«Υπάρχει το δυσάρεστο σενάριο η τηλεόραση να παρασύρει σε μια γενικότερη λοβοτομή την κοινωνία, κάτι που σε ασυνείδητο επίπεδο ήδη προσπαθεί να καταφέρει και στο οποίο εύχομαι τελικά να αποτύχει». Η διαπίστωση, όσο σκληρή και να ακούγεται, προέρχεται από ένα πρόσωπο που μας έχει συνηθίσει να λέει την άποψή του χωρίς περιστροφές. Ο Αντώνης Κανάκης, δημιουργός και σκηνοθέτης της εκπομπής «Ράδιο Αρβύλα» και του πρόσφατου «Βινυλίου», αλλά και ραδιοφωνικός παραγωγός, στη συνέντευξή του στο «Βήμα» μιλάει για τη δύσκολη, τηλεοπτικά, χρονιά του ΑΝΤ1, τα προγράμματα, την «ανάγνωση» των τηλεθεάσεων, τον λαϊκισμό αλλά και τα «γελοία τηλεοπτικά προϊόντα» που μπορεί να γεννήσει η μίμηση του «άλλου».
Αύριο, στις 12.15 το βράδυ, θα ανανεώσει το ραντεβού του με τους τηλεθεατές του «Ράδιο Αρβύλα», αφού η εκπομπή είναι η τελευταία της εφετινής τηλεοπτικής σεζόν. Μια εκπομπή που καταγράφει, στη δεκαετή διαδρομή της, τις υψηλότερες τηλεθεάσεις στηlate nightκαιprime timeζώνη του σταθμού και, όπως ο δημιουργός της λέει, «κάθε χρόνος που περνάει, περνάει προς όφελός της». Παρότι δηλώνει πως από τη νέα σεζόν η τηλεοπτική της παρουσία θα είναι όχι και τόσο συχνή.

Εφέτος ήταν μία ακόμα δύσκολη, τηλεοπτικά, χρονιά. Για τον ΑΝΤ1, ίσως δυσκολότερη, αφού είχαμε αλλαγές τηλεοπτικών πρότζεκτ, νέες «εισόδους» εκπομπών, για να απαντήσει στον ανταγωνισμό κυρίως στο prime time και στη late night ζώνη. Εσείς, με τρεις ημέρες την εβδομάδα στον τηλεοπτικό αέρα, ύστερα από αρκετό καιρό που είχατε αποφασίσει επιλεκτικά να κάνετε εκπομπή, τι «ταμείο» κάνετε;
«Φέτος, από τον Ιανουάριο και μετά, η αλήθεια είναι ότι ο ΑΝΤ1 βίωσε όχι απλώς μια δύσκολη χρονιά αλλά μια πρωτοφανή συνθήκη μη κανονικότητας. Ουσιαστικά, ο σταθμός βρέθηκε χωρίς πρόγραμμα από τις ειδήσεις και μετά, κάτι που είχε ως φυσικό αποτέλεσμα οι τηλεθεατές να εγκαταλείψουν τον ΑΝΤ1 τις βραδινές ώρες και να παγιωθούν ισχυρές τηλεοπτικές συνήθειες στα υπόλοιπα κανάλια. Οταν εμείς βγήκαμε στον αέρα τον Μάρτιο, το πρόβλημα αυτό βρισκόταν στην κορύφωσή του. Αν και η τηλεόραση καλό είναι να μην αξιολογείται δημοσίως με όρους τηλεθέασης. Σε ό,τι αφορά το «ταμείο» της τηλεθέασης μπορεί από τον Μάρτιο και μετά το «Ράδιο Αρβύλα» να έκανε μεν υψηλά νούμερα, αλλά όχι τα 40άρια ή 50άρια που μας έχει συνηθίσει, παρ’ όλα αυτά σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες είναι που η εκπομπή απέδειξε τη δυναμική της. Οσοι γνωρίζουν από τηλεόραση, καταλαβαίνουν πως αυτό που έκανε φέτος το «Ράδιο Αρβύλα», υπό τις συνθήκες αυτές και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ήταν άθλος. Το να παίρνεις ένα 4% στις 12.15 τη νύχτα, σε έναν σταθμό χωρίς πρόγραμμα, με τον ανταγωνισμό στην κορύφωσή του και τους τηλεθεατές να παλεύουν να μείνουν ξυπνητοί, και να το φτάνεις έως και 30% σε κάποιες περιπτώσεις, είναι για αυτούς που γνωρίζουν πώς λειτουργεί το σύστημα των τηλεθεάσεων, μεγάλη υπόθεση.
