Περίεργες λέξεις και φράσεις είχε το e-mail το οποίο έστειλε την περασμένη Δευτέρα στο προσωπικό της «Wall Street Journal» η γραμματεία του κολοσσιαίου εκδοτικού οργανισμού της Νέας Υόρκης. Ουδέποτε οι συντάκτες και οι άλλοι εργαζόμενοι είχαν λάβει από το εσωτερικό ταχυδρομείο της εφημερίδας memo με φράσεις «σκληρή εποχή», «σειρά διοικητικών αναδιαρθρώσεων», «οι καιροί απαιτούν σύνεση, προσοχή, πρωτοβουλίες» κ.ά.
Ο Ρούπερτ Μέρντοχ, βλέποντας τα έσοδα της «WSG» να πέφτουν, αποφάσισε να λάβει μέτρα για τη μείωση του κόστους και την ανανέωση της εφημερίδας

Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβουν οι 1.500 και πλέον αποδέκτες του e-mail της διεύθυνσης ότι η εφημερίδα –η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία (2,4 εκατ.) της Αμερικής –αντιμετωπίζει κρίση, ότι ο μέγας ιδιοκτήτης-μέτοχος Ρούπερτ Μέρντοχ αποφάσισε να πάρει μέτρα. Πριν από δέκα περίπου χρόνια, έχοντας βάλει στην εκδοτική αυστραλο-βρετανική αυτοκρατορία του τους «Financial Times», κατέβαλε ένα αστρονομικό ποσό στην οικογένεια Μπάνκροφτ για να αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας τους και να εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο του εκδοτικού μεγαθηρίου της 8ης Λεωφόρου στο Μανχάταν, της «WSJ», και μιας ντουζίνας οικονομικών εντύπων που με πρώτο το εβδομαδιαίο «Barron’s» φανερά είτε όχι συνδέονται στενά με τη Γουόλ Στριτ. Σε μια συνέντευξή του στο βρετανικό «The Economist» το 2009 ο Μέρντοχ προέβλεπε συνεχή κυκλοφοριακή άνοδο της «WSJ» και ανάλογα κέρδη. Η μετοχή της άλλωστε είχε κάνει άλμα στα χρηματιστήρια ως και 15% στα τρία πρώτα χρόνια από τότε που άλλαξε ιδιοκτήτη.

Παρελθόν οι καλές εποχές


Οι εποχές που «δεν μιλούσε κανένας μας για έξοδα και κόστος παραγωγής (της εφημερίδας) δυστυχώς είναι παρελθόν» δήλωσε ο αρχισυντάκτης της «WSJ» Τζέρι Μπέικερ συζητώντας με το πολιτικό επιτελείο της. Η εφημερίδα διατηρεί την υψηλή κυκλοφορία της στην Αμερική, αλλά τα έσοδα κυριολεκτικά κατρακύλησαν. Ο Μέρντοχ για να την εξασφαλίσει φρόντισε να συνδέσει το ταμείο της με το τηλεοπτικό δίκτυο του λαϊκίστικου Fox Co., έναν σωστό πακτωλό, αλλά αυτό μόνο σαν προσωρινό σωσίβιο μπορεί να θεωρηθεί.
Το βασικό έσοδο της «Wall Street Journal», η διαφήμιση, μειώθηκε ως και 20% από το 2014 και 12% το πρώτο εξάμηνο του 2016 –ένα παγκόσμιο φαινόμενο στον χώρο των εντύπων. Η εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοση ή να πουλήσει όσο-όσο αρκετά από τα έντυπα που έβγαζε και «υπέδειξε» την εθελούσια έξοδο ακόμη και σε αρθρογράφους της με παγκόσμιο κύρος και απήχηση.
Η εφημερίδα προχωρεί και σε «γενναίες αποφάσεις», όπως προανήγγειλε στην ιστοσελίδα της τον περασμένο Αύγουστο. Δεν θα είναι η πρώτη. Εχουν προηγηθεί οι «New York Times» που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα με τη «WSJ» –ζημιές δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων λόγω μείωσης της διαφήμισης. Πρώτο μέτρο, ο εκσυγχρονισμός της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας, η οποία έχει σήμερα ένα εκατομμύριο συνδρομητές στις ΗΠΑ και σε άλλες 85 χώρες.
Ο στόχος είναι να τριπλασιαστεί ως το 2018. Θα εφαρμοστεί η εντελώς νέα τεχνολογία –με κόστος ως 65 εκατ. δολάρια -, η ηλεκτρονική έκδοση θα λάβει χαρακτήρα διεθνή και θα επεκτείνει το πεδίο ενδιαφέροντος πέρα από την οικονομία και τα νομισματικά σε θέματα κοινωνικά, καλλιτεχνικά, πνευματικά, ακόμη και σε αθλητικά, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή σε αναλύσεις και «σε βάθος εξηγήσεις πολιτικών καταστάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο». Αυτό πιστεύεται ότι θα της δώσει σε δύο χρόνια τουλάχιστον 500.000 νέους συνδρομητές, κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Αφρικής.
Σύμπτυξη και εκσυγχρονισμός


