Το βιβλίο του Παύλου Τσίμα «Ο φερετζές και το πηλήκιο – Το πολιτικό μυθιστόρημα της ελληνικής τηλεόρασης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Εδώ και χρόνια προσπαθεί να λύσει το μυστήριο γιατί η τηλεόραση άργησε κάπου τρεις δεκαετίες να έρθει στην Ελλάδα. Εψαξε, διάβασε, ερεύνησε αρχεία και εφημερίδες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο και μια μυθιστορηματική αφήγηση των παράλληλων βίων πολιτικής και τηλεόρασης για να δοθούν κάποιες απαντήσεις. Ο Παύλος Τσίμας είναι ο συγγραφέας του πολιτικού μυθιστορήματος της ιστορίας της ελληνικής τηλεόρασης «Ο φερετζές και το πηλήκιο» (εκδόσεις Μεταίχμιο), το οποίο μέσα από τις σελίδες του αποκρυπτογραφεί παθογένειες, πολιτικές κρίσεις και αντιρρήσεις, ψευδαισθήσεις και πολλά άλλα και ενδιαφέροντα που καθόρισαν τη σημερινή μορφή της ελληνικής τηλεόρασης. Ο δημοσιογράφος μίλησε στο «Βήμα της Κυριακής» για τη λογοτεχνική περιπέτειά του και το ταξίδι στην πολιτική και τηλεοπτική ιστορία και υστερία του τόπου.

Πόσα χρόνια δουλεύατε για τη συγγραφή του βιβλίου σας;
«Πολλά χρόνια. Ξεκινούσα, σταματούσα, μέχρι που το περασμένο καλοκαίρι, με το κλείσιμο της ΕΡΤ και τη συζήτηση που ακολούθησε, αποφάσισα να ασχοληθώ πιο συστηματικά και να το τελειώσω. Πήγαινα κάθε ημέρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο υπουργείο Εξωτερικών και το ολοκλήρωσα».
Το χαρακτηρίζετε πολιτικό μυθιστόρημα της ιστορίας της τηλεόρασης. Απορώ αν είναι δυνατόν κάποιος να δει ξεχωριστά την πολιτική και την τηλεόραση.
«Οχι. Ενα μυθιστόρημα για την τηλεόραση δεν μπορεί να μην είναι πολιτικό. Στην πραγματικότητα, είναι ένα βιβλίο για την πολιτική. Είναι ένα βιβλίο για την πολιτική και τη σχέση της με την τηλεόραση. Οπως επίσης καταγράφεται και η αντίληψη των πολιτικών και της κοινωνίας για την τηλεόραση».
Στο βιβλίο σας γίνεται μεγάλη αναφορά στις κρίσεις που προκάλεσε η τηλεόραση στις εκάστοτε κυβερνήσεις προτού καν εμφανιστεί. Σήμερα μπορεί να προκαλέσει ανάλογες κρίσεις η τηλεόραση;
«Νομίζω ότι και τότε και τώρα η τηλεόραση είναι ένα μέσο που έχει τη δύναμη που έχει ή που είχε. Μόνο στην Ελλάδα αυτή η σχέση έγινε τόσο παθολογική. Αυτό που ανακάλυψα και μου προκάλεσε το ενδιαφέρον είναι πως μόνο στην Ελλάδα η σχέση ήταν κυριολεκτικά ψυχοπαθολογική. Η πολιτική και οι πολιτικοί στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν την τηλεόραση με ένα συναίσθημα τρόμου και με βουλιμία να την εξουσιάζουν. Και με την ψευδαίσθηση ότι όποιος ελέγχει την τηλεόραση ελέγχει τα πάντα, κάτι που δεν είναι αλήθεια. Ελέγχει ένα μέρος της ατζέντας αλλά όχι τα πάντα».
Είναι καθρέφτης της πολιτικής η τηλεόραση;
«Ναι, είναι. Υπάρχουν τρία ερωτήματα που προσπαθώ να απαντήσω μέσα από το βιβλίο. Προσπαθώντας να κεντρίσω το ενδιαφέρον στις κόρες μου, τους έθεσα το ερώτημα γιατί ένα καινούργιο τάμπλετ χρειάζεται 24 ώρες από την παρουσίασή του για να έρθει στην Ελλάδα, γιατί όλες οι σύγχρονες τεχνολογίες, τα κινητά, έρχονται σε ώρες και η τηλεόραση χρειάστηκε κάτι παραπάνω από τρεις δεκαετίες; Γενιές ανθρώπων στην Ευρώπη και στον κόσμο έζησαν με την τηλεόραση την ώρα που εμείς αποτελούσαμε «ατηλεοπτική» νησίδα. Πώς εξηγείται αυτό; Γιατί σε καμία άλλη χώρα δεν σκέφτηκε κανείς να δώσει στον στρατό χωριστή τηλεόραση από το κράτος; Γιατί, τέλος, σε όλη την Ευρώπη θεωρήθηκε αυτονόητο να ελέγχεται από το κράτος και στην Ελλάδα εμφανίστηκε ως ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμη και στη φάση των συζητήσεων για τον ερχομό της; Ολα αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν σχέση με την τηλεόραση και η απάντηση βρίσκεται στην ιδιομορφία της ελληνικής δημοκρατίας, της οικονομίας και της κοινωνίας. Μετά τον Εμφύλιο η Ελλάδα ήταν πάντα μια παράξενη χώρα και θα τολμούσα να πω εντός πολλών εισαγωγικών πως ήταν μια «σταγόνα Τρίτου Κόσμου» στην καρδιά της Ευρώπης».