Το βασικό πάντως «ταμείο» για εμάς ποτέ δεν βασιζόταν στα νούμερα, αλλά στο περιεχόμενο και στη σχέση με τους τηλεθεατές, και υπό αυτή την έννοια ήταν ένα από τα καλύτερα «ταμεία» που κάναμε ποτέ».

Το «Βινύλιο» ήταν μια νέα τηλεοπτική πρόταση, που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι ως τώρα είχαμε δει στη late night ζώνη. Αν και καθετί νέο και διαφορετικό θέλει τον χρόνο του για να «περάσει» στο κοινό, τι νομίζετε ότι έπαιξε ρόλο και ενώ η «Αρβύλα» δεν διέρρηξε τη δυνατή σχέση της με το κοινό, όπως είπατε, το «Βινύλιο» δεν είχε την ίδια αποδοχή;
«Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά προγράμματα τα οποία εξ ορισμού είναι φτιαγμένα για τελείως διαφορετικές επιδόσεις τηλεθέασης. Και φυσικά θέλει χρόνο, και μάλιστα χρόνο υπό κανονικές συνθήκες και όχι υπό τις συνθήκες που φέτος επικρατούσαν στον ΑΝΤ1. Ομως, μια που χρησιμοποιήσατε τη λέξη «αποδοχή», οφείλω να σας πω πως δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει τέτοια αποδοχή και τέτοια εκτίμηση για εκπομπή όσο για το «Βινύλιο». Το ότι αυτό δεν αποτυπώθηκε σε υψηλά νούμερα τηλεθέασης, πιστέψτε με, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, λίγη σημασία έχει. Από την άλλη, το «Βινύλιο», το οποίο για μία ώρα τουλάχιστον έπαιζε παράλληλα με την κορύφωση του ανταγωνισμού των μεγάλων ριάλιτι, σημείωσε ίδια ή και ελαφρώς μεγαλύτερα νούμερα τηλεθέασης, από μεγάλες εμπορικές τηλεοπτικές παραγωγές του σταθμού, οι οποίες μάλιστα ήταν στον αέρα σε ώρες χωρίς ιδιαίτερο ανταγωνισμό. Το να το πετύχει αυτό μια εκπομπή με το περιεχόμενο και τη θεματολογία του «Βινυλίου», σε μια τόσο βραδινή ώρα και υπό τις συγκεκριμένες –επαναλαμβάνω –συνθήκες, είναι επιτυχία. Το «Βινύλιο» έχει πολλά πρόσωπα να δείξει, που σκόπιμα φέτος δεν βγήκαν προς τα έξω. Είναι μια ξεχωριστή υπόθεση, που την αγαπάω πολύ και που από την αρχή είχα δηλώσει πως δεν φτιάχτηκε για τις τηλεθεάσεις. Μπορεί στην τηλεόραση ο κανόνας να είναι η τηλεθέαση, αλλά κάθε κανάλι, όταν το θέλει, μπορεί να «σηκώσει» μια συνειδητή εξαίρεση και να επενδύσει περισσότερο στο περιεχόμενο και στην εικόνα. Αν και –επαναλαμβάνω –ακόμα και στον στίβο της τηλεθέασης με εξέπληξε θετικά η πορεία του υπό τις συνθήκες και πως η πραγματικότητα μπορεί να χρειάζεται άλλη χρονική στιγμή και άλλες συνθήκες για να αποτυπωθεί».
Το άγχος του ανταγωνισμού μπορεί να γεννήσει από το καλύτερο ως και τέρατα. Πώς πρέπει να κινηθεί ένας σταθμός ώστε και να αποφύγει την τερατογένεση και να μην εξοντωθεί οικονομικά;
«Είναι πολύ εύστοχη η παρατήρηση-ερώτησή σας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα λεπτή και έντεχνη ισορροπία. Χρειάζεται ψυχραιμία, αρχές, πίστη, υπομονή, ανθρώπους με διάφορα ταλέντα. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και αυτός είναι και ο λόγος που οι τερατογενέσεις είναι τόσο πολλές. Θα πρέπει να απαντήσω με μια τεράστια έκθεση ιδεών για να αναλύσω το πώς πρέπει να κινηθεί ένας σταθμός κατά την άποψή μου. Αυτό όμως που θέλω να πω είναι πως οφείλουν οι σταθμοί να βρουν ή να πλησιάσουν την ισορροπία αυτή. Εχουν κοινωνική υποχρέωση να το κάνουν και έχουν κοινωνική υποχρέωση να περιορίσουν στο ελάχιστο τις τηλεοπτικές τερατογενέσεις. Η τηλεόραση είναι ή θα έπρεπε να είναι μια επιχειρηματική μεν δραστηριότητα, με μεγάλες όμως «ποσότητες» κοινωνικής ευθύνης».
