Ερμηνεύει την Κατρίνα στο «Κόκκινο νυφικό», τη μαύρη κωμωδία του Alpha, αλλά θα εμφανιστεί με διπλό ρόλο (Γυναίκα με τα πράσινα – Παράξενος επιβάτης) και στον «Πέερ Γκυντ» του Ιψεν στο Εθνικό Θέατρο (πρεμιέρα στις 23 Νοεμβρίου, στην Κεντρική Σκηνή). Στην καφετέρια που Εθνικού όπου συναντηθήκαμε έφτασε με τις σημειώσεις της στο χέρι. «Περπατάτε και μελετάτε;» ρώτησα. «Τι να κάνω;» γέλασε. «Διαβάζω όπου σταθώ και βρεθώ, στον δρόμο, στο ασανσέρ… Κερδίζω χρόνο». Και μου αποκάλυψε πως το ήδη επιβαρυμένο με τα γυρίσματα και τις πρόβες πρόγραμμά της είχε φροντίσει να το επιβαρύνει ακόμα περισσότερο, στριμώχνοντας στον (σχεδόν ανύπαρκτο) ελεύθερο χρόνο της την προετοιμασία για τον σημερινό Μαραθώνιο της Αθήνας. Η Γιούλικα Σκαφιδά θα επιχειρήσει τα 42 χιλιόμετρα «όχι με τους αθλητές, με το μπούγιο πίσω, έτσι για τη χαρά!».

Αθλήτρια ταχυτήτων

Υπήρξε αθλήτρια ταχυτήτων. Δεν έχει σταματήσει ούτε τώρα να αθλείται κάνοντας τζόκινγκ, «παίζοντας τένις ή λίγο μπάσκετ το βράδυ», αλλά «τις αποστάσεις τις έχω αγαπήσει τα τελευταία χρόνια. Πήρα μέρος σε αρκετούς ημιμαραθώνιους, είναι όμως η πρώτη φορά που επιχειρώ την κλασική διαδρομή». Από το αθλητικό παρελθόν της κρατά «την πειθαρχία. Με έχει βοηθήσει και στο θέατρο. Οι ηθοποιοί μοιάζουν με τους αθλητές. Πρέπει να είναι πειθαρχημένοι, σε καλή φυσική κατάσταση, και συνεχώς να βελτιώνονται. Να προσέχουν το σώμα τους, να μη σπαταλούν την ενέργειά τους». Με αυτά τα «όπλα» ανταποκρίνεται στις σχεδόν καθημερινές πρόβες αλλά και στις τρεις ημέρες γυρισμάτων: «Κάθε Δευτέρα μπορεί να έχω γύρισμα 10 και 12 ώρες. Τις άλλες δύο μέρες κάνω γύρισμα το πρωί, πηγαίνω στο Εθνικό για πρόβα, και επιστρέφω στο στούντιο για να συνεχίσω γύρισμα το απόγευμα».
Το θέατρο «ήταν ο στόχος όταν φοιτούσα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Τότε όλοι οι μαθητές ονειρευόμασταν το αρχαίο δράμα, λέγαμε πως τηλεόραση θα κάναμε μόνο αν τύχαινε κανένας Κουτσομύτης ή κανένας Κοκκινόπουλος… Ημουν τυχερή γιατί σε εμένα έτυχε ο Κώστας Κουτσομύτης με «Τα παιδιά της Νιόβης», ενώ στη συνέχεια μου προτάθηκαν πολλές ευπρόσωπες δουλειές, από τα «Μαύρα μεσάνυχτα» και «Το νησί» ως το σημερινό «Κόκκινο νυφικό». Γνωρίζοντας από μέσα την τηλεόραση στα καλύτερά της, μου έφυγε γρήγορα ο μικρός σνομπισμός που είχα». Τι έχει αλλάξει από την εποχή του «Νησιού» ως σήμερα; «Οι απολαβές μας, που έχουν μειωθεί δραματικά, και ο χρόνος γυρισμάτων. Για λόγους οικονομίας, καλούμαστε να βγάλουμε ένα επεισόδιο σε λιγότερο χρόνο. Αυτό δεν κάνει τη δουλειά πιο πρόχειρη, θέλει όμως μια ετοιμότητα διαφορετική».

Βουτιά στα βαθιά

Κάτι βράδια που γυρίζει στο σπίτι κουρασμένη τής αρέσει να σκέφτεται «γιατί ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά». Γιατί; «Μας έκαναν αυτή την ερώτηση την πρώτη μέρα στη σχολή. Είπα: «Επειδή είμαι κλειστός και εσωστρεφής άνθρωπος, θέλω να επικοινωνήσω ουσιαστικότερα και να εκφράσω μια δυναμική που έχω αλλά δεν φαίνεται»». Το είχε προετοιμάσει; «Οχι! Ηταν αυθόρμητο. Εξεπλάγην και εγώ που είπα κάτι τέτοιο!». Πώς όμως λειτουργεί ένας κλειστός άνθρωπος σε έναν χώρο εξωστρέφειας και δημόσιας έκθεσης; «Στη δική μου περίπτωση με βοήθησε να ελευθερωθώ το άλλοθι του κειμένου, του ρόλου. Δεν είναι εύκολη διαδικασία, πρέπει να βουτήξεις. Μου το είχε πει ο Ακύλλας Καραζήσης σε μια από τις πρώτες δουλειές μου, ενώ ετοιμαζόμασταν για μια δύσκολη σκηνή: «Πρέπει να βουτήξεις τώρα». Το έχω πάντα στο μυαλό μου. Μόνο όταν τολμήσεις αρχίζει η διαδικασία της εξέλιξης».
Προσπαθεί να αποφύγει την τυποποίηση («δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι από δουλειά σε δουλειά») και αν και είναι ακόμη πολύ νέα, όταν τη ρωτώ για τους φόβους της στρέφει το βλέμμα προς το μακρινό μέλλον: «Δεν θέλω να γίνω μια φιγούρα θλιβερή που παίζει και δεν αφορά πια κανέναν αλλά επιμένει γιατί το έχει ανάγκη και κανείς δεν της λέει πως πρέπει να φύγει». Πώς αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητα της δουλειά της, την παρουσία της στην κοινωνία, την προσφορά της; «Βλέπω έξω από τα παράθυρα του Εθνικού ανθρώπους να παίρνουν τη δόση τους. Εχω πολλές φορές αναρωτηθεί: «Αυτοί θα πεθάνουν μέσα στην ασχήμια, εγώ τι κάνω, τι κάνω εδώ;». Την ίδια στιγμή σκέφτομαι πως γι’ αυτό είμαι εδώ. Για να προσπαθήσω από το δικό μου πόστο για κάτι καλύτερο. Δεν θεωρώ πως η τέχνη μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου ή την κοινωνία. Πιστεύω όμως πως σε περιόδους κρίσης πρέπει να συμβάλει όχι τόσο παρηγορητικά αλλά κυρίως με μια υπομνηστική στάση, να θυμίσει στους ανθρώπους αυτά που έχουν ξεχάσει. Μπορεί να ανοίξει ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο που δεν τον είχαμε σκεφτεί, που τον αγνοούσαμε ή που τον είχαμε χάσει, και που τον έχουμε ανάγκη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