Βασικό χαρακτηριστικό στην αφήγηση της τηλεοπτικής ιστορίας είναι ο έλεγχος της ΕΡΤ από τις κυβερνήσεις. Υπήρξε κάποια η οποία να μην ήταν τόσο χειριστική, που να μην την ήλεγχε τόσο πολύ;
«Οχι, δεν νομίζω. Μπορεί κάποια στιγμή η οικουμενική κυβέρνηση να το έκανε επειδή συμμετείχαν τρία κόμματα, αλλά όλοι οι άλλοι ήθελαν την ΕΡΤ απολύτως ελεγχόμενη. Οι υπουργοί πάντα έπαιρναν τηλέφωνο και διαμαρτύρονταν ή ζητούσαν κάτι».
Αυτή η προσπάθεια χειραγώγησης ήταν κατά τη γνώμη σας και η βασική αιτία που οδήγησε τη δημόσια τηλεόραση στο βίαιο κλείσιμο;
«Κατ’ αρχάς να πω ότι για μένα αυτή ήταν μια εξωφρενική απόφαση και ακατανόητη έτσι όπως έγινε. Πουθενά στον κόσμο δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Αν υπήρχε σχέδιο, να πω ότι κάτι είχαν στο μυαλό τους. Και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει να κλείσει και να ξανανοίξει καινούργια και καθαρή αλλά την επόμενη ημέρα, όχι να κλείσει και να μην ξέρουμε τι θα γίνει. Και άλλοι το είχαν πει και το είχαν προτείνει για να καθαρίσει και από την κληρονομιά της χούντας σε νοοτροπία. Το θεωρώ και αυτό λάθος. Η απόφαση ήταν πραγματικά συνεπής με όλη την ιστορία της τηλεόρασης στην Ελλάδα που είναι εξωφρενική».
Την τωρινή προσπάθεια με τη σύσταση της ΝΕΡΙΤ τη βρίσκετε πιο υγιή;
«Περιμένω να το δω και το λέω καλοπροαίρετα αυτό. Αυτό που δεν έγινε τότε το 1950 ας γίνει τώρα. Προς το παρόν όμως περιμένω».
Σήμερα υπάρχουν άξονες που καθορίζουν τη λειτουργία της τηλεόρασης;
«Δεν ξέρω αν έχει νόημα κάτι τέτοιο πλέον. Η τηλεόραση δεν είναι αυτό που ήταν. Κάποτε ήταν ο απόλυτος βασιλιάς στο βασίλειο της επικοινωνίας και οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ήταν συμπληρωματικά. Αυτό δεν ισχύει πια. Η τηλεόραση δεν έχει πια την αυτοκρατορική θέση».
Τι οδήγησε σ’ αυτό;
«Το Διαδίκτυο και τα social media. Οπως είχε πει και ένας αμερικανός μελετητής, μοιάζει με τον Γκιούλιβερ στη χώρα των Λίλιπουτ. Είναι ένας γίγαντας ανάμεσα σε πολλούς νάνους που μπορούν να τον δέσουν. Κανένα μέσο όμως δεν πέθανε επειδή δημιουργήθηκε ένα καινούργιο ούτε η τηλεόραση πεθαίνει επειδή δημιουργήθηκε το Internet».
Εδειξε ανακλαστικά ότι θα αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα ή έμεινε αμήχανη;
«Δείχνει αμηχανία στην Ελλάδα γιατί θα ήταν παράξενο να μη συμβαίνει αυτό. Στην Αμερική αντιδρά και απαντά στις προκλήσεις, ανανεώνεται και πάει μια χαρά. Δύσκολο όμως από μια φουκαριάρα τηλεόραση, με όλα αυτά που έχει περάσει πενήντα χρόνια, να ζητάς τόσο πολλά. Αν και η πλειονότητα του πολιτικού κόσμου ζει ακόμη στο ’50, όπου με τρόμο νομίζουν ότι η τηλεόραση είναι υπερδύναμη και αν την ελέγξεις, αν ελέγξεις τι λένε τα δελτία των ειδήσεων, ελέγχεις τη χώρα».
