Η προσπάθεια να οργανωθεί και να συγκροτηθεί μια ομάδα συστηματικής έρευνας και εργασίας για την ελληνική ιδιωτική τηλεόραση είναι επιτακτικότερη από ποτέ μετά την κρίση και το διαφαινόμενο κλείσιμο του μεγαλύτερου τηλεοπτικού σταθμού, του Mega.
Στην ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία, εάν εξαιρέσουμε αποσπασματικές μελέτες ή γενικευτικές διαπιστώσεις, δεν έχουμε ούτε μία συνολική εικόνα του «φαινομένου» της ιδιωτικής τηλεόρασης από το 1989 και ύστερα, ούτε μια ολοκληρωμένη εικόνα της διαδρομής ενός ή περισσοτέρων από τους διαύλους της. Το κυρίαρχο ενδιαφέρον επιστημονικά τείνει να είναι η δημόσια τηλεόραση, τα προβλήματά της και οι δυνατότητες «ποιοτικής» ανάπτυξής της και όχι εκείνη η τηλεοπτική πραγματικότητα που τα τελευταία τριάντα χρόνια αποτέλεσε τον μοχλό της ανάπτυξής της.
Αλλωστε στο γενικά άτονο ενδιαφέρον μελέτης της τηλεόρασης στη χώρα μας, όσον αφορά την εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, κυριαρχούν δύο επεξηγηματικές γραμμές που τείνουν να πάρουν ντετερμινιστική ισχύ και να σβήσουν την ανάγκη έρευνας συγκεκριμένων παραδειγμάτων, χρονικών περιόδων, ειδών και προσώπων που σφράγισαν την πορεία της. Τα δύο αυτά σχήματα είναι η «απορρύθμιση» και η «εμπορευματοποίηση» που όσο καλά και αν έχουν τεκμηριωθεί από συναδέλφους που έχουν ασχοληθεί μαζί τους δεν εξηγούν πολλά από όσα συνέβησαν στο τηλεοπτικό πεδίο από το 1989 μέχρι σήμερα.
Κατά συνέπεια, ενώ ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά για το κλείσιμο της ΕΡΤ μέσα στο υπερπολιτικοποιημένο κλίμα των χρόνων πριν από το 2015, σχεδόν τίποτε δεν ακούγεται για τη μεγάλη κρίση που πέρασε και περνάει η ιδιωτική τηλεόραση. Ειδικότερα, η περίπτωση του Mega, του δημοφιλέστερου καναλιού και της ουσιαστικής παύσης του, ελάχιστα έχει απασχολήσει έξω από συγκεκριμένους δημοσιογραφικούς κύκλους. Η κατάρρευση του πιο επιτυχημένου και ισχυρού σταθμού της τελευταίας 30ετίας δεν προβληματίζει ιδιαίτερα την κοινή γνώμη ούτε την επιστημονική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμά του, που προβάλλεται σε επανάληψη, αποσπά αξιοσημείωτες τηλεθεάσεις. Γιατί πέρα και πάνω από την εκ των πραγμάτων προβληματική διαχείριση του σταθμού από τους ιδιοκτήτες του, το Μega προσδιόρισε πολλές από τις ενημερωτικές και ψυχαγωγικές πρακτικές της ύστερης μεταπολίτευσης. Μια οργανωμένη προσπάθεια να μελετηθεί η ιστορία του Mega (όπως και των άλλων ιδιωτικών σταθμών) θα μας έκανε γνωστικά πλουσιότερους για πολλές πτυχές (οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές) της Ελλάδας που ευημέρησε και της Ελλάδας που χρεοκόπησε.
Είναι η ώρα ο επιστημονικός λόγος να αρθεί πάνω από θεωρίες συνωμοσίας, να αποδομήσει κριτικά την περιβόητη έννοια της «διαπλοκής» που έγινε το όχημα πολιτικής επίθεσης στα μέσα επικοινωνίας (και κυρίως το Mega), να κατανοήσει τι ακριβώς συνέβη και κυρίως να αποτιμήσει όλα όσα είχαν κοινωνική αξία από αυτά που διαδραματίστηκαν στις τηλεοπτικές μας οθόνες τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή την ανάγκη, ευτυχώς, τη συμμερίζονται αρκετοί νέοι επιστήμονες του χώρου της επικοινωνίας που είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι μπορούν για να αναγνωριστεί στην ιδιωτική τηλεόραση και το Mega το στίγμα που τους αναλογεί, έστω και καθυστερημένα.

