι της ολιγαρχίας δεν χρειάζεται πια να είναι πρότυπα αξιακής συνέπειας.


Ετσι, εφεξής, τα όρια ανάμεσα στο νόμιμο και το παράνομο, στο ηθικό και το ανήθικο, στο κοινωνικά αξιοθαύμαστο και το κοινωνικά επιλήψιμο γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα, και ακόμη χαρακτηριστικότερα αδιάφορα. Αν οι Μόργκαν, οι Ντρέηκ και οι Μαυρογένηδες της εποχής μας εξακολουθούν να κρύβουν τους παράνομα ή ά-νομα κεκτημένους θησαυρούς τους στις ίδιες Τορτούγκες και Αντίγκουες, το κάνουν κυρίως για να μην προκαλούν τις ανήμπορες αλλά παραδοσιακά σοβαροφανείς εσωτερικές έννομες τάξεις, οι οποίες οφείλουν να μπορούν να παριστάνουν ότι, έστω και αν δεν δικαιούνται να παρεμβαίνουν και να ρυθμίζουν, οφείλουν πάντοτε να βρίσκονται εν θεατρική κανονιστική εγρηγόρσει. Αλλωστε, οι σύγχρονοι μπουκανιέροι δεν εμφανίζουν τα χέρια τους λερωμένα: διαθέτουν τους ανώνυμους λογαριασμούς και τις «καθαρές» θαλαμηγούς που, αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στους αφελείς και βάναυσους προπάτορές τους, ανοίγουν διάπλατα τις πύλες των ΜΜΕ και κατ’ επέκτασιν και των ανακτόρων του Αγίου Ιακώβου. Από την στιγμή που οι κουρσάροι έμαθαν να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους κανόνες του άνευ κανόνων παιχνιδιού δεν είναι πια κατά κυριολεξίαν κουρσάροι. Τα αγνώστου προελεύσεως ευρωδολάρια και πετροδολάρια συγχέονται πλέον απολύτως με τα γνωστής και μη εξαιρετέας προελεύσεως πορνοδολάρια, οπλοδολάρια και ναρκοδολάρια. Εκούσαι άκουσαι, η παραδοσιακή επιχειρηματική δράση και η πολιτική εξουσία συμβιώνουν, συνδιαλέγονται, συμμαχούν και χαριεντίζονται με τις υπερπροσαρμοσμένες και εκσυγχρονισμένες παραβατικές παραφυάδες της. Οπως λέγεται ρητά σε μια αναφορά του ΟΗΕ, «τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που επιβάλλονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διευκόλυναν παντού την ανάπτυξη των συνδικάτων του εγκλήματος». Αναποφεύκτως, η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση συνεπάγεται μια αντίστοιχη κανονιστική απορρύθμιση, ή υπερ-ρύθμιση.


Μιας ειρωνείας δοθείσης, όμως, μύριες έπονται. Από τη στιγμή που οι «αποκαθάρσιμες» παραβατικές μορφές εμφανίζονται κοινωνικά παραδεκτές, οι ιθύνουσες τάξεις είναι πια αδύνατο να εξακολουθήσουν να παίζουν τον ρόλο τους, ως ηθικά και κοινωνικά πρότυπα μιας ευρύτερα έλλογης κοινωνικής ρύθμισης. Οι κώδικες συμπεριφοράς σκηνοθετούνται ολοένα περισσότερο ως παραινέσεις προς χρήσιν και τέρψιν ενός φιλοθεάμονος κοινού που έχει ήδη πεισθεί για τον θεατρικό χαρακτήρα όλων των κανόνων. Ούτε οι μεγιστάνες του κεφαλαίου ούτε οι εκπρόσωποι της έννομης τάξης ούτε οι ταγοί του πνεύματος ούτε καν οι ποιμένες της εκκλησίας φροντίζουν να προβάλλουν το ανεπίληπτο της ηθικής τους υπόστασης. Οπως συνέβαινε στην αρχαϊκή Σπάρτη, η κλοπή είναι επιλήψιμη μόνο γι’ αυτούς που συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω. Και η αστυνόμευση του αυτόφωρου είναι δυνατή μόνο στους χώρους όπου συνωστίζονται εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.


Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι οι ασύλληπτες, άρα και «συγγνωστές» παραβιάσεις της κορυφής των ξεπλυμένων κοινωνικών πυραμίδων συνοδεύονται από την πρωτοφανή έκρηξη των διαπιστώσιμων, άρα και «ασύγγνωστων» παραβιάσεων της εξ ορισμού ρυπαρής κοινωνικής βάσης. Είναι γεγονός ότι, από την εποχή ίσως των νεολιθικών κοινωνιών, ποτέ πριν από την ιστορία δεν ήταν τόσο εύθραυστος ο εσωτερικοποιημένος κοινωνικός έλεγχος, ο οποίος αποτελεί και την προϋπόθεση οποιουδήποτε κοινωνικού ιστού. Ποτέ δεν ήταν τόσο διάχυτη η ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα των απόκληρων, των πληβείων και των «ξένων», ποτέ δεν ήταν τόσο εμφανής η επιβιωτική αγωνία και αβεβαιότητα που μαστίζει τα αστικά κέντρα όλων αδικρίτως των κόσμων ­ του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου ­, ποτέ δεν ήταν τόσο γενικευμένα τα φαινόμενα της τυφλής και δίχως όρια βίας, της νοσηρής παθολογίας, του απρόκλητου μίσους και της αυτοκαταστροφικής απόγνωσης. Ποτέ η επιβουλή της ασφάλειας και της ζωής του οποιουδήποτε «άλλου», του γείτονα ή του τυχαίου διαβάτη, δεν υπάκουε σε κίνητρα τόσο προφανώς αναίτια και δυσεντόπιστα.


Οι κανόνες εμφανίζονται λοιπόν αποδυναμωμένοι, τουλάχιστον για εκείνους που υφίστανται την ισχύ τους στο ίδιο τους το πετσί. Θα ‘λεγε κανείς ότι, όπως ακριβώς συνέβαινε με ορισμένους κατά παράδοσιν «τρελούς», που υπόκεινταν περιοδικά σε κρίσεις αμόκ, οι ασυγκράτητοι βίαιοι της εποχής μας άγονται στο να δρουν παρορμητικά με μόνο στόχο την καταστροφή, την πρόκληση πόνου, τον θάνατο. Και αυτό είναι ίσως και το μείζον πρόβλημα των κοινωνιών μας, ένα πρόβλημα που τείνει να αποτελέσει δομικό χαρακτηριστικό όλων των μεταβιομηχανικών κοινωνιών.


Και όμως, ο χορός καλά κρατεί: η αλαζονική υπεροψία των κρατούντων τείνει να ερμηνεύει την έκλυση της βίας ως απλό σύμπτωμα μιας απρόκλητης «πολιτιστικής παθολογίας». Μιας παθολογίας, η οποία απομονώνεται από το κοινωνικό της πλαίσιο και αντιμετωπίζεται ως αυτοτελές φαινόμενο. Η πλειοψηφία δεν προβληματίζεται, αλλά μόνο φοβάται. Για την Πολιτεία, αλλά και για τους πολίτες, το μόνο που φαίνεται να έχει σημασία είναι η «αντικειμενική επικινδυνότητα» των παραβατών: η εύκολη λύση της πάταξης των συνδρόμων είναι προφανώς λιγότερη ακριβή, άρα και πιο συμφέρουσα από την παρέμβαση στα αίτια. Αν πρόκειται να αμφισβητηθεί η βάση των κοινωνικών ρυθμίσεων, οι θιασώτες της ενιαίας και μοναδικής σκέψης προτιμούν να θεωρούν ότι δικαιούνται να αμύνονται με νύχια και με δόντια ενάντια σε όλους εκείνους που εμφανίζονται ως κοινώς επικίνδυνοι, ακόμη και αν η επικινδυνότητα κρίνεται απλώς με το μάτι.


Και έτσι, αναπόφευκτα, οι εσωτερικές έννομες τάξεις εξωθούνται να αναπτύσσουν ολοένα και πιο συστηματικές μορφές ελέγχου, καταστολής και αυταρχικότητας. Η αναπαραγωγή του κοινωνικού ιστού γίνεται μέσω μιας αυξανόμενης κρατικής βίας και καταστολής που στοχεύει στην πάταξη της μη ελέγξιμης ιδιωτικής βίας και των κατά συρροήν συνήθων υπόπτων. Εφεξής, κατ’ εξοχήν «κακοί» δεν είναι ούτε οι παραβάτες του νόμου συλλήβδην, αλλά ούτε και οι οργανωμένοι, αλλά αυτοελεγχόμενοι μαφιόζοι. «Κακοί» είναι πρώτα πρώτα οι απροσάρμοστοι, εκκεντρικοί, επίβουλοι και απειλητικοί, εκείνοι δηλαδή που αδυνατούν εμφανώς να εντάξουν την καθημερινή οικονομική τους δράση σε ένα έλλογο μακρόπνοο σχέδιο μεγιστοποίησης των ατομικών τους συμφερόντων. Οι νέες επικίνδυνες τάξεις αναπτύσσονται ως θεσμοποιημένο περιθώριο.


