Η παρέα συζητούσε στην πλατεία για πολλά και διάφορα –τέσσερις μεσήλικοι άνδρες απολάμβαναν τον καφέ τους και τον πρώτο όμορφο καλοκαιρινό ήλιο. Αριστερά τους αριβάρισε μια παρέα πιτσιρικάδων –ο μικρότερος πέντε και ο μεγαλύτερος οκτώ χρονών – που είχαν αποφασίσει ότι απόλαυση στη ζωή είναι να κοπανάει ο ένας το κεφάλι του άλλου με ένα πλαστικό μπουκάλι νερού: τα είχαν προμηθευτεί από το διπλανό σουβλατζίδικο, όπου έτρωγαν οι γονείς τους. Παρέα πιτσιρικάδων είπα; Λάθος –ο σωστός χαρακτηρισμός είναι μάλλον αγέλη από αδέσποτα. Κοπανούσαν με χαρά τα μπουκάλια, ουρλιάζοντας σαν να βρίσκονται σε συναυλία των ΑC/DC, κλωτσούσαν καρέκλες και έκλαιγαν όχι από πόνο, αλλά από τα νεύρα τους.
Η παρέα των δύστυχων έδειξε να ενοχλείται –ο στίχος «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά» απέκτησε ξαφνικά άλλο νόημα. Ο πιο θαρραλέος χαμηλόφωνα παρακάλεσε τα μικρά λυκόπουλα να φύγουν –αυτά βρήκαν την παράκληση διασκεδαστική και άρχισαν να ουρλιάζουν περισσότερο. Οι γονείς ζήτησαν λογαριασμό αδιαφορώντας για τη φασαρία και τα φώναξαν –η παρέα νόμιζε πως γλίτωσε, όπως συμβαίνει στα καλά θρίλερ. Οι μπαμπάδες έφυγαν για να πάνε να πάρουν το αυτοκίνητο, οι μαμάδες σταμάτησαν για ένα τελευταίο τσιγάρο. Η αγέλη επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος για να καταστρέψει και τα τελευταία λεπτά της ησυχίας των δόλιων, που είχαν την κακή ιδέα να καθίσουν σαββατιάτικα να πιουν έναν καφέ. Οι πιτσιρικάδες ούρλιαζαν περισσότερο, αποδεικνύοντας ότι τα ήμερα μπορούν να διώξουν τα άγρια –αν και ήταν δύσκολο να διακρίνεις τους ρόλους.
Ενας από την παρέα δεν άντεξε και σήκωσε τη φωνή του παρακαλώντας τα να πάνε αλλού να παίξουν. Μάταια. Η αγέλη συνέχισε να χορεύει τον χορό των κανίβαλων της ησυχίας, αυτή τη φορά κυκλώνοντας το τραπέζι που είχε γίνει στόχος της –άγνωστο γιατί. Η παρέα δεν άντεξε και ένας φώναξε τις δυο μανάδες, παρακαλώντας τες να κάνουν κάτι. Ισως να τους δώσουν ηρεμιστικά –τα χαστούκια από παιδαγωγικής άποψης απαγορεύονται. «Μα, πώς κάνετε έτσι;» είπε η μια μάνα. «Είναι φανερό ότι δεν έχετε παιδάκια» αποφάνθηκε η άλλη. «Παιδιά δεν έχω, αλλά έχω μάνα» είπε ένας από το τραπέζι. Και όλοι ευχήθηκαν η αγέλη να αποκτήσει και αυτή κάποτε μία.
Διαβάζω συχνά τις λίστες στις οποίες καταγράφεται η υπογεννητικότητα: δεν μπορώ να καταλάβω αν το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο –μια φτωχή χώρα σαν την Ελλάδα πιθανότατα να είναι καταδικασμένη από τις δυσκολίες της να μειώσει τον πληθυσμό της -, κάποια πράγματα, θέλω να πω, επιβάλλονται από την ανάγκη. Στο μεταξύ, έχουμε μια άλλη ανάγκη τεράστια: να αποκτήσουμε μάνες. Διότι αν μάνες δεν υπάρχουν, ακόμη και αν μαγικά λυθεί το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, παιδιά δεν θα υπάρχουν και πάλι. Θα γεμίσει ακόμη περισσότερο ο τόπος από κακομαθημένα τα οποία στα δέκα τους χρόνια ουρλιάζουν, στα δεκαπέντε τους τσακώνονται, στα δεκαοκτώ τους χαλάνε τον κόσμο, στα είκοσί τους αδιαφορούν για το αν δίπλα τους υπάρχουν και ζουν άνθρωποι. Δεν φταίνε αυτά αν είναι κακότροπα, ακοινώνητα, καλομαθημένα και απαίδευτα: φταίνε οι μαμάδες τους, που είναι είδος προς εξαφάνιση.
Ευτυχώς, δεν είναι όλες έτσι. Ο Θεός ακούει τις προσευχές μας και μας στέλνει και κάποιες κανονικές: κάποιες που μεγαλώνουν παιδιά κάνοντάς τους παρατηρήσεις και δεν τα παρατηρούν απλά να μεγαλώνουν. Πρόκειται για μαμάδες που έχουν μεγαλώσει από σωστές μαμάδες, που είχαν παιδικά χρόνια στα οποία έμαθαν τους κώδικες του πολιτισμού και δεν μεγάλωσαν με την πεποίθηση ότι ο κόσμος τούς ανήκει αποκλειστικά. Πρόκειται για μαμάδες που εκπαιδεύτηκαν από τις μαμάδες τους να γίνουν μαμάδες, που τα παιδιά τους τα αγαπάνε τόσο ώστε να μπορούν να τα βοηθήσουν να γίνουν καλοί άνθρωποι λέγοντάς τους και μερικά «όχι». Πρόκειται για μαμάδες που τον ρόλο τους τον ξέρουν και όχι για μαμάδες που τον ρόλο τον υποδύονται.
Ας σταματήσουμε να ασχολούμαστε με την υπογεννητικότητα αν στο μεταξύ δεν εξασφαλίσουμε τις απαραίτητες στη χώρα μαμάδες…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Ιουλίου 2018.