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, με την ανανέωση του συμβολαίου σας αναλάβατε και επιτελικό ρόλο στη διαμόρφωση του προγράμματος του σταθμού. Είχατε πει πως είχατε ενδοιασμούς για την ανάληψη τέτοιας ευθύνης. Σήμερα είστε με περισσότερους;
«Αυτό που έχω αναλάβει είναι η καλλιτεχνική επιμέλεια σε κάποιες περιπτώσεις που θα έχω άμεση εμπλοκή και η θετική συγκατάθεσή μου στις υπόλοιπες περιπτώσεις, αποκλειστικά για τη λεγόμενη late night ζώνη του σταθμού. Για τη ζώνη αυτή, θα προσπαθήσω όσο περνάει από το χέρι μου (είναι πολύ δύσκολο παράλληλα με τις δημιουργικές υποχρεώσεις μου προς το «Ράδιο Αρβύλα» και το «Βινύλιο») να εξασφαλίσω τουλάχιστον αξιοπρέπεια στα προγράμματα που θα μεταδίδονται και απουσία θλιβερών και επικίνδυνων κοινωνικά τηλεοπτικών φαινομένων».
Το «Game of Love» το χαρακτηρίσατε γελοίο προϊόν. Ωστόσο είναι ένα προϊόν που παίζει στον ΑΝΤ1. Η κριτική δεν σημαίνει και «νίπτω τας χείρας». Εκ της θέσεώς σας, σας ζητήθηκε η γνώμη σας; Πώς αλλιώς αντιδράσατε;
«Για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αν και δεν μεταδίδεται στη late night ζώνη, η γνώμη μου κατατέθηκε, αλλά θα μου επιτρέψετε, από σεβασμό στα εν οίκω, να μην αναφερθώ με λεπτομέρειες στο είδος των αντιδράσεών μου κ.τ.λ. Αυτό που έχει αξία να πούμε είναι πως και για τον ΑΝΤ1 αποτελεί μια σύντομη και όχι τόσο ευχάριστη παρένθεση η εκπομπή αυτή. Είπαμε και πριν ότι οι συνθήκες φέτος για τον ΑΝΤ1 ήταν συνθήκες μη κανονικότητας και αυτό έχει συνέπειες και τέτοιου είδους, δυστυχώς».

Το «κοντρόλ» στο συγκεκριμένο παιχνίδι έδειξε τη δύναμή του. Πολικές τηλεθεάσεις. Τελικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν αντιστάσεις, που δίνουν ελπίδα;
«Δεν νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με αντίδραση. Το ξαναλέω, γενικότερα οι τηλεθεάσεις και ειδικότερα βραχυπρόθεσμα δεν είναι οδηγός για συμπεράσματα, είτε θετικά είτε αρνητικά. Μπορεί απλώς να μην επιβραβεύτηκε το ότι ήρθε δεύτερο ως αντίγραφο-κακέκτυπο. Μπορεί, αν δεν υπήρχε και δεν είχε προηγηθεί το αντίστοιχο πρόγραμμα σε άλλο κανάλι, να σημείωνε τηλεθέαση το συγκεκριμένο παιχνίδι. Μπορεί, αν οι συνολικές συνθήκες για τον ΑΝΤ1 φέτος ήταν διαφορετικές, να σημείωνε τελικά κάποια τηλεθέαση και αυτό το πρόγραμμα. Μακάρι να μιλούσαμε για αντίσταση, αλλά αν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο θα βλέπαμε και σε άλλες περιπτώσεις την αντίσταση αυτή.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον να συμβεί δημοσιογραφικά, αν είναι απαραίτητη η δημοσιοποίηση ερευνών, είναι να στραφεί κάποια στιγμή η προσοχή στις ποιοτικές έρευνες που γίνονται για την τηλεόραση. Για τέτοιου είδους φαινόμενα και όχι μόνο, τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών έχουν μεγαλύτερο –θαρρώ –ενδιαφέρον και μεγαλύτερο ειδικό βάρος».
