Η σειρά ολοκληρώθηκε, οι έπαινοι σίγασαν, οι συντελεστές έκαναν το πολυπόθητο βήμα για νέες προκλήσεις. Από τον Μάιο του 2015, όταν παίχθηκε το τελευταίο επεισόδιο στο οποίο ο Ντον Ντρέιπερ κλείνει την καριέρα του (ή ανοίγει μια καινούργια) ενδίδοντας στον διαλογισμό (ή οραματιζόμενος το πρωτοποριακό διαφημιστικό της Coca-Cola) το «Mad Men» ανήκει πια στη σφαίρα της ανάμνησης όσων τηλεθεατών αναπολούν μια έξυπνη, ποιοτική ως προς το σενάριο και πειστικότατη ως προς τους χαρακτήρες τηλεοπτική παραγωγή. Η ανακύκλωσή της στο blu-ray με την κυκλοφορία του box set τον Οκτώβριο του 2015 δημιούργησε σε Ευρώπη και ΗΠΑ ένα μικρό κύμα ζήτησης από τα ενοχικά σύνδρομα όσων δεν την είχαν παρακολουθήσει ποτέ και έδωσε την ευκαιρία στους κριτικούς να την ξαναδούν με μια ελαφρώς πιο απενοχοποιημένη ματιά.
‘Η τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει στο περιοδικό «Prospect» με πρότυπο τον εαυτό του ο 76χρονος Κλάιβ Τζέιμς, ποιητής, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και θεσμός των βρετανικών μέσων ενημέρωσης. Τηλεκριτικός του «Observer» μεταξύ 1974 και 1982, ο Τζέιμς γράφει στο δοκίμιό του πολλά που είχαν ήδη επισημάνει όσοι είδαν το «Mad Men» στην ώρα του, κυρίως όμως εκφράζει τη διαφωνία του με το σημείο που αποτέλεσε για πολλούς συναδέλφους του το μείζον γοητευτικό τους στοιχείο –την ακρίβεια της αναπαράστασης των ’60s.
Προπομπός του βιβλίου του «Play All» (εκδ. Yale University Press) το οποίο κυκλοφορεί στις ΗΠΑ στις 30 Αυγούστου με γενικά αποφθέγματα πάνω σε πλήθος γνωστών σειρών της τελευταίας εικοσαετίας, το κείμενο του Τζέιμς επαινεί πρόσωπα και πράγματα: ο Ντον Ντρέιπερ είναι «ο Ντον Τζιοβάνι σε πουκάμισο Brooks Brothers», τα σκηνικά έχουν αναπαραχθεί άψογα κατά ανεπανάληπτο τρόπο, ως και η τεχνική της κινηματογράφησης ακολουθεί τις συμβάσεις της περιόδου.
Εκεί αρχίζουν και τα προβλήματα για κάποιον που έζησε την περίοδο και τη θυμάται: στο «Mad Men» «το παρελθόν παρουσιάζεται πολύ πιο αποκαθαρμένο από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα». Με αφορμή τον ρόλο της χυμώδους γραμματέως Τζόαν Χόλογουεϊ ο Τζέιμς παρατηρεί ότι σε μια αληθινή διαφημιστική εταιρεία όπως αυτή περιγράφεται στη σειρά τα στελέχη της συνιστούσαν νοήμονα και σκεπτόμενα όντα που αμφισβητούσαν ήδη τον ρόλο της γυναίκας ως «αναπαραγωγικής φοράδας».
Η απουσία βιβλίων στα χέρια τους είναι χτυπητή, σε αντίθεση με τους κανονικούς ανθρώπους της Madison Avenue που διέπρεπαν στην ανάγνωση κριτικών για την κοινωνική κατάσταση έργων ή του ανατρεπτικού περιοδικού «Mad». Τέλος, οι πρωταγωνιστές της σειράς ουδέποτε αμφισβητούν τις συμβάσεις του επαγγέλματός τους και την ακατάβλητη ικανότητά τους να παρασύρουν το κοινό, ενώ στην πραγματικότητα ο «πατέρας της διαφήμισης», Ντέιβιντ Ογκιλβι, σε επιτυχημένες εκστρατείες του παρωδούσε ήδη τα αξιώματα της διαφημιστικής κουλτούρας.
Ο στόχος του Κλάιβ Τζέιμς ωστόσο δεν είναι να μειώσει την αξία των «Mad Men» –«προσωπικά, δεν μπορώ να σταματήσω να τη βλέπω» γράφει. Διακρίνει όμως ένα είδος μυθοποίησης του 20ού αιώνα, τη νοσταλγία για μια υποτιθέμενη ευτυχή εποχή, πακεταρισμένα σε μια σειρά- υπόγεια διαφήμιση του σήμερα: η ευκολία και η απλότητα του τότε μας κάνει να νιώθουμε πιο έξυπνοι επειδή ζούμε στο τώρα, «μας πουλά μια αίσθηση ανωτερότητας». Ενδεχομένως, αλλά η αλήθεια είναι ότι μάλλον ξεμακραίνουμε πολύ υποκαθιστώντας την Iστορία με την TV –στις μέρες μας αυτό είναι δουλειά του Ιnternet.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