Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει η πολιτεία μια αδόκητη και πολύνεκρη τραγωδία: ο πρώτος είναι να βρίσκεται σε ετοιμότητα για να την αποτρέψει ή –εάν τελικά ενσκήψει –να περιορίσει δραστικά την έκταση και τις συνέπειες.
Στην πυρκαγιά της Ραφήνας, ο μαζικός όλεθρος δεν αποσοβήθηκε τόσο εξαιτίας της αποτυχίας έγκαιρης αντίληψης και αναχαίτισης του πύρινου μετώπου, όσο και κυρίως από την ανικανότητα διαχείρισης της φυγής των ανυποψίαστων και πανικόβλητων κατοίκων.
Ο δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης μιας τραγωδίας είναι να κατανοηθούν σωστά οι παράγοντες που την προκάλεσαν και η πολιτεία να τους εξουδετερώσει ώστε να μην επαναληφθούν με τους ίδιους όρους στο μέλλον. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα της ήταν χρήσιμη η ανάλυση και σύγκριση παρόμοιων γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν. Σε μια μελέτη που είχαμε κάνει πριν από δέκα χρόνια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο διαπιστώσαμε ότι ένα διαχρονικό αίτιο για την ανεξέλεγκτη καταστροφή των δασών και τις συνεπαγόμενες απώλειες ζωής είναι η απορρύθμιση της κρατικής λειτουργίας που παρατηρείται σε περιόδους χαλάρωσης, αναταραχής ή γενικότερης αδιαφορίας προς την ποιότητα λειτουργίας του κράτους.
Οι εκλογές πυροδοτούν… φωτιές



Οπως δείχνει το γράφημα, όλες σχεδόν οι μεγάλες πυρκαγιές μεταπολεμικά στην Ελλάδα συνέπεσαν είτε με χρονιές εκλογών είτε με φαινόμενα κρατικής διάλυσης, όπως η αποστασία του 1965 και η προδοσία της Κύπρου το 1974. Μεγάλες πυρκαγιές ξέσπασαν επίσης το 1988, όταν ψηφίστηκε ο νόμος για τα βοσκοτόπια και πολλοί έσπευσαν να κάψουν δασικές εκτάσεις για να φανούν χορτολιβαδικές και να τις χτίσουν αργότερα. Αλλά και το 1998 φούντωσαν πάλι οι φωτιές, όταν έγινε μεταφορά της ευθύνης πυρόσβεσης από τα Δασαρχεία στην Πυροσβεστική και είχαν προκληθεί μεγάλες συντεχνιακές αντιδράσεις.
Αναλύοντας τα διαθέσιμα στοιχεία, προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1955-2016 κάηκαν συνολικά 21 εκατ. στρέμματα δάσους, εκ των οποίων το 61% κάηκε στα 22 έτη προεκλογικής ή άλλης χαλάρωσης σε έκταση δυόμισι φορές μεγαλύτερη αυτής που καίγεται άλλες χρονιές. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις μετεωρολογικές συνθήκες που επηρεάζουν τις πυρκαγιές, υπολογίσαμε ότι τα επιπλέον καμένα σε εκλογικές χρονιές είναι συνολικά το 7% της έκτασης της Ελλάδας, με μεγάλο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος. Το φαινόμενο συνεχίζεται ακάθεκτο, παρά τη σημαντική αναβάθμιση των υποδομών πρόληψης και προστασίας τις τελευταίες δεκαετίες: Με εξαίρεση το 2004 που ο κρατικός μηχανισμός ήταν σε έντονη επαγρύπνηση λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, μεγάλες πυρκαγιές ξεσπούν σε όλες τις άλλες εκλογικές χρονιές του 2000, του 2007, του 2009 και του 2012. Το 2015 οι εκλογές γίνονται σε ασφυκτικά πλαίσια και οι φωτιές είναι σε ύφεση, ξεσπούν όμως πολλές και μεγάλες την επόμενη χρονιά και μέχρι σήμερα.
Προς τέρψιν των ψηφοφόρων
Η κανονικότητα της καταστροφής είναι εντυπωσιακή για να θεωρηθεί απλή σύμπτωση. Μια εύλογη εξήγηση είναι ότι η προεκλογική διάλυση του κρατικού μηχανισμού και η σύγχυση που επικρατεί μετεκλογικά αφενός υπονομεύουν την ετοιμότητα προστασίας και αφετέρου ενθαρρύνουν όσους θέλουν να παρακάμψουν τις απαγορεύσεις δόμησης καίγοντας το δάσος. Το σήμα της χαλάρωσης το δίνει συχνά η εκάστοτε πολιτική και τοπική ηγεσία, καθώς αφιερώνει περισσότερο χρόνο και προσοχή στην προσπάθεια επανεκλογής της παρά στη διαφύλαξη των δημόσιων αγαθών. Το κλασικό παράδειγμα είναι η αργοπορημένη εμφάνιση του αρμόδιου υπουργού στη γιγαντιαία πυρκαγιά του 2007 επειδή βρισκόταν σε προεκλογική συγκέντρωση. Επιπλέον, προς άγραν ψήφων, βλέπουμε να γίνονται δεσμεύσεις ότι αυθαίρετα κτίσματα θα νομιμοποιηθούν, πρόστιμα θα σβήσουν και μετατάξεις στελεχών δασοπροστασίας σε θέσεις γραφείου θα ικανοποιηθούν, απογυμνώνοντας τις μάχιμες μονάδες. Οσο και αν πολλά από αυτά ξεχνιούνται μετά τις εκλογές, ορισμένα πάντα υλοποιούνται ώστε να γίνουν πιστευτές και οι επόμενες υποσχέσεις.