Αλλαγές θα γίνουν και στην έντυπη έκδοση, άλλωστε αυτό έγινε στο «Washington Post», στους «Los Angeles Times» και σε άλλες εφημερίδες για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Την περασμένη Τρίτη ο Μπέικερ, ο αρχισυντάκτης, με σημείωμά του στους προϊσταμένους των τμημάτων ζήτησε «συντομότερα, υψηλής ποιότητας και πιο ουσιαστικά» ρεπορτάζ και προανήγγειλε ότι θα γίνει «σύμπτυξη ορισμένων σελίδων και των συντακτικών ομάδων που τις επιμελούνται».
Θεωρείται βέβαιο ότι θα διακοπεί το «Greater New York», ένα τετρασέλιδο που εγκαινιάστηκε με πανηγυρισμούς και τηλεοπτικά σποτ το 2010 με στόχο να ανταγωνιστεί το σχετικό τμήμα των «New York Times», ότι θα σταματήσει το «Personal Journal», στις στήλες του οποίου καταγράφονται κοινωνικές δραστηριότητες, και θα διακοπεί το «Rumors», όπου καταχωρούνται ειδήσεις ξένων πρακτορείων και άλλες όχι απολύτως εξακριβωμένες.
Για τους αρθρογράφους δεν έχει ακουστεί τίποτε αλλά πιστεύεται ότι θα παραμείνουν οι περισσότεροι, όπως δεν πρόκειται να περιοριστεί ο χώρος για τα «Letters to the Editor» αφού κατά μέσον όρο η εφημερίδα λαμβάνει περί τα 800 γράμματα την ημέρα –σχεδόν τα οκτώ στα δέκα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της.
Φυσικά, η έντυπη «Wall Street Journal» δεν πρόκειται να αλλάξει χαρακτήρα, πολιτικό προσανατολισμό και βεβαίως δεν πρόκειται να διακόψει την έκδοσή της. «Τα μέτρα που παίρνουμε εγγυώνται την όσο το δυνατόν αρτιότερη παραγωγή της εφημερίδας. Είναι μέτρα διοικητικά, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού» γράφει, μεταξύ άλλων, η επιστολή που έλαβαν οι εργαζόμενοι στη «WSJ», οι συνεργάτες της και οι διαφημιστικές εταιρείες την περασμένη εβδομάδα από τον οργανισμό του Dow Jones.
Τρίτο κύμα απολύσεων στο Reuters
Για τρίτη φορά τους τελευταίους 20 μήνες το πρακτορείο Reuters καταργεί περίπου 2.000 θέσεις εργασίας στο παγκόσμιο δίκτυό του, στο οποίο τον περασμένο Σεπτέμβριο εργάζονταν 47.443 άτομα –2.045 οι δημοσιογράφοι. Ο αριθμός των εργαζομένων δημοσιογράφων δεν θα μειωθεί, δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Τζιμ Σμιθ, αλλά θα γίνουν μετακινήσεις μόνιμων ανταποκριτών και αυξομειώσεις στο προσωπικό των γραφείων του πρακτορείου στο εξωτερικό.
Το Reuters προχωρεί την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών του, τον τεχνολογικό εξοπλισμό του και την οργάνωση και αναβάθμιση της παγκόσμιας λειτουργίας του πρακτορείου, υλοποιώντας σχέδια που καταστρώθηκαν το 2013 με κόστος 220 ως 250 εκατ. δολάρια (σημερινές τιμές).
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στους τομείς της επιχειρηματικότητας, των κινδύνων στη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων και στην υψηλή τεχνολογία. Ο σχετικός προγραμματισμός επικεντρώνεται στη λειτουργική βελτίωση κυρίως 150 «κόμβων» (μόνιμοι ανταποκριτές, γραφεία κ.λπ.) σε περίπου 40 χώρες, από τις οποίες οι 17 βρίσκονται στην Ασία.
Η ιστοσελίδα του Τζιμ Σμιθ έγραφε την περασμένη Τρίτη ότι η εταιρεία συνεχίζει να είναι κερδοφόρα, αν και τα κέρδη της μειώνονται συνεχώς «προς το οριακό σημείο». Στο 3ο τρίμηνο του 2016 είχαν περιοριστεί σε 286 εκατ. δολάρια, από 293,2 εκατ. δολάρια, γεγονός το οποίο έριξε τη μετοχή της σε 36 σεντς από 38 σεντς έναν χρόνο νωρίτερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