Το «Τρίτο Πρόγραμμα» της κρατικής ραδιοφωνίας ήταν κάποτε ο μόνος σταθμός όπου μπορούσε κάποιος να ακούει αποκλειστικά και μόνο κλασική μουσική (ο Leonard Bernstein θα με «μάλωνε» γι’ αυτό τον όρο, αλλά θα τον χρησιμοποιήσω καταχρηστικά). Αργότερα προστέθηκαν (καλώς) και κάποιες εκπομπές λόγου. Σήμερα, όμως, τείνει να μετεξελιχθεί σε πρόγραμμα όπου ο λόγος διεκδικεί ίσο μερίδιο με τη μουσική. Συχνά, μάλιστα, ακόμα και αυτές τούτες οι μουσικές εκπομπές μοιάζουν με ρητορικές διαλέξεις εμπλουτισμένες με μουσικά διαλείμματα. (Θα ξεχωρίσω, εν τούτοις, τις υπέροχες εκπομπές του Δαυίδ Ναχμία, που αποτελούν κόσμημα για το ελληνικό ραδιόφωνο.)

Στο πνεύμα του «προοδευτισμού» της εποχής, άκουσα πρόσφατα μία εκπομπή στο «Τρίτο», στην οποία ένας «ανοιχτόμυαλος» – κατά τον παρουσιαστή – καθηγητής πανεπιστημίου επιχείρησε με πάθος μέγα (και, νομίζω, κάποιον υπεμφαινόμενο σαρκασμό) να αποδομήσει κάθε ιδέα ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε κάποια σημεία του λόγου του, μάλιστα, άφησε περίπου να εννοηθεί ότι τέτοιες θεωρήσεις εκφράζουν σήμερα κατά κύριο λόγο τους εγχώριους νεο-ναζί. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, μερικούς αφελείς εθνικιστές.

Δεν αποτέλεσε έκπληξη, βέβαια, ότι στο τέλος αποκάλυψε το όραμά του για τον βαθμιαίο μετασχηματισμό της χώρας σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Φυσικά, οι προϋποθέσεις του μετασχηματισμού αυτού δεν αναφέρθηκαν καν, ούτε φάνηκε να απασχολούν ιδιαίτερα τον ακαδημαϊκό. Αυτό στο οποίο εστίασε μόνο ήταν η «απαράδεκτη» και «ρατσιστική» συμπεριφορά της ελληνικής αστυνομίας να ελέγχει τα στοιχεία νομιμότητας όσων «απλά φαίνονται» αλλοδαποί (δεν θα το σχολιάσω περαιτέρω…).

Κάπου εκεί στο κλείσιμο της εκπομπής, εν είδει επιμυθίου, ο παρουσιαστής χαρακτήρισε την πολυπολιτισμικότητα ως βασικό συστατικό γνώρισμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η τοποθέτηση αυτή έχει ενδιαφέρον γιατί θα μπορούσε να γίνει αφετηρία συζητήσεων πάνω στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, γενικά. Ας δούμε μερικά σημεία μιας τέτοιας υποθετικής συζήτησης:

1. Η πολυπολιτισμικότητα δεν επιτυγχάνεται με πολιτικές ανοιχτών συνόρων, οι οποίες με μαθηματική βεβαιότητα οδηγούν στο χάος. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, υπήρξαν εξαρχής πολυπολιτισμική χώρα. Η ένταξη, ωστόσο, ενός νέου μέλους στην αμερικανική κοινωνία δεν γίνεται άναρχα και εκβιαστικά, υπό μορφή τετελεσμένου. Η αμερικανική πολυπολιτισμικότητα δεν είναι μία de facto κατάσταση που προκαλείται από αδυναμία του κράτους να ελέγξει την παράνομη μετανάστευση, αλλά μία συνθήκη που υπόκειται σε κανόνες και θέτει προϋποθέσεις, με προεξάρχουσες εκείνες που αφορούν την εθνική ασφάλεια και αυτοσυντήρηση (όσο κι αν κάποιοι όροι είναι ασύμβατοι με το προοδευτικό λεξιλόγιο…).

2. Θα πρέπει εξ ορισμού να καλοδεχθούμε την πολυπολιτισμικότητα; Εξαρτάται… Δεν θα δεχθώ μία πραγματικότητα που μου επιβάλλεται, όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη χώρα μου, με κύριο χαρακτηριστικό την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (συχνά, μάλιστα, στις πιο απάνθρωπες εκδοχές της). Αντίθετα, οφείλουμε να καλοδεχθούμε εκείνους που ήρθαν ή θα έρθουν με πρόθεση να ενταχθούν αρμονικά στην ελληνική κοινωνία και να προσφέρουν στη χώρα, σεβόμενοι απόλυτα τους νόμους και τα έθιμά της και διακείμενοι φιλικά απέναντι στους ανθρώπους της.

