Τα όσα έγιναν την περασμένη εβδομάδα στη Διάσκεψη Κορυφής (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης πιστοποιούν τον πολιτικό κατακερματισμό της Ευρώπης – ΕΕ και το τέλος ίσως της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Πρώτα απ’ όλα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απέτυχε να υιοθετήσει κοινές ευρωπαϊκές προσεγγίσεις ή πολιτικές για την αντιμετώπιση του προσφυγικού – μεταναστευτικού ζητήματος. Τα μέτρα είναι εθελοντικά, όπως των «κλειστών κέντρων» για τους πρόσφυγες. Οποια χώρα θέλει τα δημιουργεί, όποια δεν θέλει δεν κάνει τίποτα. Αλλά αυτή δεν είναι κοινή πολιτική. Είναι Ευρώπη à la carte. Κοινή πολιτική σημαίνει νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται απ’ όλους ή εν πάση περιπτώσει από μια μεγάλη ομάδα κρατών-μελών, αλλά σε νομικά δεσμευτική βάση. Η προσέγγιση που υιοθετήθηκε αποτυπώνει τη λογική των χωρών Visegrad (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), η οποία σταθερά προωθεί την «εθελοντική προσέγγιση» στη διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων και ιδιαίτερα του μεταναστευτικού προβλήματος. Τελικά επέβαλαν τη λογική τους. Και την επέβαλαν γιατί η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολιτικά κατακερματισμένη, με την απουσία μιας ισχυρής ενοποιητικής ομάδας κρατών-μελών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, η οποία λειτουργούσε ως η ατμομηχανή για βαθύτερη ενοποίηση και «ευρωπαϊκές λύσεις» στα προβλήματα.

«Ενοποιητική ατμομηχανή»

Στο παρελθόν, οι έξι ιδρυτικές χώρες της Ενωσης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) λειτουργούσαν ως «ενοποιητική ατμομηχανή». Αργότερα στην ομάδα αυτή προσχώρησαν χώρες-μέλη όπως οι Ισπανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Φινλανδία και Αυστρία. Σήμερα η ομάδα αυτή έχει ουσιαστικά διαλυθεί σε επιμέρους σχηματοποιήσεις με συγκρουόμενα συμφέροντα, απόψεις και στόχους. Από την ιδρυτική ομάδα χωρών-μελών παραμένουν σε συνεργασία, αν και προβληματικά, μόνο Γαλλία και Γερμανία. Επιχειρούν με δυσκολία να επεξεργαστούν κοινές θέσεις και να προβάλουν ένα κοινό όραμα υποστηριζόμενες κάπως από την Ισπανία. Η Ιταλία, μετά τις τελευταίες εκλογές που έφεραν στην εξουσία την Ακροδεξιά της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι και τους λαϊκιστές του Κινήματος των 5 Αστέρων του Λουίτζι Ντι Μάιο, έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο των απορριπτικών της ευρωπαϊκής ενοποίησης (από χώρα έντονα φιλοευρωπαϊκή στο παρελθόν), ενώ η θέση της ακόμη και στην ευρωζώνη είναι αβέβαιη. Η Ολλανδία έχει επίσης περάσει στο έντονα ευρωσκεπτικιστικό στρατόπεδο με απορριπτικές θέσεις για κρίσιμα ζητήματα, όπως η αύξηση του προϋπολογισμού της Ενωσης ή η εμβάθυνση της ευρωζώνης. Το χειρότερο, η Ολλανδία έχει ηγηθεί μιας νέας ομάδας μεσαίων και μικρότερων κρατών-μελών –η νέα Χανσεατική Ενωση (Hanseatic League) όπως έχει ονομαστεί –που περιλαμβάνει δώδεκα χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Εσθονία, Ιρλανδία, Λετονία, Πολωνία, Λιθουανία). Οι χώρες αυτές επιχειρούν να επιβάλουν ένα εξόχως συντηρητικό πρότυπο στην οργάνωση τόσο της ευρωζώνης όσο και της ίδιας της ΕΕ. Τάσσονται ενάντια σε κάθε ιδέα για ξεχωριστό προϋπολογισμό, ενίσχυση των πολιτικών συνοχής, αλληλεγγύης κ.ά. Μόλις πρόσφατα καταδίκασαν με ιδιαίτερα σφοδρό τρόπο την κοινή πρόταση Μακρόν – Μέρκελ για την εμβάθυνση της ευρωζώνης.

