ΠΛΗΘΑΙΝΟΥΝ οι περιπτώσεις διαφοροποίησης βουλευτών από την επίσημη γραμμή του κόμματός τους, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την άρνηση επαρχιωτών βουλευτών του


ΠαΣοΚ να υπερψηφίσουν κρίσιμη, γι’ αυτούς, διάταξη του εκλογικού νομοσχεδίου ­ αυτή που επιτρέπει στους ετεροδημότες να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα στον τόπο κατοικίας τους.


Συνήθως οι διαφοροποιήσεις αυτές παρουσιάζονται με αρνητικό τρόπο από τα μέσα: «ανταρσία στο ΠαΣοΚ», «νέο ρήγμα στη ΝΔ» είναι οι συνήθεις χαρακτηρισμοί τέτοιων φαινομένων ­ χωρίς να απουσιάζουν και τα ακραία «κινδυνεύει η κυβέρνηση», «μπάχαλο», «αλαλούμ», «διασπάται η ΝΔ», τα τόσο αγαπητά στον χώρο της ελληνικής δημοσιογραφίας.


Οι εξηγήσεις για τους λόγους των διαφωνιών αναζητούνται κατά κανόνα στις ήδη υφιστάμενες διαφοροποιήσεις και συνολικές αντιπαραθέσεις μέσα στα κόμματα· σπανίως θα ενημερωθούμε για τους ειδικούς λόγους που ωθούν κάποιους βουλευτές του ΠαΣοΚ να διαφωνήσουν με τις προτάσεις υπουργών ή άλλους της ΝΔ με τις απόψεις της ηγεσίας. Το μόνο που υπάρχει, σύμφωνα με τη συνήθη προσέγγιση των διαφωνιών, είναι το συνολικό κομματικό παιχνίδι εξουσίας και όλα ερμηνεύονται μέσω αυτού.


Μπορεί λοιπόν να υποστηρίξει κανείς ότι τα ελληνικά μέντια έχουν υιοθετήσει πλήρως την «πολιτική θεωρία της στρούγκας», σύμφωνα με την οποία οι βουλευτές πρέπει να υποτάσσονται, ως κοπάδι, στα σαλαγήματα του αρχηγού-τσέλιγκα. Αν δεν υπακούουν, αυτό σημαίνει ότι θέλουν να τον ανατρέψουν και επομένως κινδυνεύουν να αποβληθούν από τη στρούγκα και να τα φάει ο λύκος ­ κατά πώς έλεγε ο εγκυρότερος εκφραστής της θεωρίας μακαρίτης Ευ. Αβέρωφ.


Η πραγματικότητα όμως της στρούγκας αποτελεί πολύ πρόσφατη «κατάκτηση» του ελληνικού πολιτικού βίου ­ μεταπολιτευτική, για την ακρίβεια. Συνδέεται με την εμφάνιση των μαζικών κομμάτων και την ισχύ που αποκτούν οι «μηχανισμοί» απέναντι στους ισχυρούς «τοπάρχες» που ήσαν ανέκαθεν οι βουλευτές. Πριν από τη δικτατορία, και όσο πίσω πάμε στην ελληνική ιστορία, καθεστώς ήταν η ανεξαρτησία και η μεγάλη κομματική κινητικότητα των βουλευτών ­ με την εξαίρεση αυτών της ΕΔΑ ή του ΚΚΕ.


Φαίνεται ότι, παρά τις διαγραφές από το κόμμα (Κ. Καραμανλής, Δ. Τσοβόλας) ή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα (Κ. Σημίτης) που επιβάλλουν οι αρχηγοί, η απομαζικοποίηση των κομμάτων και η πολιτική αποδυνάμωση των μηχανισμών τους, που ξεκίνησαν πριν από δέκα χρόνια περίπου, ξαναδίνουν ισχύ, και επομένως φωνή, στους βουλευτές. Μου φαίνεται πως αυτό είναι το πραγματικό αίτιο των παρατηρούμενων διαφοροποιήσεων και όχι η έκλειψη των «ισχυρών ηγετών».


Πρόκειται για φαινόμενο το οποίο, κατ’ αρχήν, πρέπει να το θεωρήσουμε θετικό. Η πολυφωνία ποτέ δεν έβλαψε τη δημοκρατία ­ ούτε η σύγκρουση συμφερόντων τη σωστή διακυβέρνηση. Η μονολιθικότητα και η μονοπώληση του ενδιαφέροντος για το δημόσιο συμφέρον από τις ηγεσίες, αυτή οδηγεί σε αδιαφανείς διαδικασίες και διευθετήσεις μεροληπτικές.


Ιδιαίτερη σημασία, προφανώς, έχουν οι διαφοροποιήσεις των βουλευτών της πλειοψηφίας, οι οποίες στερούν από τους υπουργούς τη βεβαιότητα ότι το νομοσχέδιό τους «θα περάσει» βρέξει-χιονίσει και τους υποχρεώνουν να διαπραγματευθούν, να κάνουν τροποποιήσεις και υποχωρήσεις. Αν το ζήτημα είναι για την κυβέρνηση κρίσιμο, μπορεί να θέσει θέμα «κομματικής πειθαρχίας» ­ δεν νοείται να υπάρχει εξ ορισμού τέτοια πειθαρχία σε ό,τι επινοήσουν τα γραφεία των υπουργών.


Βέβαια, το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται και μεγαλύτερες ευθύνες από την πλευρά των βουλευτών ­ μεγαλύτερη υπευθυνότητα για κάθε «υπέρ» ή «κατά» που εκφωνούν στη Βουλή. Και κυρίως συνεπάγεται ότι αυτή η μεγαλύτερη ελευθερία δεν χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση εντελώς προσωπικών συμφερόντων ­ όπως ακριβώς συνέβη με την αρνητική στάση των επαρχιωτών βουλευτών απέναντι στην «από απόσταση» ψήφο των ετεροδημοτών.


Κάθε αρχή και δύσκολη.