Η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1996 περάτωσε το έργο της, εκπληρώνοντας ταυτοχρόνως την αντίστοιχη αποστολή της, ως προς την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η μαραθώνια διαδικασία που άρχισε μετά την υποβολή σχετικών προτάσεων εκ μέρους του ΠαΣοΚ και της Νέας Δημοκρατίας, πάνω από ένα χρόνο πριν, στις 11 Ιουνίου 1977, με τη συζήτηση στη Βουλή για τη σύσταση της αρμόδιας Επιτροπής, ολοκληρώθηκε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, ύστερα από τη δεύτερη και τελευταία ψηφοφορία η οποία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 2 του Συντάγματος, οδηγεί στο τέρμα της πρώτης φάσης αναθεώρησης. Ητοι εκείνης που επιτρέπει στη Βουλή να καθορίσει ειδικώς τις διατάξεις οι οποίες πρέπει να αναθεωρηθούν.


Τη σκυτάλη στο πεδίο της κορυφαίας αυτής θεσμικής πρωτοβουλίας θα πάρει, μετά τις ερχόμενες εκλογές, η Βουλή που θα προκύψει από αυτές. Η Βουλή αυτή, με νωπή πλέον τη λαϊκή ετυμηγορία και τη συνακόλουθη δημοκρατική νομιμοποίηση, θα αποφασίσει κυριάρχως, κατά την πρώτη σύνοδό της, αν και ποιες από τις ήδη καθορισμένες διατάξεις θα αναθεωρηθούν τελικώς καθώς και ποιο θα είναι το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο.


Στο μέσον πια της όλης διαδρομής μπορεί ­ ίσως μάλιστα πρέπει ­ να επιχειρηθεί ένας πρώτος απολογισμός της αναθεωρητικής προσπάθειας, φυσικά με τις επιφυλάξεις που επιβάλλει ο πρωταγωνιστικός ρόλος της επόμενης Βουλής. Και ο απολογισμός αυτός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σύμπτωση και ο συνδυασμός των βασικών χαρακτηριστικών τής υπό εξέλιξη αναθεώρησης του Συντάγματος της προσδίδει μιαν ιδιόμορφη όσο και άκρως ελπιδοφόρα μοναδικότητα στη συνταγματική μας ιστορία που, ατυχώς, διακρίθηκε περισσότερο από την επεισοδιακή της εξέλιξη παρά από τη συνέχεια της συμβολής της στη διαμόρφωση των θεσμών. Πιστεύω ότι τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τέσσερα:


Πρώτον, η αναθεώρηση εξελίχθηκε ως τώρα με απόλυτο ­ υποδειγματικό θα τολμούσα να πω ­ σεβασμό των διατάξεων εκείνων του Συντάγματος που προσδιορίζουν το θεσμικό πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Το χαρακτηριστικό τούτο δεν στερείται ιδιαίτερης σημασίας, αν αναλογισθεί κανείς ότι η αναθεώρηση αυτή είναι μόλις η δεύτερη στη συνταγματική μας ιστορία που επιχειρείται χωρίς παραβίαση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Την πρωτιά κατέχει η ­ πρόχειρη και προσχηματική ως προς το περιεχόμενό της, πάντα κατά τη γνώμη μου ­ αναθεώρηση του 1985/1986. Γιατί όσο και αν φαίνεται σήμερα παράδοξο όλα τα άλλα προηγούμενα αναθεωρητικά εγχειρήματα έγιναν, ουσιαστικά, κατά παράβαση των εκάστοτε ισχυόντων Συνταγμάτων, πλαισιώνοντας συχνά πολιτειακές εκτροπές ή και δημιουργώντας παρασυνταγματικές ρυθμίσεις και πρακτικές.


Δεύτερον, η αναθεώρηση αυτή δεν προκλήθηκε από κάποια πολιτειακή ούτε καν από κάποια πολιτική κρίση. Και κατά τούτο διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη του 1985/1986. Η υπό εξέλιξη αναθεώρηση σχεδιάσθηκε, κατ’ ουσία, στις αρχές του 1993, από την τότε Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και άρχισε τυπικά, όπως ήδη τόνισα, τον Ιούνιο του 1997, ύστερα από νηφάλια και ώριμη σκέψη, που κατέληξε στο γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα ότι το επιτυχημένο Σύνταγμα του 1975, ύστερα από υπερεικοσαετή εφαρμογή, έπρεπε να προσαρμοσθεί στη σύγχρονη συγκυρία και στις προκλήσεις και απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Αξίζει να υπομνησθεί ότι η όλη αναθεωρητική προσπάθεια θα είχε σήμερα ολοκληρωθεί και η παρούσα Βουλή θα ήταν ήδη αναθεωρητική αν η Κυβέρνηση, που γνώριζε πως θα οδηγούσε τη χώρα σε πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 1996, δεν ηρνείτο, για καθαρώς μικροπολιτικούς λόγους και υπολογισμούς εκλογικού «αιφνιδιασμού», να γίνουν, τον Ιούνιο του 1996, οι δύο διαδοχικές ψηφοφορίες επί των αναθεωρητέων διατάξεων, προκειμένου να φθάσει σε αίσιο πέρας η διαδικασία η οποία είχε αρχίσει με την υποβολή πρότασης αναθεώρησης από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, στις 20 Μαρτίου 1995 και είχε προχωρήσει σημαντικά, αφού η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής είχε υποβάλει την έκθεσή της από τις 21 Ιουνίου 1996.


