Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε το ανταποδοτικό τέλος για τη νέα Δημόσια Τηλεόραση –τη ΝΕΡΙΤ. Παρά το ότι είναι μειωμένο κατά 30% σε σχέση με το τέλος που πληρώναμε για την ΕΡΤ, υπήρξαν ερωτηματικά αλλά και κριτική τόσο για το ύψος και τον χρόνο που επιλέχθηκε η έναρξη της ισχύος του όσο και συνολικά για το εγχείρημα της δημιουργίας μιας νέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Θα προσπαθήσω να απαντήσω.
Κατ’ αρχήν για τον χρόνο. Τα συνολικά έσοδα της ΝΕΡΙΤ –με «επίσημη» έναρξη τον Μάρτιο όπως έχει αποφασίσει το Διοικητικό της Συμβούλιο –έχουν προϋπολογιστεί να είναι 190 περίπου εκατομμύρια. Αυτό αντιστοιχεί σε ανταποδοτικό τέλος 3 ευρώ για 12 μήνες ή 3,6 ευρώ για δέκα μήνες. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το ετήσιο κόστος για τον πολίτη θα είναι το ίδιο. Επιλέχθηκε η λύση των τριών ευρώ για μια σειρά από λόγους.
Πρώτον επειδή στην πραγματικότητα το πρόγραμμα της ΝΕΡΙΤ έχει ήδη αρχίσει σταδιακά να προβάλλεται και τις επόμενες εβδομάδες θα εμπλουτιστεί και άλλο με καινούργιες ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ και αθλητικά που θα βαρύνουν τον προϋπολογισμό της. Αν δεν έμπαινε το ανταποδοτικό θα βάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό. Να σημειωθεί ότι ήδη ένα μέρος του κόστους του προγράμματος της ΝΕΡΙΤ (π.χ. Champions League, Mundial κ.ά.) έχει επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Δεύτερον επειδή το πρόγραμμα της ΝΕΡΙΤ που θα ξεκινήσει να προβάλλεται μετά τον Μάρτιο έχει ήδη αρχίσει να παραγγέλνεται και κατά συνέπεια η ΝΕΡΙΤ έχει ανάγκη εσόδων για να κάνει τις παραγγελίες.
Τρίτον επειδή μέσα σε λίγες εβδομάδες προγραμματίζεται να ξεκινήσει το Τρίτο Πρόγραμμα αλλά και μια σειρά από τηλεοπτικές εκπομπές –νέες ή συνέχεια παλαιοτέρων, όπως το «Μένουμε Ελλάδα».
Τέταρτον επειδή αν έμπαινε ανταποδοτικό στα 3,6 ευρώ, το πιθανότερο είναι ότι θα παρέμενε σε αυτό το ύψος και το 2015 καθώς είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Τα 3 ευρώ αποτελούν μια μορφή αυτοπειθαρχίας για το ΔΣ της ΝΕΡΙΤ.
Αλλά βέβαια τα τρία ευρώ –επισήμαναν πολλοί σχολιαστές –αντιστοιχούν σε έσοδα 190 σχεδόν εκατομμυρίων την ώρα που το κόστος της ΝΕΡΙΤ θα είναι 100 περίπου εκατομμύρια. Γιατί η ΝΕΡΙΤ θα πρέπει να έχει πλεόνασμα 90 εκατομμυρίων ευρώ; Ο λόγος είναι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, σύμφωνα με το οποίο όλες οι ΔΕΚΟ οφείλουν να έχουν πλεόνασμα και να συνεισφέρουν στον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό ωστόσο δεν είναι τόσο καινούργιο. Μια από τις κριτικές που ακούστηκαν όταν έκλεισε η ΕΡΤ είναι πώς ήταν κερδοφόρα. Γιατί και τότε συνεισέφερε το 25% των εσόδων της, κοντά 70 εκατομμύρια ευρώ, ουσιαστικά στον κρατικό προϋπολογισμό (στον ΛΑΓΗΕ). Στην πράξη λοιπόν το ίδιο θα ισχύσει και για τη ΝΕΡΙΤ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ανταποδοτικό τέλος στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη ενώ σε πολλές χώρες το τέλος συνοδεύεται και από επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, κάτι που δεν θα ισχύει στην περίπτωση της ΝΕΡΙΤ. Αυτό επιτυγχάνεται επειδή το κόστος της ΝΕΡΙΤ θα περιοριστεί στα 100 εκατομμύρια από τα 240 εκατομμύρια που κόστιζε η ΕΡΤ. Κι αυτό με τη διατήρηση δύο πανελλαδικών καναλιών, ενός δορυφορικού καναλιού, των βασικών ραδιοσταθμών και των μουσικών συνόλων.