Τάξη και αταξία


Προφανώς, όμως, η σύγχρονη επικίνδυνη «τρέλα» δεν οφείλεται ούτε σε στίγματα και χρωματοσωματικές ανωμαλίες ούτε σε ψυχοπαθολογικές ατομικές παρεκκλίσεις ούτε σε στιγμιαία ελαττωμένο καταλογισμό. Οι κατεστημένες κατηγορίες ενός ποινικού δικαίου που στηρίζονταν σε μιαν έλλογα κωδικοποιημένη κανονιστική ηθική είναι προφανώς ανεπαρκείς. Σε μια κοινωνία όπου, ενώ οι επιτυχημένοι μεγαλο-παραβάτες έχουν άμεση πρόσβαση στα θεσμοποιημένα καθαρτήρια των απανταχού πλυντηρίων, οι «μικροί», οι άτυχοι και οι ανίκανοι υπόκεινται μόνο στην ανεργία, στην αρρώστια, στην κρατική και οικονομική βία και στην πλήρη απόγνωση, σε μια κοινωνία όπου οι τριακόσιοι πενήντα οκτώ πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου έχουν εισόδημα μεγαλύτερο από εκείνο των μισών κατοίκων της υδρογείου, σε μια κινητική κοινωνία όπου τα σύνορα χρησιμεύουν πλέον κυρίως, αν όχι μόνο, για να εγκλωβίζουν τους επικίνδυνους απόκληρους στον τόπο του μαρτυρίου τους, σε μια κοινωνία όπου από το κουτί της Πανδώρας έχει πετάξει ακόμη και η ψυχική ελπίδα, η ηθική και συμβολική δικαίωση των φρουρών του νόμου έχει χάσει την καθολική πειστικότητά της.


Ετσι, μπήκαμε ήδη σε περίοδο πολέμου ανάμεσα σε εκείνους που δεν έχουν παρά να χάσουν και σε εκείνους που δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν, ανάμεσα σε εκείνους που αμύνονται για τα κεκτημένα τους και εκείνους που δεν δικαιούνται να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν ποτέ τίποτε. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος που προχωράει ακάθεκτος δεν είναι λοιπόν ούτε πόλεμος θέσεων ούτε πόλεμος κινήσεων ανάμεσα σε δύο οργανωμένες τάξεις, ή μερίδες. Οι «κοινώς επικίνδυνοι» εξεγερμένοι δεν επιδιώκουν τη νίκη, δεν επιθυμούν τη κατάληψη της εξουσίας, δεν προσβλέπουν στην αλλαγή του κόσμου επί τα βελτίω, δεν κινούνται από ευγενή κίνητρα, δεν έχουν στόχους, στρατηγικές ή τακτικές, δεν κατατείνουν καν στην προαγωγή των ατομικών συμφερόντων τους. Είναι ο πρωτόφαντος πόλεμος της εν γένει διαλυτικής αταξίας ενάντια στην εν γένει ανυπόφορη τάξη, ο πόλεμος της αναίτιας κραυγής ενάντια στο αποπνικτικό αιτιώδες, είναι η εκδίκηση του άμορφα παράλογου ενάντια στην κατ’ επίφασιν λογική της τετράγωνα αυτάρεσκης ενιαίας σκέψης. Είναι όμως και ο πόλεμος όπου, σε τελική ανάλυση, όλοι οι μετέχοντες άγονται να ενεργούν αντιδραστικά και αντιορθολογικά. Θύματα και θύτες υπερθεματίζουν στην παρανοϊκή προετοιμασία του επερχόμενου Αρμαγεδώνα. Τόσο οι επιβήτορες σκορπιοί, που δεν μπορούν να επιζήσουν παρά ρουφώντας το αίμα των θυμάτων τους, όσο και οι παρορμητικά αμυνόμενοι ή αντεπιτιθέμενοι βάτραχοι που γνωρίζουν ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ωφεληθούν από τη θανάτωση του σκορπιού, βρίσκονται σε αδιέξοδο. Δεν είναι όμως όλοι εξίσου υπεύθυνοι. Διαφορετική επιλογή θα μπορούσαν να έχουν μόνο οι υπερόπτες σκορπιοί. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται το παίγνιο του χρόνου: αν οι τελευταίοι δεν αλλάξουν τακτική, ο σοβών τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα έχει μόνο ηττημένους.