Εχω μια φίλη που δείχνει το σημάδι στον ώμο της με υπερηφάνεια, όπως άλλοι τα τραύματα που κουβαλάνε από τον καιρό που μικροί ακόμα τρακάρανε με το ποδήλατο. «Το βλέπετε αυτό;», λέει, «ο καταραμένος μού το έκανε στην παραλία, όταν του έπεσε το βιβλίο επειδή κοιμήθηκε». Ο καταραμένος είναι ο πρώην της –«καταραμένος» μόνο όταν αναφέρεται σε αυτόν μιλώντας σε εμάς που τον ξέρουμε. Το βιβλίο τού έπεσε όταν αυτός ήταν στην ξαπλώστρα και αυτή ξαπλωμένη στην πετσέτα για να χαίρεται την καυτή αμμουδιά. Το βιβλίο όντως έφυγε από τα χέρια του γιατί έκλεισε τα μάτια του, όχι κατάκοπος, αλλά απλά νυσταγμένος, και τη βρήκε στην πλάτη με όλη τη δύναμη της κόχης του. Φυσικά ήταν ένα βιβλίο του Νταν Μπράουν.
Στις παραλίες ο κόσμος ακόμη διαβάζει ή κάνει ότι διαβάζει: μικρή η διαφορά. Οι μόδες έρχονται και φεύγουν –κάποτε οι παραλίες ήταν γεμάτες από αθλητικές εφημερίδες, αλλά και από εγχειρίδια σεξουαλικής αποχαύνωσης γεμάτα από αποχρώσεις του γκρι. Η μόνη σταθερή μόδα, το απαραίτητο αξεσουάρ δίπλα στην πετσέτα και το αντηλιακό, είναι το εκάστοτε σουξέ του Νταν Μπράουν, που όποτε κι αν κυκλοφορήσει θα διαβαστεί στην παραλία –λες και αυτή είναι ένα είδος βιβλιοθήκης γεμάτη από τα άπαντα του Αμερικανού. Κάποτε ο ιταλός συγγραφέας Τζιόρτζιο Φαλέτι είχε γράψει στο ιταλικό περιοδικό «Panorama» ότι «ο Νταν Μπράουν οφείλει να ενημερώνει πότε θα βγάλει το καινούργιο του βιβλίο, ώστε οι συνάδελφοί του ανά τον κόσμο να μην κυκλοφορούν στο ίδιο διάστημα τα δικά τους». Στις χώρες που υπάρχουν παραλίες αυτό, νομίζω, πρέπει να επιβάλλεται διά νόμου.
Γιατί αρέσει τόσο πολύ ο Νταν Μπράουν και κυρίως γιατί διαβάζεται τόσο πολύ το καλοκαίρι είναι δύσκολο να το πεις. Ο Νταν Μπράουν έχει επιλέξει στα μεγάλα του σουξέ έναν από τους πιο «δύσκολους» κεντρικούς ήρωες: ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκτον δεν είναι σκληρός, δεν είναι ωραίος, δεν είναι ένας διεθνής playboy, δεν έχει τίποτε το ηρωικό, δεν λέει ωραίες ατάκες, δεν είναι χιουμορίστας και οι περισσότεροι από όσους παρακολουθούν τις περιπέτειές του δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι του, αφού το αντικείμενο της σπουδής του, η μελέτη συνήθως των μεσαιωνικών συμβόλων, δεν είναι καθόλου απλό.
Το ίδιο παράξενοι είναι οι κακοί των αφηγημάτων του Νταν Μπράουν. Είναι συνήθως πλούσιοι, αλλά με παρανοϊκές φοβίες, άνθρωποι που είναι αδύνατον να συναντήσεις, καθόλου ευχάριστοι, «σπάνια χαρτάκια». Ο Χίτσκοκ έλεγε ότι οι ενδιαφέροντες κακοί είναι οι σαλεμένοι της διπλανής πόρτας, οι άνθρωποι που μπορεί να προκαλέσουν φόβο γιατί η παράνοιά τους δεν είναι ευδιάκριτη και είναι κρυμμένη πίσω από μια μπανάλ καθημερινότητα. Ο Ιαν Φλέμινγκ ισχυριζόταν ότι ο επιτυχημένος ήρωας πρέπει να είναι κάποιος με τον οποίο θα μπορούσες να ταυτιστείς, όχι γιατί του μοιάζεις αλλά γιατί αυτός θα ήθελες να είσαι.