Η θλιβερή αυτή ερμηνεία επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι πυρκαγιές βρίσκονται να είναι καταστροφικότερες σε πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες, όπου υπάρχει εντονότερος ανταγωνισμός για το ποιος θα δελεάσει καλύτερα τα μικροσυμφέροντα. Ομως το ακόμα πιο απογοητευτικό στατιστικό εύρημα είναι ότι οι ψηφοφόροι διαχρονικά δεν φαίνεται να τιμωρούν εκλογικά τις κυβερνήσεις επί της θητείας των οποίων γίνονται μεγάλες πυρκαγιές, με αποτέλεσμα η τακτική «τάξε και κάνε τα στραβά μάτια» να θεωρείται πολιτικά προσοδοφόρος.
Η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν πήρε μέτρα για να ακυρώσει το παραδοσιακό μοντέλο χαλαρότητας και αδιαφορίας, αλλά το υιοθέτησε σε μόνιμη βάση με την υποβάθμιση και λοιδωρία κάθε έννοιας επαγγελματισμού και επιχειρησιακής ευθύνης, όπως φάνηκε και στις περσινές καταστροφές της Μάνδρας και του Σαρωνικού. Την εφετινή χρονιά πουθενά δεν καταγράφηκε ως δημόσια προτεραιότητα η ετοιμότητα και επάρκεια του μηχανισμού πυρόσβεσης, σε αντίθεση με άλλα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας. Οπως ήταν φυσικό, η χαλάρωση και η απορρύθμιση του κρατικού μηχανισμού ήρθαν έτσι κάπως νωρίτερα από τις επόμενες εκλογές.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν δει κανείς τα γεωγραφικά στοιχεία της τραγωδίας: Ναι μεν η ταχύτητα μετάδοσης της φωτιάς ήταν ιλιγγιώδης, η έκτασή της όμως δεν υπερέβη τα 13.000 στρέμματα, δηλαδή 100 φορές μικρότερη από τις πυρκαγιές της Ηλείας του 2007. Κατά συνέπεια, η κλίμακα της φωτιάς δεν απαιτούσε υπέρμετρες δυνάμεις και ήταν πλήρως αντιμετωπίσιμη με τα υφιστάμενα μέσα, αρκεί να υπήρχε προληπτική ετοιμότητα, που όμως απεδείχθη ανύπαρκτη. Οι αυτοσχέδιες προσπάθειες του δήμου, η αυταπάρνηση των συνεργείων πυρόσβεσης και διάσωσης όταν κάποτε έφτασαν, αλλά και οι πρωτοβουλίες μερικών εθελοντών κατέδειξαν πόσοι περισσότεροι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί με μια στοιχειωδώς συντονισμένη επιχείρηση απεγκλωβισμού.
Η μετάθεση του προβλήματος
Εκ των υστέρων, για να κρύψει την έλλειψη ετοιμότητας επιλέγει την πολεοδομική αυθαιρεσία των προηγούμενων δεκαετιών (και εμμέσως τις κυβερνήσεις των αντιπάλων της) ως τον μοναδικό και μοιραίο παράγοντα της τραγωδίας. Το πρόβλημα αυτό είναι μεν υπαρκτό και οι αυθαιρεσίες όντως θα δυσκόλευαν ακόμα και έναν συντονισμένο απεγκλωβισμό, αλλά δεν συμψηφίζεται με την αποτυχία ότι τέτοιο σχέδιο στη Ραφήνα δεν υπήρξε. Ισα-ίσα ο λόγος ύπαρξης σωστικών μηχανισμών είναι ακριβώς για να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες που ξεσπούν σε προβληματικές περιοχές. Δεδομένου μάλιστα ότι αυθαίρετοι οικισμοί και πολεοδομικό χάος αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο στην Ελλάδα, είναι σαν να θέτει εκ προοιμίου τις περιοχές αυτές σε καθεστώς απειλής και –αντί να εντείνεται η ετοιμότητα προστασίας τους –οι κάτοικοί τους να αφήνονται αβοήθητοι για το χειρότερο. Το πού οδηγεί η τακτική που αφορίζει το παρελθόν, αλλά χωρίς να προνοεί για το μέλλον, φάνηκε πρόσφατα στην πλημμυρισμένη Μάνδρα με την επανάληψη της ίδιας τραγωδίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η μετάθεση του προβλήματος δεν είναι όμως ούτε πολιτικά αξιόπιστη, γιατί πριν από λίγο η ίδια η κυβέρνηση προωθούσε ακριβώς αυτά που σήμερα καταγγέλλει και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα. Οπως αποκάλυψε το «Βήμα» (29/7/2018), έχει ήδη ετοιμαστεί νομοθετικό πλαίσιο για τη μαζική νομιμοποίηση όλων των αυθαίρετων κτισμάτων σε δάσος έναντι ενός μικρού τέλους τακτοποίησης, από το οποίο μάλιστα θα αφαιρούνται όσα πρόστιμα έχουν κατά καιρούς επιβληθεί. Δηλαδή, όσο πιο παράνομος βρέθηκε κάποιος στο παρελθόν, τόσο φθηνότερα θα του έρχεται η συγχώρεση του δασικού εγκλήματος! Και μόνο η γνωστοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας θα ηχήσει σαν μαζικό προσκλητήριο σε όσους καιροφυλακτούν να κάψουν τα δάση για να τα αποχαρακτηρίσουν. Και επειδή βεβαίως το χτίσιμο θα γίνει και πάλι χωρίς σχέδιο, το επόμενο πολεοδομικό χάος θα ξεπηδήσει σαν ελατήριο για να περιμένει και αυτό με τη σειρά του τακτοποίηση σε κάποιες άλλες εκλογές.
