Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας ζωγραφικής, τα πορτρέτα του Φαγιούμ ήρθαν στο φως στα τέλη του περασμένου αιώνα προβληματίζοντας έναν μικρό κύκλο μελετητών και συλλεκτών που έσκυψαν επάνω τους με ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να εξηγήσουν τι κρυβόταν πίσω από τα περίεργα πρόσωπα με τα σφιχτά σφραγισμένα χείλη και τα φλογερά μάτια. Τα πορτρέτα, που αποδίδουν με ρεαλιστικό τρόπο άλλοτε γυναίκες, άλλοτε άνδρες και άλλοτε παιδιά, κράτησαν το μυστικό τους και, κατά κάποιον τρόπο, τις αποστάσεις τους από το ευρύτερο κοινό. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα εκατό χρόνια για να γίνουν γνωστά στον κόσμο, χωρίς ωστόσο, ακόμη και τώρα, να έχουν κατακτήσει την πλήρη κατανόηση. Σε αυτό ίσως κάποιο ρόλο πρέπει να έπαιξε το ότι πρόκειται για νεκρικά πορτρέτα, το ότι δηλαδή από την αρχή προορισμός τους ήταν η μελλοντική ζωή: έγιναν για να συνοδεύσουν τον νεκρό στον άγνωστο άλλον κόσμο. Αν τώρα σε αυτό προστεθεί το ότι πρόκειται για ένα επίσης άγνωστο είδος ζωγραφικής που προβλημάτισε ακόμη και τους ειδήμονες ως προς το πού να το εντάξουν, καταλαβαίνουμε γιατί οι νεκρικές προσωπογραφίες του Φαγιούμ είναι ακόμη τυλιγμένες με έναν πέπλο μυστηρίου. Επί έναν αιώνα τα μεγάλα μουσεία ήταν αναποφάσιστα αν έπρεπε να τις εντάξουν στις αιγυπτιακές, στις κοπτικές ή στις ελληνορωμαϊκές συλλογές τους και το μόνο που έκαναν ήταν να τις παρουσιάζουν ως είδος αξιοπερίεργο, πάντα στο περιθώριο πότε της μιας και πότε της άλλης από αυτές τις συλλογές.


Στις 24 του μηνός εγκαινιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη η έκθεση «Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των βυζαντινών εικόνων» η οποία τώρα παρουσιάζεται στον Αγιο Μάρκο, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η έκθεση οργανώθηκε από τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και περιλαμβάνει νεκρικά πορτρέτα από το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Petrie του Λονδίνου, το Μουσείο Μπενάκη και από ιδιωτικές συλλογές και συμπληρώνεται από μερικές σπάνιες εικόνες από το Σινά, που τώρα βρίσκονται στο Μουσείο του Κιέβου, καθώς επίσης και από σχετικές εικόνες του Μουσείου Μπενάκη. Ψηφιδωτά, υφάσματα και επιγραφές συμπληρώνουν την παρουσίαση ενώ σε μιαν άλλη αίθουσα του Μουσείου μια έκθεση με έργα σύγχρονων ζωγράφων θα δώσει άλλες προεκτάσεις στο θέμα. Πρόκειται για την έκθεση «Τα πορτρέτα του Φαγιούμ και η γενιά του ’30 στην αναζήτηση της ελληνικότητας». Εδώ μια ενδιαφέρουσα επιλογή έργων ελλήνων καλλιτεχνών (των Δ. Πικιώνη, Φ. Κόντογλου, Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα, Ν. Νικολάου, Ν. Εγγονόπουλου, Γ. Τσαρούχη, Γ. Μαυροΐδη, Γ. Παππά και Γ. Μόραλη) θα επιχειρήσει να δείξει την αναζήτηση μιας σύνδεσης των πορτρέτων του Φαγιούμ με το απώτερο παρελθόν και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Και οι δύο εκθέσεις θα παραμείνουν ανοικτές στο Μουσείο Μπενάκη ως τις 26 Ιουλίου, καθημερινά 9.00-18.00 και κάθε Τρίτη και Πέμπτη 9.00-20.00. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι μια έκθεση πορτρέτων του Φαγιούμ που είχε οργανώσει πριν από δύο χρόνια το Βρετανικό Μουσείο και πέρυσι παρουσιάστηκε στη Ρώμη γνώρισε μεγάλη επιτυχία.