Το «Ράδιο Αρβύλα» ύστερα από 10 χρόνια πιστεύετε ότιέχει ολοκληρώσει τον κύκλο του;
«Το «Ράδιο Αρβύλα» πιστεύω πως βρίσκεται σε μια πολύ καλή φάση ύστερα από 10 χρόνια. Θα μου επιτρέψετε να πω πως κάθε χρόνος που περνάει, περνάει προς όφελος της εκπομπής αυτής. Αυτό που όμως θα φροντίσω είναι αυτό που έτσι κι αλλιώς είχα ξεκινήσει να εφαρμόζω, δηλαδή η όχι και τόσο συχνή παρουσία του. Μόνο για φέτος, συνειδητά και μόνο για τρεις μήνες, έκανα μια εξαίρεση και η συχνότητά του ήταν δύο φορές την εβδομάδα».
Μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι η σύνθεση αλλά και ο αριθμός του τηλεοπτικού κοινού έχει αλλάξει. Οι ηλικίες 18-45 έχουν γυρίσει την πλάτη στην TV επιλέγοντας συνδρομητικά κανάλια. Πώς μπορούν να απαντήσουν οι σταθμοί σε αυτόν τον ανταγωνισμό;
«Υπάρχει μια γενικότερη και καθόλου άδικη απαξίωση προς την τηλεόραση. Αν οι σταθμοί δεν αναβαθμίσουν άμεσα την ποιότητα της τηλεόρασης συνολικά, τότε φοβάμαι ότι σύντομα η υπόθεση τηλεόραση θα είναι μια γραφική υπόθεση, με την οποία η κοινωνία θα σπάει πλάκα με την κακή έννοια. Και αυτό είναι το ευχάριστο σενάριο· το δυσάρεστο είναι να παρασύρει η τηλεόραση σε μια γενικότερη λοβοτομή την κοινωνία, κάτι που σε ασυνείδητο επίπεδο ήδη προσπαθεί να καταφέρει και στο οποίο εύχομαι τελικά να αποτύχει».

«Η υγιής πλειοψηφία κάνει λιγότερη φασαρία»

Λαϊκισμός. Ενα κεφάλαιο που, όπως φαίνεται, δεν έχει κλείσει. Πολιτική και κοινωνία, μέσω και των social media, διολισθαίνουν τελευταία όλο και περισσότερο. Η σάτιρα πόσο δύσκολο είναι να κρατήσει τις ισορροπίες;
«Μαζί με την κρίση παιδείας και πολιτισμού γενικότερα, ίσως η μεγαλύτερη μάστιγα της χώρας μας. Εχουμε αφιερώσει εκπομπές στο “Βινύλιο” για αυτό που συμβαίνει στα social media και δεν θα ήθελα να σας κουράσω και εδώ, πάντως είναι ένας ιδιαίτερα ανησυχητικός καθρέφτης για το ποιοι είμαστε, αν και κρατώ ζωντανή μέσα μου την ελπίδα ότι αυτό που τελικά καθρεφτίζεται είναι μια θορυβώδης μειοψηφία, ενώ η υγιής πλειοψηφία απλώς κάνει λιγότερη φασαρία, ακριβώς γιατί είναι υγιής. Η σάτιρα πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Να αναδεικνύει, να ξεσκεπάζει, να ξεμπροστιάζει, να αποδομεί και να γελοιοποιεί τον λαϊκισμό, την υποκρισία, το ψέμα κ.τ.λ. Η ισορροπία, η καλώς εννοούμενη ισορροπία, μπορεί να είναι γενικότερα από ένα πολύ δύσκολο επίτευγμα ως κάτι που προκύπτει αβίαστα, ανάλογα με την περίπτωση».

Εχετε συλλάβει τον εαυτό σας να «βολεύεται» σε μια ευκολία στην κριτική σας;
«Θα ήμουν ψεύτης αν σας έλεγα ότι μετά από τόσα χρόνια και τόσες εκπομπές δεν έπιασα τον εαυτό μου να πέφτει στο ατόπημα αυτό. Θέλω όμως να πιστεύω ότι οι φορές ήταν λίγες και αυτό που σίγουρα μπορώ να υποσχεθώ είναι πως προσπαθώ συνεχώς να το αποφεύγω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