Ολη αυτή η κριτική βέβαια ξεκινά από το γεγονός ότι ακόμα δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί η ΝΕΡΙΤ. Κι αν δεχθούμε ότι η δημιουργία ενός τηλεοπτικού σταθμού δεν είναι ζήτημα πυρηνικής φυσικής, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα «γιατί αυτή η καθυστέρηση». Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι, ή αν θέλετε ιδιαιτερότητες.
Ο πρώτος είναι ότι η ΝΕΡΙΤ συγκροτείται με βάση έναν νέο νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση. Εναν νόμο που εγγυάται την αυτονομία της από κυβερνητικές αποφάσεις –και είναι σημαντικό ότι η EBU τον χαρακτήρισε μεταξύ των καλύτερων στην Ευρώπη. Εναν νόμο ωστόσο που προβλέπει χρονοβόρες διαδικασίες που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία του νέου φορέα. Ετσι ενώ το υπουργείο είχε έτοιμες τις προτάσεις του για την συγκρότηση του Εποπτικού Συμβουλίου –του οργάνου που θα εποπτεύει τη ΝΕΡΙΤ χωρίς να μπορεί πλέον να παρέμβει η κυβέρνηση –από την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Νοέμβριο. Να σημειωθεί ότι το ΔΣ επιλέχθηκε με ανοικτή προκήρυξη από το Εποπτικό Συμβούλιο και όχι από την κυβέρνηση
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η ΝΕΡΙΤ ιδρύεται με διαδικασίες ΔΕΚΟ. Ετσι χρειάστηκε από τον Νοέμβριο ως σήμερα –για την ακρίβεια ως την Παρασκευή –να περάσει έναν γραφειοκρατικό μαραθώνιο προκειμένου να της δοθεί επιτέλους η άδεια από την κυβέρνηση να κάνει προσλήψεις. Να πάει δηλαδή στο ΑΣΕΠ –γιατί ως ΔΕΚΟ δεν κάνει προσλήψεις αλλιώς -, το οποίο ως γνωστόν έχει διαδικασίες που κρατάνε τρεις με τέσσερις μήνες! Αυτό, να ιδρυθεί δηλαδή η νέα εταιρεία, επιτεύχθηκε μέσα σε δύο (…μόνο) μήνες με προσωπικές συχνά παρεμβάσεις υπουργών για να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατόν η γραφειοκρατία. Ενδιαμέσως το Διοικητικό Συμβούλιο έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα θέατρο παραλόγου. Για παράδειγμα, ένας φορέας για να κάνει προσλήψεις πρέπει να έχει προϋπολογισμό. Πώς μπορεί όμως ένα Διοικητικό Συμβούλιο χωρίς το αναγκαίο ειδικευμένο προσωπικό να συντάξει προϋπολογισμό; Μαζί έπρεπε να λυθούν μια σειρά από πρωτόγνωρα νομικά προβλήματα, π.χ. για την παραγγελία προγράμματος από έναν φορέα, τη «Δημόσια Τηλεόραση», για λογαριασμό ενός άλλου, τη ΝΕΡΙΤ.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι θα πρέπει να σχεδιαστεί όχι απλώς η δημιουργία ενός νέου φορέα από το μηδέν αλλά η μετάβαση από έναν φορέα, τη ΔΤ, σε έναν άλλον, τη ΝΕΡΙΤ, χωρίς να διακοπεί η εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Κι αυτό παρά το ότι ένα μέρος του προσωπικού (όσοι προσλήφθηκαν το καλοκαίρι) θα πρέπει να αντικατασταθεί από άλλους (όσοι θα προσληφθούν με διαδικασίες ΑΣΕΠ). Με άλλα λόγια το νέο προσωπικό θα πρέπει από την πρώτη ημέρα να είναι σε θέση να λειτουργήσει τη ΝΕΡΙΤ, ουσιαστικά χωρίς χρόνο προσαρμογής ούτε καν στις τεχνικές της λειτουργίες.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης καχυποψίας ή ανοικτής πολεμικής όπου ακόμα και τα προφανή δεν γίνονται αποδεκτά. Για παράδειγμα το νέο ΔΣ προχώρησε στην προκήρυξη 11 θέσεων διευθυντών όπως προβλέπει ο νόμος των ΔΕΚΟ. Πώς αλλιώς μπορεί να φτιαχτεί ένας νέος φορέας αν δεν αρχίσει να συμπληρώνεται η πυραμίδα από πάνω προς τα κάτω; Ε λοιπόν κι αυτό θεωρήθηκε «φωτογραφικό».