Η έκθεση των πορτρέτων του Φαγιούμ είναι αφιερωμένη στη μνήμη του εφόρου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Νίκου Γιανναδάκη, στον οποίον, μαζί με άλλα πολλά, οφείλουμε και δύο εξαιρετικά επιτυχημένες εκθέσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια στο Ηράκλειο. Η πρώτη ονομαζόταν «450 χρόνια από τη γέννηση του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου» και η δεύτερη «Οι εικόνες της Κρητικής Σχολής», η οποία μάλιστα μεταφέρθηκε στη συνέχεια και στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Νίκος Γιανναδάκης δεν πρόφθασε να δει την τρίτη έκθεση με τα πορτρέτα του Φαγιούμ. Στον πρόλογο όμως του Καταλόγου που πρόλαβε και επιμελήθηκε σημειώνει: «Και οι δύο εκθέσεις για μένα προσωπικά δεν είχαν άλλο νόημα παρά εκείνο της αναζήτησης της ιστορικής και πολιτιστικής μας αυτοσυνείδησης. Δεν είμαι ειδικός ούτε μπορώ να περιπλανώμαι στους πολυδαίδαλους δρόμους των επιστημονικών συγγραφών και των λεπτομερών βιβλιογραφικών παραπομπών. Ετσι αυτό που αναζητούσα δεν μπορούσα να το εντοπίσω. Φευγαλέα σκιά ήταν, όλο άπιαστη. Στις πρωταρχές των μετά Χριστόν αιώνων θα πρέπει να είχε πάρει κάποια «ένυλη» μορφή. Ετσι σκέφτηκα. Η πρωτοχριστιανική τέχνη και η παράδοση της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, που κάπου τότε θα έσμιξαν, ίσως να έκρυβαν την απάντηση. Εδώ η ώρα των πορτρέτων του Φαγιούμ είχε φθάσει (…)».


Στον κήπο της Αιγύπτου


Σήμερα μας είναι γνωστά περισσότερα από 1.000 πορτρέτα του Φαγιούμ που βρίσκονται σκορπισμένα σε μεγάλα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Πρόκειται για το μεγαλύτερο corpus ζωγραφικής που έφθασε στις ημέρες μας από την αρχαιότητα. Τα περισσότερα από τα πορτρέτα αυτά προέρχονται από την περιοχή του Φαγιούμ, ένα νομό της αρχαίας Αιγύπτου που κάλυπτε μια μεγάλη και εύφορη κοιλάδα κάπου 60 χιλιόμετρα νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου. Από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή του Φαγιούμ ονομαζόταν «ο κήπος της Αιγύπτου» για την οργιαστική βλάστησή της. Ηταν μια πλούσια κοιλάδα που φάνταζε σαν όαση στη σιωπή της απέραντης ερήμου. Στο κέντρο της κοιλάδας που θυμίζει μια φυσική λεκάνη βρισκόταν η λίμνη Μοίριδα, που έμοιαζε με θάλασσα όταν τα καλοκαίρια ξεχείλιζε ο Νείλος και τα νερά του πλημμύριζαν την περιοχή. Οταν τα νερά αποσύρονταν, οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα υψηλότερα σημεία της κοιλάδας καλλιεργούσαν την εύφορη γη. Οι πόλεις ήταν κτισμένες στις παρυφές των λόφων που ζώνουν το Φαγιούμ και εκεί κοντά οι άνθρωποι συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Πολύ παλιά, στον 19ο αιώνα π.Χ., ο Φαραώ Αμενεμχάτ Γ’ έκτισε την πυραμίδα του στη Χαουάρα του Φαγιούμ και άνοιξε κανάλια προσπαθώντας να ελέγξει τη ροή των νερών για να προστατεύσει την κοιλάδα από τις πλημμύρες. Φαίνεται όμως ότι οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν και το μέρος ξεχάστηκε.


Η δεύτερη περίοδος άνθησης του Φαγιούμ ήρθε στα ελληνιστικά χρόνια, όταν στην Αλεξάνδρεια βασίλευε ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος. Ο Φιλάδελφος λοιπόν έδωσε στο Φαγιούμ το όνομα της αδελφής και συζύγου του Αρσινόης και ονόμασε την πόλη που έκτισε εκεί Φιλαδέλφεια. Η κοιλάδα εξακολουθούσε να είναι εύφορη και τώρα κοντά στους Αιγυπτίους ζούσαν αρμονικά Ελληνες, Σύριοι, Ρωμαίοι, Νούβιοι και Εβραίοι. Ηταν μια πολυεθνική κοινωνία, δεκτική στα διαφορετικά ήθη που προέρχονταν από άλλους τόπους και άλλες φυλές. Οι πλούσιες τάξεις των γαιοκτημόνων και των εμπόρων ζούσαν στις παρυφές της «λεκάνης» του Φαγιούμ και οι Αιγύπτιοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης. Οπως και στην υπόλοιπη Αίγυπτο, αυτά τα χρόνια οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά. Εξακολουθούσαν όμως να λατρεύουν τους αιγυπτίους θεούς και να διατηρούν τα παλιά θρησκευτικά έθιμα. Το Φαγιούμ γνώρισε σε αυτήν την περίοδο μεγάλη άνθηση, που συνεχίστηκε και στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας. Τελικά, οι φόροι που επέβαλλαν οι Ρωμαίοι έπληξαν κατά κύριο λόγο τους πλούσιους γαιοκτήμονες, που σιγά σιγά εγκατέλειψαν την περιοχή, η οποία στη συνέχεια σκεπάστηκε από την άμμο που οι άνεμοι έφερναν από την έρημο. Ετσι η κοιλάδα του Φαγιούμ ξεχάστηκε για μία ακόμη φορά και μαζί οι κάτοικοί της, τα έργα τους και οι συνήθειές τους.


