Αποτελούν την αγαπημένη έκφραση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ καθώς μέσα σε διάστημα 357 ημερών τα έχει συμπεριλάβει σε 181 tweets του. Κέρδισαν τον τίτλο της λέξης της χρονιάς για το 2017 από το λεξικό Collin’s και τα τελευταία δύο χρόνια αποτελεί σύνηθες αντικείμενο συζήτησης καθώς οι επιπτώσεις τους φαίνεται ότι επηρεάζουν κάθε τομέα δράσης. Ο λόγος για τα fake news.
Το περασμένο φθινόπωρο ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ ζήτησε από την Επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας κ. Μαρίγια Γκαμπριέλ, να εξετάσει τις προκλήσεις που δημιουργούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες για τις δημοκρατίες όσον αφορά τη διάδοση fake news και να δρομολογήσει προβληματισμό σχετικά με τα μέτρα που θα ήταν αναγκαία σε επίπεδο ΕΕ για την προστασία των πολιτών.
Λίγους μήνες αργότερα συστήνεται ομάδα εμπειρογνωμόνων με σκοπό να παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με την έκταση του φαινομένου, ανάμεσα στους 39 εμπειρογνώμονες της ομάδας συμπεριλαμβάνονται εκπρόσωποι από την κοινωνία των πολιτών, από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, από οργανισμούς μέσων ενημέρωσης, καθώς και δημοσιογράφοι και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το απόγευμα της Τρίτης 27 Μαρτίου η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα διοργάνωσε εκδήλωση με τίτλο «Fake news, στο ραντάρ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» στον πολυχώρο Tim Pan Alley με σκοπό την παρουσίαση των πολιτικών και των δράσεων τις οποίες προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση του φαινομένου των ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο κ. Μίκο Σάλο, μέλος της ομάδας των εμπειρογνωμόνων ο οποίος μίλησε για τις προτάσεις πολιτικών της Ε.Ε. αξιοποιώντας στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης που παραδόθηκε από την ομάδα των εμπειρογνωμόνων. Η έκθεση τους επικεντρώνεται στα προβλήματα που συνδέονται με την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο και όχι στις ψευδείς ειδήσεις. Μάλιστα σκοπίμως απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο «ψευδείς ειδήσεις», διευκρινίζοντας ότι είναι ακατάλληλος για να αποτυπώσει τα περίπλοκα προβλήματα της παραπληροφόρησης, στην οποία συγκαταλέγεται επίσης το περιεχόμενο που αναμειγνύει κατασκευασμένα στοιχεία με πραγματικά περιστατικά.
Αυτό που ο καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και μέλος του ΕΣΡ κ. Γιώργος Πλειός, κατά την διάρκεια της εκδήλωσης, αποκάλεσε ψευδεπιγραφές. «Οι ειδήσεις είναι γεγονότα και απόψεις για τα γεγονότα» σημείωσε μεταξύ άλλων, ενώ υπογράμμισε ότι τα fake news δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις ψευδείς ειδήσεις αλλά ψευδεπίγραφες. Μέσα από παραδείγματα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ο κ. Πλειός ανέφερε ότι οι ειδήσεις και τα περιστατικά έχουν συμβεί αλλά ο τρόπος που παρουσιάζονται και η ερμηνεία που δίνεται από τα μέσα ενημέρωσης τις μετατρέπει σε ψευδεπίγραφες. «Όλα είναι πραγματικά έκτος από ένα πράγμα, την ερμηνεία των γεγονότων. Οι ψευδεπίγραφες ειδήσεις είναι θέμα ερμηνείας και όχι αντικειμενικότητας» σχολίασε ο κ. Πλειός.