Case study για τα ΜΜΕ το Mega

Αντικείμενο μελέτης για τους πανεπιστημιακούς αποτελεί η περίπτωση του Mega. Το κανάλι, που συνεχίζει σήμερα μια διαφορετική πορεία, με την προβολή αποκλειστικά ελληνικών σειρών κερδίζοντας μερίδιο από τη συνολική πίτα τηλεθέασης, ορίστηκε ως άξονας μελέτης της ιστορίας της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα αλλά και των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών της ύστερης Μεταπολίτευσης. Γι’ αυτόν τον λόγο το Mega δεν κατατάσσεται στο ερευνητικό πεδίο ως ένα κομμάτι γενικά της ιστορίας της τηλεόρασης, αλλά εξετάζεται μέχρι και σήμερα το διαρκές στίγμα που έχει αφήσει στη συλλογική αισθητική και μνήμη.
Γιατί το Mega; Διότι «μια οργανωμένη προσπάθεια να μελετηθεί η ιστορία του Mega θα μας έκανε γνωστικά πλουσιότερους για πολλές πτυχές (οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές) της Ελλάδας που ευημέρησε και της Ελλάδας που χρεοκόπησε» εξηγεί ο επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ και συντονιστής των εργασιών κ. Βασίλης Βαμβακάς.
Το Mega αποτελεί αναμφισβήτητα case study τόσο για τους τεχνοκράτες των ΜΜΕ όσο και για την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Η γέννηση, η καθιέρωση αλλά και η σημερινή πορεία του καναλιού προκάλεσε το ενδιαφέρον της ομάδας καθηγητών και υποψήφιων διδακτόρων του τμήματος ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ξεκίνησαν ήδη να μελετούν τα διαφορετικά ερευνητικά πεδία που προκύπτουν. Και αυτά έχουν να κάνουν τόσο με το αποτύπωμα που έχει αφήσει το Mega στην ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία όσο και με τη σφραγίδα του στην ενημέρωση. Οι θεαματικότητες που κατακτούσε το κανάλι θα μελετηθούν ως σταθμοί της κοινωνίας, αλλά αντικείμενο έρευνας θα αποτελέσει και η ιστορία των τελευταίων δύο ετών. Σε αυτή καταγράφονται τα αντανακλαστικά των τηλεθεατών απέναντι στο μεταδιδόμενο πρόγραμμα του Mega που περιλαμβάνει προβολή αποκλειστικά ελληνικών σειρών από την πλούσια και ιστορικά εμβληματική «βιβλιοθήκη» του.
Πριν από λίγες εβδομάδες ξεκίνησε και επίσημα η κήρυξη των εργασιών του εν λόγω ερευνητικού έργου, με τη διοργάνωση workshop στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από το Εργαστήριο Πολιτισμικών και Οπτικών Σπουδών του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ με τίτλο: «Η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα: Η περίπτωση του Mega».
Αξίζει να σημειωθεί πως για πρώτη φορά επιχειρείται να οργανωθεί μια επιστημονική έρευνα με άξονα το μέχρι πρότινος μεγαλύτερο κανάλι της χώρας και να γίνει προσπάθεια να εξαχθούν συμπεράσματα που θα βοηθήσουν τη μελέτη του «φαινομένου» της ιδιωτικής τηλεόρασης από το 1989 μέχρι σήμερα.


Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ, υπεύθυνος ερευνητικών εργασιών.