Μια «βιομηχανία θανάτου»


Το Φαγιούμ βγήκε ξαφνικά από τη λήθη στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ένας αυστριακός έμπορος έργων τέχνης παρουσίασε στις αγορές της Ευρώπης τα παράξενα νεκρικά πορτρέτα που, όπως ισχυρίστηκε, προέρχονταν από την Αίγυπτο και ειδικότερα από την περιοχή του Φαγιούμ. Περίπου την ίδια εποχή οι ανασκαφές του Βρετανού W. Μ. Flinders Petrie αλλά και άλλων αρχαιολόγων επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του Αυστριακού για τις μούμιες που ήταν θαμμένες στο Φαγιούμ και οι οποίες είχαν ενσωματωμένα στο ύψος του προσώπου πορτρέτα ζωγραφισμένα σε ξύλο ή επάνω στο λινό σάβανο. Η ζωγραφική ήταν ρεαλιστική και δεν είχε καμία σχέση με την ως τότε γνωστή αιγυπτιακή παράδοση. Ορισμένα από αυτά τα πορτρέτα είναι ζωγραφισμένα με τέμπερα και άλλα με τη μέθοδο της εγκαυστικής ενώ σε λίγες μούμιες αποδίδεται ζωγραφικά ολόσωμος ο νεκρός.


Αν και τα ίδια τα πρόσωπα που απεικονίζονται κρατάνε σφιχτά σφραγισμένα τα χείλη τους για την ιστορία που εκτυλίχθηκε στο Φαγιούμ όταν μετά τους Ελληνες πήραν την εξουσία στην Αίγυπτο οι Ρωμαίοι, οι έρευνες των τελευταίων ιδίως χρόνων αρχίζουν να φωτίζουν τις άγνωστες πτυχές και σιγά σιγά η εικόνα συμπληρώνεται. Στους πρώτους τρεις αιώνες λοιπόν της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, στις νεκροπόλεις που βρίσκονταν έξω από τις πόλεις ανθούσε μια «βιομηχανία θανάτου» που απασχολούσε ένα μεγάλο αριθμό Αιγυπτίων οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι εκεί με τις οικογένειές τους. Το φαινόμενο δεν ήταν νέο. Οι κοινωνίες αυτές που ασχολούνταν με τον θάνατο υπήρχαν πάντα έξω από τις πύλες των αιγυπτιακών πόλεων από την εποχή των πρώτων Φαραώ. Οταν μεταφέρονταν εκεί οι νεκροί, παραδίδονταν κατ’ αρχήν στους ταριχευτές, οι οποίοι ξεκινούσαν αμέσως τη μακρόχρονη διαδικασία της ταρίχευσης, που υπολογίζεται ότι διαρκούσε 70 περίπου ημέρες. Σε αυτό το διάστημα οι ιερείς έκαναν τελετουργίες, διάβαζαν ιερά κείμενα και γενικά παρακολουθούσαν όλα τα στάδια της προετοιμασίας του νεκρού ως την ταφή. Οταν όλα ήταν έτοιμα, ενσωμάτωναν στις μούμιες τα νεκρικά πορτρέτα και τις κατέβαζαν με σχοινιά σε βαθιά πηγάδια όπου η ξηρασία της αιγυπτιακής γης τις διατήρησε άθικτες ως τις ημέρες μας.


Οπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε στο μεγάλο νεκροταφείο της αρχαίας Αλεξάνδρειας, έτσι και εδώ υπήρχαν συμφωνίες για τις θέσεις των τάφων που ήταν καθορισμένες, όπως καθορισμένο ήταν και το έργο της κάθε συντεχνίας σε αυτήν την κοινωνία που απασχολούνταν αποκλειστικά με τη μετά θάνατον ζωή. Η ταρίχευση των νεκρών ήταν στην Αίγυπτο μια πανάρχαια και μακρόχρονη διαδικασία που συνεχίστηκε και στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας με την προσθήκη νέων ηθών. Μια τέτοια καινοτομία ήταν η εμφάνιση των προσωπογραφιών που συνόδευαν τη μούμια στον άλλον κόσμο. Σήμερα είναι σχεδόν βέβαιον ότι πολλά από τα πορτρέτα αυτά είχαν γίνει όταν ακόμη ο άνθρωπος βρισκόταν εν ζωή. Οι προσωπογραφίες φυλάσσονταν στα σπίτια και ίσως να είχαν διακοσμητική χρήση, όπως γίνεται και σήμερα. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί ακόμη και τα πλαίσια με τα οποία κρεμούσαν τις προσωπογραφίες στον τοίχο όσο ζούσε ακόμη ο άνθρωπος που απεικόνιζαν ενώ ακτινογραφίες έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι η ηλικία του νεκρού δεν αντιστοιχούσε πάντα στην ηλικία του ειδώλου του πορτρέτου.


