Κρίση «σεισμικών διαστάσεων» ταλανίζει τελευταία τη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» και οι προοπτικές δεν επιτρέπουν αισιοδοξία, αν και η αρχισυντάκτρια Κάθριν Βάινερ διαβεβαίωσε την Τρίτη το προσωπικό και τους προμηθευτές της ότι «δεν πρόκειται να σταματήσουν να δουλεύουν τα πιεστήρια». Αλλοι, με επαφές και διασυνδέσεις με τους μεγαλοεπιχειρηματίες των μέσων ενημέρωσης, δεν αποκλείουν το… χειρότερο. Η κεντροαριστερή εφημερίδα, που πριν από δυόμισι χρόνια πήρε το βραβείο Ρulitzer για τις αποκαλύψεις και διαρροές πληροφοριών (υπόθεση Εντουαρντ Σνόουντεν), βλέπει να «έρχονται ακόμη πιο δύσκολες ημέρες», παραδέχεται ο πρώην αρχισυντάκτης της Αλαν Ρόσμπριτζερ.
Αύξηση του κόστους παραγωγής, σοβαρή και συνεχιζόμενη μείωση των διαφημιστικών καταχωρίσεων, κατώτερη της αναμενομένης επιτυχία της ηλεκτρονικής έκδοσης και κάθετη μείωση της κυκλοφορίας και των διαφημίσεων της αμερικανικής έκδοσης του «Guardian» προκάλεσαν αντιδράσεις, όχι μόνο στην αγγλική αγορά εργασίας, αλλά και στην εφημερίδα όπου «οι συζητήσεις καταλήγουν σε ερωτήματα για το μέλλον τους» γράφει το ευρωπαϊκό «Politico».
Το περυσινό οικονομικό έτος η εφημερίδα είχε έσοδα 105 εκατ. στερλίνες και έξοδα 128 εκατ. στερλίνες, γεγονός το οποίο ανάγκασε την ιδιοκτησία να απολύσει 300 και πλέον δημοσιογράφους και τεχνικούς, να προχωρήσει σε κούρεμα μισθών, κατάργηση έκτακτης παροχής –που έδινε σε ορισμένους –και να ζητήσει εθελουσία έξοδο για 30 περίπου άλλους. Τα μέτρα, ωστόσο, δεν βοήθησαν και στο εξάμηνο Απρίλιος – Σεπτέμβριος 2016 καταγράφηκε ζημιά 48 εκατ. στερλινών. Η διεύθυνση προώθησε τον περασμένο Ιανουάριο σχέδιο για περιορισμό του κόστους παραγωγής κατά 20% και διαβεβαιώνει ότι «το κόστος είναι υπό έλεγχο» και θα ισοσκελιστεί το 2019. Λίγοι συμφωνούν. Αντίθετα, οι ειδικοί της αγοράς λέγουν ότι «πρέπει να μειωθεί το κόστος κατά 60% τουλάχιστον για να επιβιώσει η εφημερίδα». Κάποιοι άλλοι λέγουν ότι «απαιτούνται μέτρα αναδιάρθρωσης», όπως έκανε τον περασμένο Μάρτιο ο «Independent».
Η συνεχής μείωση των εσόδων της εφημερίδας από την έντυπη έκδοση προκάλεσε την αποχώρηση μεγάλων διαφημιστικών εταιρειών, οι οποίες «έκλειναν» πάντοτε καταχωρίσεις προκαταβολικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και για μια τετραετία. Η διαφήμιση στην ηλεκτρονική έκδοση σημείωνε άνοδο ως και 12% από μήνα σε μήνα πριν από τρία χρόνια, αλλά από τα μέσα του 2014 οι διαφημίσεις στράφηκαν στο Google και στο Facebook και «κυριολεκτικά μας λήστεψαν» λέει ο Ντέιβιντ Πένσελ, του διοικητικού συμβουλίου της εφημερίδας.
Πριν από τρία χρόνια ο «Guardian» εξασφάλισε επένδυση 838 εκατ. στερλινών και γενική ήταν η εντύπωση ότι θα απέδιδε κέρδη 4% ως 5%, τα οποία θα βοηθούσαν την εφημερίδα να αντιμετωπίσει το αυξημένο κόστος της έκδοσής της. Οι προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν. Τον περασμένο Απρίλιο το κεφαλαίο είχε πέσει στα 765 εκατ. στερλίνες και στο Σίτι υπολογίζουν ότι θα εκμηδενιστεί σε δέκα χρόνια.
Αρνητικά είναι τα νέα και από την έκδοση της εφημερίδας στην Αμερική, μολονότι όταν πρωτοεμφανίστηκε, στις αρχές του 2001, οι γκουρού της Γουόλ Στριτ προεξοφλούσαν συνεχή κέρδη. Συμβαίνει το αντίθετο. Πέρυσι κατέγραψε ζημιά 16 εκατ. στερλινών, απολύθηκαν 40 δημοσιογράφοι και τεχνικοί και στο Λονδίνο συζητούν τώρα αν θα πρέπει να συνεχιστεί η έκδοση.
Το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του ηλεκτρονικού «Guardian» εξακολουθεί να είναι δωρεάν. Η αρχισυντάκτρια απέρριψε εισηγήσεις οικονομικών παραγόντων και εταιρειών του χώρου των ΜΜΕ να προχωρήσει «έστω και σε συμβολική» επιβολή «κάποιου αντιτίμου» από εκείνον που θέλει να διαβάσει «τι γράφει σήμερα η εφημερίδα του».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