Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδος είναι μια πάθηση που αφορά την κεντρική περιοχή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού με την οποία βλέπουμε συγκριτικά καλύτερα.
Στον δυτικό κόσμο αποτελεί την πιο συχνή αιτία μείωσης της κεντρικής όρασης σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών. Η συχνότητα εμφάνισής της αυξάνεται προϊούσης της ηλικίας και αναμένεται να έχουμε μία δραματική εμφάνιση νέων κρουσμάτων τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης.
Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδος έχει δύο μορφές.
Σύμφωνα με τον χειρουργό οφθαλμίατρο, αντιπρόεδρο της Εταιρείας Υαλοειδούς Αμφιβληστροειδούς, κ. Ιωάννη Ι. Δατσέρη η πιο ελαφρά είναι η ξηρά μορφή που συνήθως έχει ήπια συμπτωματολογία με διαταραχές στην όραση που τις ονομάζουμε μεταμορφοψίες.
Αντίθετα η πιο σοβαρή και με τη χειρότερη πρόγνωση είναι η εξιδρωματική ή υγρή μορφή που έχει σαν κατάληξη την απώλεια της κεντρικής όρασης στο 90% των ασθενών άνω των 50 ετών. Η υγρή μορφή χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία μιας παθολογικής νεοαγγειακής μεμβράνης που καταλήγει σε αιμορραγία και ανάπτυξη στο τελικό στάδιο ινώδους ιστού που έχει αποτέλεσμα την κατάργηση της κεντρικής όρασης.
Η αιτιολογία της πάθησης δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, έχουν ταυτοποιηθεί γονίδια και υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες όπως η υπέρταση, η υπερχοληστερολαιμία, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και το κάπνισμα.

«Ως προς τη θεραπεία της πάθησης πρέπει να αναφέρουμε ότι ενώ πριν από μερικά χρόνια υπήρχε αδυναμία αντιμετώπισης, σήμερα βρισκόμαστε σχεδόν σε δίλημμα ποια απ’ όλες τις θεραπείες να επιλέξουμε»
αναφέρει ο κ. Δατσέρης.
Το τελευταία χρόνια –σημειώνει –είχαμε σημαντικές εξελίξεις στη θεραπεία της πάθησης με την είσοδο στη φαρέτρα μας των αντιαγγειογενετικών ουσιών (αντι-VEGF).
Οι ουσίες αυτές αναστέλλουν την έκφραση του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα(VEGF), μιας πρωτεΐνης που προάγει μεταξύ των άλλων και την παθολογική νεοαγγείωση στην ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς.
Η θεραπεία με τους αντι-VEGF γίνεται με έγχυση του φαρμάκου εντός της υαλοειδικής κοιλότητας του οφθαλμού ανά τακτά χρονικά διαστήματα (4 εβδομάδες).

«Η καθημερινή κλινική πράξη»
, σημειώνει, «δείχνει σημαντικά αποτελέσματα από τη χρήση αυτής της θεραπευτικής μεθόδου. Εχουμε μέχρι και 90% σταθεροποίηση ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις σημαντικής βελτίωσης σε ποσοστό 40%. Πρέπει να τονιστεί ότι έχει μεγάλη σημασία η έγκαιρη διάγνωση και η άμεση αντιμετώπιση προκειμένου να έχουμε τα καλά αυτά αποτελέσματα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