Το 83% θεωρεί ότι τα fake news βάζουν σε κίνδυνο την δημοκρατία

Η Επιτροπή έχει λάβει σχεδόν 3000 απαντήσεις στη δημόσια διαβούλευση που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2017. Οι δύο κορυφαίες κατηγορίες στις οποίες η πλειονότητα των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι οι ψευδείς ειδήσεις ενδέχεται να ζημιώσουν την κοινωνία ήταν η εσκεμμένη παραπληροφόρηση με σκοπό τον επηρεασμό των εκλογών και των πολιτικών για τη μετανάστευση.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, στην οποία συμμετείχαν 26.000 ευρωπαίοι η αντίληψη της κοινής γνώμης είναι ότι υπάρχουν πολλές ψευδείς ειδήσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς το 83 % των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι το φαινόμενο αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Η έρευνα αναδεικνύει επίσης τη σημασία των ποιοτικών μέσων ενημέρωσης: σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης είναι η πλέον αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης (ραδιόφωνο 70 %, τηλεόραση 66 %, Τύπος 63 %). Οι διαδικτυακές πηγές ειδήσεων και οι ιστοσελίδες δημοσίευσης βίντεο είναι η λιγότερο αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης, με ποσοστό εμπιστοσύνης 26 % και 27 % αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται από τη δημόσια διαβούλευση, σύμφωνα με την οποία τη λιγότερη εμπιστοσύνη εμπνέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι διαδικτυακοί φορείς συγκέντρωσης ειδήσεων, τα ιστολόγια και οι δικτυακοί τόποι, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται οι παραδοσιακές εφημερίδες και τα περιοδικά, ειδικευμένοι δικτυακοί τόποι και διαδικτυακές εκδόσεις, ειδησεογραφικά πρακτορεία και δημόσιοι οργανισμοί, με ποσοστό άνω του 70%.
Σύμφωνα με τη δημόσια διαβούλευση, η παραπληροφόρηση είναι εύκολο να εξαπλωθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επειδή οι ψευδείς ειδήσεις απευθύνονται στο συναίσθημα των αναγνωστών (88 %), διαδίδονται με σκοπό να κατευθύνουν τον δημόσιο διάλογο (84 %) και σχεδιάζονται με στόχο την αποκόμιση κέρδους (65 %). Το 50% απάντησε ότι πιστεύουν ότι η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών μετά τη δημοσίευση της παραπληροφόρησης δεν λύνει το πρόβλημα, καθώς δεν γίνεται αντιληπτή από τα άτομα που είδαν τις αρχικές πληροφορίες.