Το τερατούργημα των νομιμοποιήσεων
Εάν η κυβέρνηση θέλει όντως να περιοριστούν οι επικίνδυνες πολεοδομικές αυθαιρεσίες, τότε πρέπει αμέσως να ακυρώσει το δικό της τερατούργημα των νομιμοποιήσεων. Και εδώ πράγματι θα χρειαστεί μείζων πολιτική συναίνεση για να εφαρμοστούν μόνιμοι κανόνες απαγόρευσης της δόμησης σε καμένες δασικές εκτάσεις, χωρίς κίνδυνο να τους αλλάξει η επόμενη κυβέρνηση κλείνοντας το μάτι στους ανυπόμονους οικιστές. Για αυτό δεν χρειάζεται ούτε να ξέρει κάποιος πυρηνική φυσική, ούτε να εκπονηθούν περίπλοκα σχέδια, απλώς να διασφαλιστεί πως «ό,τι καίγεται δεν χτίζεται ποτέ» και «ό,τι καμένο χτίστηκε δεν νομιμοποιείται».
Παραμένει φυσικά το μεγάλο πρόβλημα με τους αυθαίρετους οικισμούς, και ιδίως για όσους βρίσκονται μέσα σε τέως δάση. Θα ήταν ευχής έργον να κατεδαφιστούν, είναι όμως τόσο πολλοί που ακόμα και μια αποφασισμένη κυβέρνηση στο τέλος θα αρκεστεί σε μερικές συμβολικές ενέργειες και μετά θα περάσει την αρμοδιότητα στη μεσαία γραφειοκρατία όπου το θέμα θα ξεχαστεί. Μια πιο ρεαλιστική λύση θα ήταν να διπλασιαστεί ο ΕΝΦΙΑ των εκτός σχεδίου κατοικιών και το επιπλέον ποσό να πηγαίνει σε ταμεία πολεοδομικής ανάπλασης κάθε αυθαίρετης περιοχής χωρίς να επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι που δεν παρανόμησαν.
Ακόμα όμως και στην πιο ρεαλιστική εκδοχή, η μάχη με τα αυθαίρετα θα πάρει πολλές δεκαετίες για να ολοκληρωθεί –και στο μεταξύ φυσικές και αστικές καταστροφές θα συνεχίσουν να έρχονται. Για να μη συμβεί ξανά παρόμοια τραγωδία, οι εκάστοτε κυβερνήσεις πρέπει να συμπεριλάβουν την καταπολέμηση και της δικής τους αυθαιρεσίας και κακοδιαχείρισης, γιατί τελικά υπονομεύουν τους κρατικούς μηχανισμούς προστασίας τις πιο κρίσιμες στιγμές.

Καμένες δασικές εκτάσεις και εκλογές 1955 – 2016

Ολες σχεδόν οι μεγάλες πυρκαγιές μεταπολεμικά στην Ελλάδα συνέπεσαν είτε με χρονιές εκλογών, είτε με φαινόμενα κρατικής διάλυσης, όπως η αποστασία του 1965 και η προδοσία της Κύπρου το 1974. Κατά την περίοδο 1955-2016 κάηκαν συνολικά 21 εκατ. στρέμματα δάσους, εκ των οποίων το 61% κάηκε στα 22 έτη προεκλογικής ή άλλης χαλάρωσης σε έκταση δυόμισι φορές μεγαλύτερη αυτής που καίγεται άλλες χρονιές. Τα επιπλέον καμένα σε εκλογικές χρονιές είναι συνολικά το 7% της έκτασης της Ελλάδας, με μεγάλο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος.
* Ο κ. Σπύρος Σκούρας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