Η ομάδα του Βίζεγκραντ

Από την άλλη μεριά, οι βασικές χώρες της (πρώην) Ανατολικής Ευρώπης έχουν συγκροτήσει τη δική τους ξεχωριστή ομάδα, τη γνωστή ως Βίζεγκραντ (Visegrad group). Η ομάδα αυτή δεν αντιτίθεται απλώς στην εμβάθυνση της ενοποίησης, αλλά παραβιάζει βάναυσα τόσο τις αξίες της Ενωσης (θεμελιώδη δικαιώματα, κράτος δικαίου, ελευθερία έκφρασης) όσο και τις πολιτικές και δράσεις της ΕΕ (π.χ. για τη μετανάστευση). Οι δύο από τις χώρες αυτές, η Πολωνία και η Ουγγαρία, έχουν οικοδομήσει πολιτικά καθεστώτα ανελεύθερης δημοκρατίας (illiberal democracy) που δυστυχώς βρίσκουν μιμητές ευρύτερα στις άλλες χώρες, περιλαμβανομένης τελευταία και της Σλοβενίας. Ο ευρωπαϊκός λαϊκισμός επεκτείνεται και υποσκάπτει τα θεμέλια τόσο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας όσο και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα αποτελέσουν, ως φαίνεται, μια σκληρή δοκιμασία για την Ευρώπη.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η θεωρία και πρακτική έλεγε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση βαδίζει προς μια διάρθρωση «δύο ταχυτήτων». Μια ομάδα κρατών-μελών θα προχωρούσε με ταχύτερα βήματα προς βαθύτερη ενοποίηση ενώ μια δεύτερη θα ακολουθούσε με βραδύτερη ταχύτητα, αλλά προς τον ίδιο προορισμό και στόχο. Αυτό το πρότυπο –των δύο ή περισσότερων ταχυτήτων –φαίνεται να έχει ήδη πεθάνει. Η Ενωση φαίνεται να βαδίζει σε οργάνωση «ειδικών καθεστώτων». Ομάδες ή μεμονωμένες χώρες-μέλη, δηλαδή, συγκροτούν μέσα στην Ενωση ειδικό καθεστώς με ειδικές ρυθμίσεις λειτουργίας και συμπεριφοράς, χωρίς την αποδοχή του κοινού ενοποιητικού στόχου (της finalité politique), αλλά ούτε καν τον στοιχειώδη σεβασμό των βασικών αξιών και αρχών της Ενωσης σε ορισμένες περιπτώσεις. Η Ελλάδα π.χ. αποτελεί μια χώρα-μέλος σε «ειδικό καθεστώς» ρυθμίσεων και θα παραμείνει έτσι για πολλά χρόνια. Οι ρυθμίσεις π.χ. που έχουν συμφωνηθεί στον οικονομικό τομέα για την μετά την έξοδο από το μνημόνιο περίοδο είναι κομμένες και ραμμένες για την Ελλάδα. Δεν ισχύουν για καμιά άλλη χώρα-μέλος, ενώ «ξεφεύγουν» από τους γενικούς κανόνες λειτουργίας της ευρωζώνης. Οι χώρες Πολωνία και Ουγγαρία βρίσκονται επίσης σε «ειδικό καθεστώς» και το ίδιο ισχύει για σειρά άλλων κρατών-μελών (π.χ. Δανία, Ιρλανδία, Αυστρία κ.ά.).
Σε μια τέτοια κατακερματισμένη πολιτική διάρθρωση ο ρόλος των κεντρικών ευρωπαϊκών θεσμών όπως και, κυρίως, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διατήρηση της λειτουργικής συνοχής του συστήματος καθίσταται κρίσιμος. Η Επιτροπή Γιούνκερ έχει σε σημαντικό βαθμό ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή.
Πάντως η εικόνα αυτή κάνει εξαιρετικά προβληματική κάθε αναφορά σε «ευρωπαϊκή κανονικότητα». Ποιος αλήθεια την εκφράζει σήμερα με τόσα ειδικά καθεστώτα; Εκτός εάν ορίσουμε ως κανονικότητα την «Ευρώπη των Συνθηκών». Ή έχουμε, μήπως, το τέλος της κανονικότητας; Μπορεί, αφού άλλωστε και ο Α. Τσίπρας θεωρείται ήδη ως μέλος της «κανονικότητας».
Και, τέλος, κάτω από τις συνθήκες αυτές πώς μπορεί να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση; Προφανώς μόνο με ad hoc «συνασπισμούς των επιθυμούντων» υπό την καθοδήγηση κυρίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής…
Ο κ. Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