3. Υπάρχει η άποψη ότι θα πρέπει να εντάξουμε την πολυπολιτισμικότητα στους ευρύτερους εθνικούς σχεδιασμούς μας. Δεν θα διαφωνήσω καταρχήν. Θα πρέπει, όμως, πρώτα να καθορίσουμε τα όρια αυτής της πολυπολιτισμικότητας στην οποία, πλέον, εκόντες–άκοντες συμμετέχουμε. Πόση «πολυπολιτισμικότητα» αντέχει αυτή η μικρή χώρα που μόλις άρχισε να συνέρχεται από μια οικονομική καταστροφή; Ειδικότερα, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις (θετικές ή αρνητικές) στο ασφαλιστικό σύστημα; Ποιες τροποποιήσεις θα υποστεί, αναγκαία, το εκπαιδευτικό σύστημα; Πώς θα αντιμετωπιστεί το στεγαστικό πρόβλημα; Πώς θα διασφαλιστεί η δημόσια τάξη και ο έλεγχος του (μεμονωμένου ή οργανωμένου) εγκλήματος; Πώς θα αντιμετωπιστούν τυχόν ζητήματα θρησκευτικής ή πολιτισμικής δυσανεξίας; Ο κατάλογος ερωτημάτων είναι μόνο ενδεικτικός, και οι απαντήσεις εκκρεμούν…

4. Συνιστά η πολυπολιτισμικότητα τεκμήριο δημοκρατικότητας μιας κοινωνίας; Δεν είμαι βέβαιος! Κατά μία έννοια, πολυπολιτισμική ήταν και η Σοβιετική Ένωση… Μήπως, όμως, ισχύει το αντίστροφο; Δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κάθε αληθινά δημοκρατική κοινωνία αποδέχεται (αν όχι και επιδιώκει) την πολυπολιτισμικότητα; Ούτε και αυτό ακούγεται λογικό. Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι εσωτερικό θεσμικό ζήτημα που αφορά τους πολίτες μιας χώρας και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει a priori τη διεύρυνση μιας κοινωνίας με εισαγόμενους φορείς διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Τώρα, το ότι την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας αντιμάχονται οι εκπρόσωποι κάποιων ακραία αντιδημοκρατικών χώρων, δεν καθιστά εξ ορισμού την αποδοχή της ιδέας αυτής αδιαμφισβήτητο κριτήριο δημοκρατικότητας!

Πριν ξεκινήσουμε, λοιπόν, να χτίζουμε την προοδευτική πολυπολιτισμική κοινωνία που ονειρευόμαστε, θα πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει τι ακριβώς είναι αυτό που ζητούμε να χτίσουμε, καθώς και ποιο μίνιμουμ προϋποθέσεων ένα τέτοιο μεγαλόπνοο σχέδιο επιβάλλει. Διαφορετικά, η πολυπολιτισμικότητα θα είναι συνθήκη που θα μας επιβληθεί εκ των πραγμάτων ως τετελεσμένο άνευ όρων και ορίων, αντί αποτέλεσμα μιας συντεταγμένης διαδικασίας κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της πολιτείας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι όποιες απόψεις πάνω στο ζήτημα αυτό δεν είναι δίκαιο να συνιστούν κριτήριο δημοκρατικότητας ή, κυρίως, έλλειψής της.

Κλείνω με μία υποσημείωση που, προσωπικά, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική. Ένας από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες της Ιστορίας υπήρξε ο Γερμανός μουσικοσυνθέτης, ποιητής και φιλόσοφος Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813-1883). Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ (όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του) στράφηκε στη μελέτη της Κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού. Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια. Μπορώ να φανταστώ, λοιπόν, ότι θα εξοργιζόταν σήμερα αν άκουγε τις απόψεις κάποιων «προοδευτικών» και «ανοιχτόμυαλων» εκπαιδευτικών. Για τους οποίους η άρνηση της Ελληνικότητας αποτελεί όχι μόνο πυρηνικό ιδεολογικό δόγμα αλλά, πιθανώς, και εφαλτήριο (αν όχι προϋπόθεση) επιτυχημένης ακαδημαϊκής καριέρας!