Τρίτον, η αναθεώρηση προδιαγράφεται ευρύτατη. Και τούτο γιατί προτάθηκε η αναθεώρηση 120 διατάξεων του Συντάγματος και αποφασίσθηκε, ήδη, η αναθεώρηση των 90 από αυτές. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά, όπως θέλω να πιστεύω, το γεγονός ότι ιδίως η πρόταση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, και τις δύο φορές που κατατέθηκε, υπήρξε πλήρης και ιδιαιτέρως σαφής, γιατί δεν περιορίσθηκε σε απλή απαρίθμηση των προς αναθεώρηση διατάξεων αλλά, όλως αντιθέτως, διαμόρφωσε και το περιεχόμενο ακόμη των διατάξεων αυτών, μολονότι, βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν ήταν συνταγματικώς επιβεβλημένο.


Και, τέταρτον, η αναθεώρηση εξελίχθηκε ως τώρα μέσα σ’ ένα συναινετικό, τουλάχιστον κατά κανόνα, κλίμα. Οι αριθμοί και τα αντίστοιχα στατιστικά δεδομένα, που προέκυψαν από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, είναι αψευδείς μάρτυρες. Παραθέτω ορισμένα μόνον αλλά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: Από τις 120 διατάξεις που προτάθηκαν για αναθεώρηση αρχικώς μόνο 30 (ήτοι μόλις το 25%) κρίθηκαν μη αναθεωρητέες, αφού δεν ψηφίσθηκαν από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής. Από τις λοιπές 90 αναθεωρητέες πια διατάξεις (που αποτελούν το 75%) οι συντριπτικώς περισσότερες, και συγκεκριμένα οι 83 (ήτοι το 69,2% της αρχικής πρότασης), εγκρίθηκαν με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της Βουλής. Μάλιστα οι 78 από αυτές (ήτοι ποσοστό 65%) κρίθηκαν ως αναθεωρητέες με πάνω από 250(!!) ψήφους. Και μόνον 7 από τις 120 προαναφερόμενες διατάξεις (ήτοι ποσοστό μόλις 5,8%) κρίθηκαν ως αναθεωρητέες με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής. Ετσι ανοίγεται στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή ο δρόμος για μια γενναία και ουσιαστική αναθεώρηση, με δεδομένο το ότι η Βουλή αυτή θα μπορέσει να προβεί στη μεταρρύθμιση πολλών και σημαντικών διατάξεων του Συντάγματος με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της.


Φυσικά όλα δεν εξελίχθηκαν κατά τρόπο ειδυλλιακό στο πλαίσιο της πρώτης αυτής φάσης αναθεώρησης του Συντάγματος. Ορισμένες ­ αναμενόμενες άλλωστε, στο χώρο του δημοκρατικού διαλόγου ή και της πολιτικής αντιπαράθεσης ­ παρεκβάσεις θαμπώνουν κάπως τη θεσμική εικόνα της αναθεωρητικής διαδικασίας.


Α. Ετσι π.χ. η εμμονή της κυβερνητικής πλειοψηφίας να κριθούν ως αναθεωρητέες οι διατάξεις του Συντάγματος περί εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, με σκοπό να αποφευχθεί η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται η αυξημένη πλειοψηφία, η οποία απαιτείται σήμερα, είχε δύο, τουλάχιστον, αρνητικά αποτελέσματα: Από τη μια πλευρά επικέντρωσε το ενδιαφέρον της όλης αναθεώρησης σ’ αυτό, ιδίως, το θέμα, που δεν ήταν ­ ή δεν έπρεπε να ήταν ­ το κυρίαρχο. Και από την άλλη αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, ανάλογα βέβαια με την απόφαση που θα πάρει σχετικώς η επόμενη αναθεωρητική Βουλή, να υποβαθμισθεί ακόμη περισσότερο ο θεσμός με το να εισαχθεί ρύθμιση που θα επιτρέπει να εκλέγεται ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρόσωπο της επιλογής μιας τυχαίας ή και περιστασιακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πέραν τούτου η κυβερνητική πλειοψηφία απέρριψε, χωρίς αποχρώντα λόγο, ρηξικέλευθες και χρήσιμες προτάσεις, όπως εκείνες που αφορούν αφενός την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και αφετέρου τη λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, για να αντιμετωπισθεί η θεσμική ανισορροπία, η οποία προέκυψε από την αναθεώρηση του 1985/1986.