Αν και τα πορτρέτα χρονολογούνται στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, μια εποχή δηλαδή όπου ανθούσε ακόμη το ελληνικό στοιχείο, οι φυσιογνωμίες συχνά δεν έχουν τίποτα το ελληνικό και μόνο η τεχνοτροπία και ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίον αποδίδονται οι μορφές μάς υποδεικνύουν ότι οι ρίζες αυτής της ζωγραφικής βρίσκονται στη σχολή της Αλεξάνδρειας και είναι ελληνικές. Τα πρόσωπα των πορτρέτων ανήκουν αναμφίβολα στην άρχουσα τάξη των οικογενειών των ρωμαίων και των ελλήνων γαιοκτημόνων και εμπόρων αλλά και σε όσους άλλους είχαν την οικονομική άνεση να εξασφαλίσουν την αθανασία με την απεικόνιση της μορφής τους στη μούμια τους. Ετσι το κοινό στοιχείο στα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι η μοναδική ποιότητα της τέχνης που υπερβαίνει τους όποιους φυλετικούς, μορφολογικούς ή και πολιτισμικούς φραγμούς.


Επιστροφή από τη λήθη


Ξαφνικά πριν από μερικά χρόνια τα παράξενα πορτρέτα του Φαγιούμ βγήκαν από την αφάνεια και από τα στενά περιθώρια ενός μικρού κύκλου καλλιεργημένων κριτικών τέχνης και συλλεκτών, οι οποίοι, είναι η αλήθεια, από την αρχή είχαν κατανοήσει την αξία τους. Μελετήθηκαν αρχαίες μαρτυρίες που βρέθηκαν στις αιγυπτιακές νεκροπόλεις και σχετίζονται με τα χρώματα και τον τρόπο που αυτά χρησιμοποιήθηκαν ενώ οι σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες προσέφεραν πολλά στη γνώση μας γι’ αυτά τα έργα και το ίδιο έγινε και με την καταγραφή και τη μελέτη τους από διάφορους ερευνητές. Το βιβλίο της Ευφροσύνης Δοξιάδη «Τα πορτρέτα του Φαγιούμ», που κυκλοφόρησε το 1995 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αμερική και ένα χρόνο αργότερα και στην Ελλάδα, έφθασε έτσι την κατάλληλη στιγμή. «Εδώ η ώρα των πορτρέτων του Φαγιούμ είχε φθάσει» σημείωνε ο Νίκος Γιανναδάκης.


Στο τέλος Ιουνίου, στις ανακαινισμένες αίθουσες του Μουσείου Μπενάκη, οι ρωμαίες δέσποινες και οι άνδρες οι σύγχρονοι του Αδριανού και των Αντωνίνων θα περιμένουν ατενίζοντας τον επισκέπτη με καρτερία, φορώντας τα χρυσά τους στεφάνια και τα κοσμήματα, και στις κομμώσεις των γυναικών δεν θα έχει κουνηθεί τρίχα. Μόνο οι διαφορές στο χρώμα του δέρματος, που άλλοτε είναι λευκό κι άλλοτε μελαψό, και οι διαφορετικές ενδυμασίες θα προδίδουν την ποικιλόμορφη σύσταση της κοινωνίας από την οποία προέρχονται. Το ζητούμενο αυτής της έκθεσης είναι η επιβεβαίωση της συνέχειας της τέχνης από την ελληνιστική σχολή της Αλεξάνδρειας στην πρώιμη βυζαντινή εικονογραφία. Είναι ο χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της ζωγραφικής που σήμερα πιστεύεται πως βρίσκεται πίσω από αυτές τις παράξενες μορφές με το φλογερό βλέμμα και τα σφιχτά σφραγισμένα χείλη. Είναι, τέλος, οι φευγαλέες και άπιαστες σκιές που αναδύονται από την αιγυπτιακή έρημο και πρόφτασαν να δουν τις τελευταίες αναλαμπές της φθίνουσας Αλεξάνδρειας και τα πρώτα σκιρτήματα του επερχόμενου χριστιανισμού. Είναι η δύσκολη μετάβαση από την ειδωλολατρία στον χριστιανισμό και είναι μαγευτικές.