Ο Νταν Μπράουν αποδεικνύει πως μπορεί να κάνει μια επιτυχία κόντρα σε αυτές τις συνταγές. Οι κακοί των βιβλίων του είναι εγωπαθείς καρικατούρες και ο κεντρικός ήρωάς του είναι ένας εστέτ –η ζωή του όταν δεν πρωταγωνιστεί στις περιπέτειες του συγγραφέα του είναι μάλλον ανιαρή. Αλλά και οι ίδιες οι περιπέτειες του ήρωα είναι επαναλαμβανόμενες έως μονότονες: πάντα κάποιοι ζητούν τις υπηρεσίες του, ο χρόνος για να λυθεί ένα αίνιγμα είναι ελάχιστος, ο ίδιος δεν καταλαβαίνει σχεδόν ποτέ πόσο σημαντικό είναι το πρόβλημα που πρέπει να λύσει και η ιστορία στην οποία έχει μπλέξει. Σε όλα τα βιβλία υπάρχουν κάποιες ωραίες κυρίες με διάθεση να τον βοηθήσουν, χωρίς μάλιστα αυτός να τολμά να τους πιάσει έστω το χέρι στις στιγμές που η αδρεναλίνη ανεβαίνει –το σεξ στα βιβλία είναι ανύπαρκτο, κόντρα στις απαιτήσεις των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Πάντα υπάρχουν και κάνα δυο εκτελεστές και κάποια ανατροπή σεναριακή: ένας καλός που όμως τελικά είναι κακός, π.χ., είναι κάτι απολύτως συνηθισμένο.
Και όμως, τα βιβλία του Νταν Μπράουν σπάνε κάθε ρεκόρ, και ας υπήρξαν κάκιστες οι κινηματογραφικές μεταφορές τους, που το μόνο στο οποίο βοήθησαν τον συγγραφέα (εκτός από το να τον κάνουν ακόμη πλουσιότερο…) είναι ότι έδωσαν στον ήρωά του την ωραία φάτσα του Τομ Χανκς. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι τα βιβλία του διαβάζονται σε παραλίες, ενώ δημιουργούν την υποψία ότι για να τα απολαύσεις θα έπρεπε να δεις από κοντά τα έργα τέχνης και τα μουσεία στα οποία διαδραματίζονται. Θα ήταν υπέροχο να διαβάζεις τους «Illuminati» ενώ περιφέρεσαι στη Ρώμη και βλέπεις από κοντά τα αγάλματα του Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι. Θα άλλαζε θεαματικά η οπτική σου για το «Inferno» αν έβλεπες την «Κόλαση» του Μποτιτσέλι. Θα ήταν σπουδαίο το «Origin» αν άρχιζες την ανάγνωσή σου στο υπέροχο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο, εκεί όπου η ιστορία του ξεκινά. Αλλά δεν ακολουθείς τα βήματα του Νταν Μπράουν, απλώς τον παίρνεις μαζί σου στην παραλία. Γιατί;
Η μόνη απάντηση που μπορώ να βρω είναι γιατί δεν σε πιέζει: με τις λίγο μονότονες και επαναλαμβανόμενες αφηγήσεις του σου θυμίζει κατά κάποιον τρόπο ότι κάνεις διακοπές. Και ότι σε αυτές τις ευλογημένες στιγμές και το μυαλό σου έχει δικαίωμα ξεκούρασης: λογοτεχνικά απλός και θεματικά προβλέψιμος, ο Νταν Μπράουν ικανοποιεί την ανάγκη σου να διαβάσεις και να μη διαβάσεις. Βυθίζεσαι στις ατέλειωτες σελίδες των μυθιστορημάτων του για να δεις με τι διάβολο καταπιάνεται αυτή τη φορά και την ίδια στιγμή κρύβεσαι πίσω από αυτές, αφού το μυαλό σου έχει κι αυτό δικαίωμα στην ηλιοθεραπεία.
Και τα σύμβολα που ερευνά ο Ρόμπερτ Λάνγκτον; Τα μυστήρια της ανθρωπότητας που προσπαθεί να αποκαλύψει; Τα απόκρυφα μυστικά των αριστουργημάτων που αποκαλύπτει σε πίνακες ζωγραφικής και αγάλματα; Ολα υπάρχουν. Και επιτρέπουν, μετά την ανάγνωσή τους, έναν ύπνο στην παραλία ανάλογο με αυτόν που έκανες όταν η γιαγιά σου σού έλεγε παραμύθια όταν ήσουν μικρός. Πρόσεχε μόνο μη γλιστρήσει το βιβλίο από το χέρι σου. Αν σε χτυπήσει, πονάει…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Αυγούστου 2018.