Β. Από ορισμένες πλευρές διατυπώθηκε η άποψη ότι η προκείμενη αναθεώρηση είναι στατική και άτολμη. Αν και η συζήτηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να είναι μακρά, ας μου επιτραπεί μια σύντομη απάντηση: Το ισχύον Σύνταγμα του 1975 ήταν και παραμένει το τελειότερο στη συνταγματική μας ιστορία και ένα από τα πιο ολοκληρωμένα σε διεθνή, και κυρίως σε ευρωπαϊκή, κλίμακα. Το γεγονός όμως ότι έχει ήδη διανύσει πάνω από 20 χρόνια εφαρμογής, σε συνδυασμό με τη θεσμική ανισορροπία που επέφερε η πρόχειρη και προσχηματική αναθεώρηση του 1985/1986, καταδεικνύουν ότι η αναθεώρηση αυτή μπορεί να αποβεί σημαντική. Οσοι λοιπόν υιοθετούν την άποψη ότι η αναθεώρηση είναι άτολμη, οφείλουν να σκεφθούν τα ακολουθα: Ή το Σύνταγμα έχει επιτύχει, οπότε δεν χρειάζεται σημαντικές μεταβολές. Ή έχει αποτύχει, οπότε τότε και μόνο δικαιολογούνται μείζονες παρεμβάσεις στο κανονιστικό του πλαίσιο. Δεν μπορεί όμως κανείς να ισχυρίζεται, ταυτοχρόνως, ότι και επιτυχημένο είναι το Σύνταγμα και χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγή. Πρέπει επίσης να επισημάνω ότι εκείνοι οι οποίοι θεωρούν πως στο πλαίσιο της προκείμενης διαδικασίας αναθεώρησης έπρεπε να τεθεί, και μάλιστα ως μείζον θέμα, το ζήτημα του χωρισμού Πολιτείας και Εκκλησίας, οφείλουν να αναλογισθούν το εξής: Από τη μια πλευρά ο χωρισμός αυτός έχει επέλθει, ουσιαστικά, σε νομοθετικό επίπεδο ­ με ελάχιστες και όχι ιδιαίτερα σημαντικές εξαιρέσεις ­ και από την άλλη μεγαλοποιείται ένα θέμα, σε βάρος των ίδιων των θεσμών, χωρίς αυτό από την ίδια του τη φύση να έχει τις διαστάσεις που του προσδίδουν.


Τελειώνοντας θέλω να τονίσω, για να αποφευχθεί κάθε παρεξήγηση, ότι ο απολογισμός που προηγήθηκε, πέραν του υποκειμενικού του χαρακτήρα, είναι εντελώς προσωρινός. Και τούτο γιατί η όλη αναθεωρητική προσπάθεια θα κριθεί οριστικώς μόνο μετά τις επόμενες εκλογές, όταν η Βουλή που θα προκύψει από αυτές, ως αναθεωρητική, θα αποφασίσει, όπως επισήμανα, κυριάρχως για την έκταση και το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης των συνταγματικών μας θεσμών. Είναι όμως γεγονός ότι το κλίμα μιας συνταγματικώς άψογης, νηφάλιας, ευρείας και συναινετικής αναθεώρησης, καθώς και η ουσιαστική συζήτηση που έγινε κατά την πρώτη αυτή φάση, σε συνδυασμό με τη βασική αρχή της ιστορικής αλλά και θεσμικής συνέχειας του κράτους και του πολιτεύματος, θα επιδράσουν ­ ή πρέπει να επιδράσουν ­ καταλυτικά στις εργασίες της επόμενης Βουλής. Και κάτι τέτοιο μπορεί να αποβεί ευεργετικό, με δεδομένο το ότι η τελική απόφαση για το μεγαλύτερο μέρος των αναθεωρητέων διατάξεων θα είναι δυνατό να ληφθεί στη Βουλή αυτή ακόμη και από μια οριακή κυβερνητική πλειοψηφία.


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι βουλευτής Επικρατείας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.