Ερευνα για τα τοπικά ΜΜΕ της Θεσσαλονικής

Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ κ. Νίκος Παναγιώτου, παρουσίασε τα στοιχεία της πρόσφατης έρευνας που έγινε από το ΑΠΘ, την ΕΣΗΕΜΘ και το TV100 σύμφωνα με την οποία ο δείκτης εμπιστοσύνης του κατοίκων της Θεσσαλονίκης απέναντι στους εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικούς σταθμούς είναι χαμηλός καθώς αποτελούν το σημαντικότερο μέσο διακίνησης των fake news.
Συγκεκριμένα το 82% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει αντιληφθεί περιπτώσεις ψευδών ειδήσεων, ενώ το 53% παραδέχεται ότι έχει επηρεαστεί από αυτές. Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από τις απαντήσεις που έδωσαν για συγκεκριμένες περιπτώσεις παραπληροφόρησης όπως το συλλαλητηρίου της 21ης Ιανουαρίου για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Για παράδειγμα στο ερώτημα αν παρεμποδίστηκαν λεωφορεία με διαδηλωτές στα διόδια των Μαλγάρων, το 40% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το πληροφορήθηκε και ότι αυτό ήταν αληθές, το 27% απάντησε ότι το έμαθε αλλά δεν γνωρίζει εάν η «είδηση» είναι έγκυρη, ενώ μόλις το 4% θεώρησε την «είδηση» ψευδή.
Ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ κ. Χρήστος Φαγκονικολόπουλος μιλώντας μέσω από Skype αναφέρθηκε στο ρόλο που πρέπει από εδώ και πέρα να έχει η Ευρώπη. «Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες της διάδοσης διαστρεβλωμένων πληροφοριών και της κατανόησης των παγκόσμιων προβλημάτων μέσα από απλές και συναισθηματικές αφηγήσεις. Η ΕΕ αγκιστρωμένη στη λογική του αναπόφευκτου, επενδύει προς μια κατεύθυνση, της αέναης προσαρμογής στην οικονομική και χρηματιστική παγκοσμιοποίηση. Περιφρονεί αυτούς που διαφωνούν υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει τις κατάλληλες διαδικασίες και χώρους που θα της επιτρέψει να «ακούσει καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο. Το φαινόμενο της ‘μετά-αλήθειας’ / ‘ψευδών ειδήσεων΄ συμβαδίζει με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών και είναι και αποτέλεσμα της εκτεταμένης απώλειας εμπιστοσύνης και πίστης προς τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών. Υπάρχει μια ασυμφωνία μεταξύ του αφηγήματος που υιοθετούν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών και τα ΜΜΕ, και των ανησυχιών που εκφράζουν οι πολίτες» ανέφερε μεταξύ άλλων καταλήγοντας «αν οι ηγέτες της Ε.Ε. επιθυμούν να διαχειριστούν την ‘μετά-αλήθεια’ οφείλουν να ενισχύσουν τη συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στις προκλήσεις του πραγματικού κόσμου. Τα κράτη-μέλη έχουν πετύχει έναν εκπληκτικό βαθμό οικονομικής ενοποίησης. Έχουν υπογράψει χιλιάδες σελίδες κανονισμών σε τομείς που καλύπτουν τα πάντα. Επίσης, έχουν δημιουργήσει και ένα κοινοβούλιο που εκλέγεται από τους πολίτες των κρατών-μελών με άμεση ψηφοφορία και είναι εξοπλισμένο με ευρείες αρμοδιότητες συναπόφασης και ελέγχου. Η διατήρηση αυτών των κεκτημένων αποτελεί το ζητούμενο και η καταπολέμηση του ευρωαρνητισμού δεν μπορεί παρά να συντελεστεί μέσα από ευρύτερες διαβουλευτικές διαδικασιές που επανακαθορίζουν τις προτεραιότητες και πολιτικές που εφαρμόζονται στο όνομα της ΕΕ».


Τι προτείνουν οι εμπειρογνώμονες

Στο πλαίσιο των προτάσεων η ομάδα των εμπειρογνωμόνων συνιστά προώθηση του γραμματισμού στα μέσα επικοινωνίας για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, ανάπτυξη εργαλείων που δίνουν στους χρήστες και στους δημοσιογράφους τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν την παραπληροφόρηση, διασφάλιση της πολυμορφίας και της βιωσιμότητας των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης και συνέχιση των ερευνών σχετικά με τον αντίκτυπο της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη.
Υποστηρίζει επίσης την κατάρτιση κώδικα αρχών τον οποίο θα πρέπει να δεσμευτούν ότι θα τηρούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μία από τις 10 βασικές αρχές που περιγράφονται στην έκθεση προβλέπει, για παράδειγμα, ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες θα πρέπει να μεριμνούν για τη διαφάνεια των εργασιών τους, εξηγώντας πώς επιλέγονται από τους αλγορίθμους οι ειδήσεις που προβάλλονται. Επίσης, οι εν λόγω πλατφόρμες θα ενθαρρύνονται να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα σε συνεργασία με ευρωπαϊκά ειδησεογραφικά πρακτορεία ώστε να βελτιωθεί η προβολή ασφαλών, αξιόπιστων ειδήσεων και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών σε αυτές.
Η λήψη μέτρων είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων. Τέλος, η ομάδα συνιστά τη δημιουργία συνασπισμού με στόχο να εξασφαλιστεί η υλοποίηση, η παρακολούθηση και η τακτική αναθεώρηση των συμφωνηθέντων μέτρων.