Δεν ελέγχονται τα δελτία των ειδήσεων;
«Ακόμη και αν ελέγχονται τα δελτία των ειδήσεων δεν ελέγχονται αυτοί που τα βλέπουν. Η θεωρία ότι είναι ο τηλεθεατής φυτεμένος ανθρωπάκος στον καναπέ που δεν σκέπτεται, δεν ξέρει και δεν επεξεργάζεται αυτό που βλέπει είναι λάθος και συνιστά ψευδαίσθηση. Δεν ελέγχεις τα μυαλά των ανθρώπων».
Ωστόσο τελευταία τόσο από την ψυχαγωγία όσο και από την ενημέρωση τα πρόσωπα της τηλεόρασης τροφοδοτούν τα ψηφοδέλτια. Αυτό δεν αποδεικνύει μια ισχυρή δυναμική;
«Βεβαίως και έχει δυναμική. Είναι τρομερά εθιστική και διεισδυτική η τηλεόραση. Το πρώτο κείμενο για κριτική τηλεόρασης το βρήκα στο «Βήμα», όπου σε μια επιφυλλίδα με το δίλημμα αν θα σώσει ή θα καταστρέψει τον κόσμο η τηλεόραση το συμπέρασμα ήταν ότι ούτε θα τον σώσει ούτε θα τον καταστρέψει. Αυτό είναι σημαντικό συμπέρασμα ακόμη και σήμερα».
«Εγινα δημοσιογράφος από συνοικέσιο»

Η ιδιωτική τηλεόραση τι παθογένειες κληρονόμησε από το γεγονός ότι η χούντα άφησε τη σφραγίδα της στη δημόσια;

«Δύο, κατά τη γνώμη μου. Η πρώτη είναι ότι δεν υπήρχε δημόσια τηλεόραση να δίνει το μέτρο και γι’ αυτό κατά ένα μέρος η ιδιωτική γλίστρησε στο παντελώς ανεπίτρεπτο. Αυτό που θα απορριπτόταν κάποτε ως ένδειξη κακού γούστου, εδώ περνάει γιατί δεν υπάρχει παράδοση με στάνταρτ στην ποιότητα, στην αισθητική. Η άλλη παθογένεια είναι ότι επειδή οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την τηλεόραση με τρόμο και βουλιμία δεν έβαλαν κανόνες στο πεδίο, καθώς πίστευαν ότι οι πολιτικές δυνάμεις δεν αγαπούν τα όρια. Αφησαν ανοιχτό το πεδίο κι όποιος ήθελε έβαζε και μια κεραία και εξέπεμπε. Αυτό ήταν μια πονηριά της πολιτικής ότι μπορούν να έχουν έλεγχο επειδή δεν έχουν κάποιον απέναντι».

Τα επόμενα 50 χρόνια στην τηλεόραση θα είναι πολύ διαφορετικά;
«Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά θα τα γράψει κάποιος άλλος. Το κίνητρό μου ήταν η πολιτική και με αυτό το βιβλίο απάντησα σε ερωτήματα που επιβεβαίωσαν την παράξενη μοναδικότητα της τηλεόρασης και κατάλαβα την περιπέτεια της μεταπολεμικής Ελλάδας».
Αναφέρεστε στην εποχή του φερετζέ, στην εποχή του πηληκίου. Η σημερινή τι τίτλο θα είχε;
«Δεν το έχω σκεφτεί… Πρέπει να το σκεφτώ και να αποφασίσω».
Θα γράψετε βιβλίο και για την ιδιωτική τηλεόραση;
«Δεν θέλω να ξανασχοληθώ με την τηλεόραση. Η ερευνητική δουλειά μου με όλο αυτό τελείωσε. Δεν θα γράψω άλλο βιβλίο».
Τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα. Ποιος είναι ο έρωτας;
«Εγινα δημοσιογράφος από συνοικέσιο. Είναι από τους γάμους που πρώτα παντρεύεσαι και μετά ερωτεύεσαι. Εμαθα τη δημοσιογραφία μέσα από τις εφημερίδες, μετά βρέθηκα στον 9,84 και έμαθα να κάνω ραδιόφωνο και για μένα είναι το πιο ευχάριστο που μπορώ να κάνω δημοσιογραφικά. Και την τηλεόραση από συνοικέσιο την έκανα. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη απέναντι στην τηλεόραση. Εκανα πολλά που μου άρεσαν, αλλά αν μου έλεγες απαγορεύεται να κάνεις και τα τρία, αυτό που θα διάλεγα να κρατήσω θα ήταν το ραδιόφωνο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