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί θα είναι αυτό καθαυτό το πρόγραμμα που θα προβάλλει η νέα τηλεόραση Το αν θα ανταποκρίνεται δηλαδή στην ποιότητα και στην αμεροληψία που θέλουμε από έναν δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Δεν θέλω να δημιουργήσω ψεύτικες προσδοκίες. Σε τελευταία ανάλυση ένα μέσο ενημέρωσης είναι κατ’ εξοχήν οι άνθρωποί του κι αυτή τη στιγμή η ΝΕΡΙΤ δεν έχει ακόμα προσλάβει ούτε έναν δημοσιογράφο ή τεχνικό. Ετσι για να βγει τον Μάρτιο στον αέρα, τα στελέχη της θα πρέπει να δουλέψουν μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες –χρονικά και πολιτικά. Είμαι ωστόσο βέβαιος ότι αν τους δοθούν τα περιθώρια τότε μπορούμε να αποκτήσουμε την τηλεόραση που όλοι θέλουμε.
ΥΓ.: Μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ έχει προκύψει ένα θέμα με τις αποζημιώσεις όσων εργαζομένων μονιμοποιήθηκαν με τις ρυθμίσεις Παυλόπουλου. Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα αποζημιωθούν για όσα χρόνια είχαν αναγνωριστεί στις συμβάσεις τους. Παρά το ότι δεν υπήρξε συμφωνία με τα συνδικάτα η δέσμευση αυτή τηρήθηκε. Για τη συντριπτική πλειονότητα σήμαινε αποζημίωση για απασχόληση από το 2006 και μετά. Ειδικά στους δημοσιογράφους –περίπου 500 από τους 1.600 που μονιμοποιήθηκαν τότε –είχε αναγνωριστεί το σύνολο της προϋπηρεσίας τους και εκτός ΕΡΤ, μόνο όμως μισθολογικά και βαθμολογικά. Οχι για λόγους αποζημίωσης όπως ρητά προβλέπεται σε άλλες συμβάσεις φορέων του Δημοσίου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά; Να αποζημιωθούν και για χρόνια εργασίας εκτός ΕΡΤ; Κατόπιν αυτού οι νομικοί σύμβουλοι του υπουργείου των Οικονομικών θεωρούν ότι δεν μπορεί να καταβληθούν αποζημιώσεις για πέραν του 2006 εργασία. Αλλωστε κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, με άλλους δημοσιογράφους να έχουν μονιμοποιηθεί έχοντας ενδεχομένως μόνιμη και συνεχή απασχόληση και άλλους έχοντας για παράδειγμα απλώς μια εκπομπή στο ραδιόφωνο. Με τα σημερινά δεδομένα τη λύση μπορεί να τη δώσουν μόνο τα δικαστήρια. Το ίδιο προφανώς υποστηρίζουν και οι δημοσιογραφικές ενώσεις που παρά τις κρούσεις που τους έχουν γίνει, έχουν αρνηθεί μέχρι σήμερα να θέσουν επίσημα το θέμα και περιορίζονται απλώς σε υποκριτικές θρηνωδίες.