Το μνημονιακό νομοθετικό πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε από το 2010, περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων περικοπών των συνταξιοδοτικών παροχών τις περικοπές των κύριων και των επικουρικών συντάξεων από 1/1/2019 [έπειτα από 27 διαδοχικές μειώσεις (45%) την περίοδο 2010-2017, αφαιρώντας από τους συνταξιούχους τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ] μέσω της διαδικασίας του επανυπολογισμού των συντάξεων σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016.
Και αυτό προκειμένου ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16% του ΑΕΠ) ως το 2060, συνδέοντας τις περικοπές αυτές περισσότερο με την εξυπηρέτηση του χρέους και τα πρωτογενή πλεονάσματα παρά με την αναγκαία ανασύσταση του αποθεματικού κεφαλαίου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Στις συνθήκες αυτές το ΔΝΤ επισημαίνει ότι «η απόφαση (21/6/2018) του Eurogroup διασφαλίζει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, αναφέροντας ότι η Ελλάδα εξέρχεται από τα προγράμματα έχοντας εξαλείψει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες». Παράλληλα, το ΔΝΤ επιμένει «στην αναγκαιότητα περαιτέρω περικοπής των συντάξεων, σημειώνοντας ότι οι εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις και τα υψηλά πλεονάσματα αποτελούν εμπόδια για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας». Ωστόσο το ερώτημα που προκύπτει είναι αν μετά την απόφαση (21/6/2018) του Eurogroup, την τυπική έξοδο (20/8/2018) της ελληνικής οικονομίας από τη μνημονιακή περίοδο της ύφεσης, της λιτότητας, της ανεργίας, κ.λπ., τις αναπτυξιακές της προοπτικές και τις μελλοντικές καταβολές των τοκοχρεολυτικών υποχρεώσεων της χώρας μας, επιβάλλονται ή όχι οι περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων από την 1/1/2019.
Διερευνώντας αναλυτικά τα σχετικά στατιστικά (πληθυσμός, προσδόκιμο όριο ζωής, ηλικία συνταξιοδότησης, κ.λπ.) και οικονομικά (ΑΕΠ, ποσοστό απασχόλησης, επίπεδο μισθών, πληθωρισμός, δημόσια έσοδα-δαπάνες, ποσά αποπληρωμής χρέους, κ.λπ.) στοιχεία, με τη μεθοδολογία των χρηματοροών, αποδεικνύεται με τεκμηριωμένο τρόπο ότι δεν είναι μονόδρομος η μείωση των συντάξεων.

Κάτω από το όριο 16% του ΑΕΠ

Πράγματι, από τη μελέτη προκύπτει ότι ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ, χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων την 1/1/2019, παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα του 16% του ΑΕΠ. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η μη εφαρμογή των μειώσεων των συντάξεων το 2019, επηρεάζει ανοδικά τη συνταξιοδοτική δαπάνη, κυρίως την περίοδο 2020-2032, χωρίς όμως να υπερβαίνει το επίπεδο του 16% του ΑΕΠ.
Από το 2032 ως το 2060 παρατηρείται ότι, είτε με τις μειώσεις είτε χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων, ο δείκτης έχει την ίδια τιμή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι από το 2030 και μετά θα έχουν συνταξιοδοτηθεί όλοι οι λεγόμενοι παλαιοί ασφαλισμένοι, θα έχει αποβιώσει ο μεγαλύτερος αριθμός των σημερινών συνταξιούχων και οι νέοι πια συνταξιούχοι θα συνταξιοδοτούνται με τον Ν. 4387/2016.
Αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος νόμος θα εφαρμόζεται για 15 έτη, θα λαμβάνει υπόψη για τις συντάξιμες αποδοχές τον μέσο όρο των μισθών όλων των ετών ασφάλισης και οι συντελεστές αναπλήρωσης θα είναι σημαντικά χαμηλότεροι. Παράλληλα, η έρευνά μας αναφέρεται και σε έναν επιπλέον δείκτη ο οποίος συνίσταται στο άθροισμα της κρατικής συμμετοχής στη δαπάνη για συντάξεις και του ετήσιου ποσού αποπληρωμής του χρέους προς το ΑΕΠ.
Ο δείκτης αυτός εξετάστηκε για δύο περιπτώσεις: στην πρώτη περίπτωση θεωρήθηκε ότι θα εφαρμοστούν οι μειώσεις των συντάξεων την 1/1/2019 και στη δεύτερη περίπτωση ότι δεν θα εφαρμοστούν οι μειώσεις των συντάξεων την 1/1/2019.
Ως ποσά των δόσεων για το χρέος έχουν ληφθεί υπόψη αυτά που προκύπτουν μετά την απόφαση του Eurogroup και ως ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θεωρείται 1% κατά μέσο όρο από το 2023 μέχρι το 2060. Από την επεξεργασία και ανάλυση αυτών των δεδομένων προκύπτει ότι για το έτος 2019 ο δείκτης αυτός στην περίπτωση της μείωσης των συντάξεων θα έχει τιμή 12,2% του ΑΕΠ, ενώ χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων θα έχει τιμή 13,5% του ΑΕΠ, αντίστοιχα για το 2020 θα είναι 8,1% του ΑΕΠ με τις μειώσεις των συντάξεων και 9,4% του ΑΕΠ χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων, το 2030 θα είναι 7,2% του ΑΕΠ με τις μειώσεις και 7,4% του ΑΕΠ χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων, το 2040 θα είναι 9,1% του ΑΕΠ με τις μειώσεις των συντάξεων και 9,1% χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων, το 2050 θα είναι 11,1% του ΑΕΠ με τις μειώσεις των συντάξεων και 11,1% του ΑΕΠ χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων και το 2060 θα είναι 9,2% του ΑΕΠ με τις μειώσεις των συντάξεων και 9,2% του ΑΕΠ χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων.
Με άλλα λόγια, και από τις δύο μεθοδολογικές προσεγγίσεις της έρευνάς μας προκύπτει ότι δεν είναι μονόδρομος οι μειώσεις των συντάξεων, δεδομένου ότι χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων:
1. Ο δείκτης συνταξιοδοτικών δαπανών προς ΑΕΠ καθ’ όλη την περίοδο 2019-2060 δεν ξεπερνάει το όριο του 16% του ΑΕΠ και
2. Ο δείκτης του αθροίσματος της ετήσιας κρατικής συμμετοχής στη συνταξιοδοτική δαπάνη και του ετήσιου ποσού για αποπληρωμή του χρέους προς το ΑΕΠ διαμορφώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 10% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο δεν συνιστά εμπόδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Βασίλειος Γ. Μπέτσης υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