Μπορεί κάποιοι άνθρωποι να καταναλώνουν τόνους ζάχαρη κάθε χρόνο, κάποιοι να είναι υπέρβαροι αλλά να μην εκδηλώσουν ποτέ σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Κάποιοι άλλοι, πάλι, μπορεί να κάνουν προσεκτική διατροφή, να είναι ακόμη και αδύνατοι και η χρόνια νόσος να τους… αγκαλιάσει.
Στον διαβήτη δεν υπάρχουν ακριβείς κανόνες. Απλώς γνωρίζουμε ότι όσο περισσότερο προκαλούμε την τύχη μας με περίσσια κιλά, δίχως άσκηση και με διατροφή πλούσια σε ζάχαρη, τόσο πιο εύκολο είναι να εκδηλώσουμε διαβήτη. Τα αίτια της νόσου δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένα.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι διαβήτη. Ο διαβήτης τύπου 1, ο οποίος δεν είναι κληρονομικός και εμφανίζεται στην παιδική και εφηβική ηλικία, και ο διαβήτης τύπου 2, ο οποίος εκδηλώνεται κυρίως σε ενηλίκους. Φυσικά υπάρχουν και ενδιάμεσες μορφές (τύπος 1.5). Πρόσφατες επιδημιολογικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όταν ένας από τους δύο γονείς είναι διαβητικός, τότε το παιδί έχει περισσότερες πιθανότητες να νοσήσει κι αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο διαβήτης τύπου 2 εκδηλώνεται από συνδυασμό παραγόντων, όπως είναι η παχυσαρκία (οι ειδικοί πλέον μιλούν και για «διαβητοπαχυσαρκία», αφού το συσσωρευμένο λίπος, κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς, δημιουργεί αντίσταση στην ινσουλίνη που παράγει ο οργανισμός), η έλλειψη άσκησης (εκείνοι που κάνουν καθιστική ζωή έχουν σχεδόν πενταπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 από εκείνους που γυμνάζονται συστηματικά), η κακή διατροφή (αρκετά τρόφιμα πλούσια σε υδατάνθρακες, όπως ψωμί, μακαρόνια, πατάτες, ρύζι και λιπαρά), αλλά και η κληρονομικότητα, που βοηθούν στην εκδήλωση της χρόνιας νόσου.
Από τη στιγμή που διαγνωστεί ο διαβήτης, το άτομο θα πρέπει να αλλάξει τρόπο ζωής, υιοθετώντας μια πιο υγιεινή συμπεριφορά, ενώ πρέπει να ελέγχει τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) κάθε 3-6 μήνες με σκοπό η τιμή της να φτάσει το 7% περίπου, που είναι και ο στόχος για την πλειονότητα των ασθενών. Η αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας έχει πάντα τον κεντρικό ρόλο στη θεραπεία του διαβήτη. Η διατήρηση των τιμών της γλυκόζης όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα φυσιολογικά επίπεδα έχει αποδειχθεί ότι έχει ευεργετική επίδραση και αποτρέπει την εμφάνιση επιπλοκών που σχετίζονται με τον διαβήτη. Οι επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει ο διαβήτης, αν παραμείνει αδιάγνωστος ή αρρύθμιστος, είναι σοβαρές και μπορεί να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα στην καθημερινότητα, στην ποιότητα ζωής ή ακόμα και να στοιχίσουν την ίδια τη ζωή του ασθενούς. Η αρρύθμιστη νόσος χτυπάει ζωτικά όργανα, όπως είναι τα μεγάλα αγγεία (καρδιά, εγκέφαλος, κοιλιακή αορτή). Ως εκ τούτου οι αρτηρίες χάνουν την ελαστικότητά τους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται αθηρωματικές πλάκες και να προκαλούνται έμφραγμα και εγκεφαλικά επεισόδια. Επιπλέον, επιπλοκές μπορούμε να έχουμε στα μάτια (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια), στους νεφρούς (νεφρική ανεπάρκεια), στα νεύρα (νευροπάθειες –χάνεται η αισθητικότητα κυρίως στα πόδια), στα πόδια (διαβητικό πόδι), στα δόντια (ύστερα από μια οδοντική θεραπεία δεν επουλώνονται οι πληγές), στυτική διαταραχή, συχνές λοιμώξεις, ευπάθεια. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά ότι το 2010 περίπου 285 εκατομμύρια άνθρωποι έπασχαν από διαβήτη και ότι ως το 2030 438 εκατομμύρια άνθρωποι θα εμφανίσουν διαβήτη. Στην Ελλάδα σχεδόν 800.000-1.000.000 άτομα (8%-10% του πληθυσμού) πάσχουν από διαβήτη, ενώ 95% των περιπτώσεων ΣΔ είναι τύπου 2. Το 50% δεν είναι διαγνωσμένοι. Είναι πιο συχνή η νόσος σε μεγάλες ηλικίες (ίσως και 25% σε άτομα >75 ετών). Σύμφωνα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, από τα άτομα με διαβήτη το 30%-40% είναι ηλικίας 65 ετών και άνω. Το κακό είναι ότι μόλις οι μισοί (50%) από τους ασθενείς επιτυγχάνουν τους θεραπευτικούς στόχους, δηλαδή τον γλυκαιμικό έλεγχο όπως αυτός ορίζεται από τις διεθνείς επιστημονικές εταιρείες, σχετικά με το επίπεδο σακχάρου στο αίμα. Και οι επιπλοκές βρίσκονται προ των πυλών…
Στην προσπάθεια επίτευξης αλλά και διατήρησης του γλυκαιμικού ελέγχου οι γιατροί έχουν στη διάθεσή τους πληθώρα θεραπευτικών επιλογών. Ως πρώτο βήμα συνήθως χρησιμοποιείται η μετφορμίνη, ενώ συχνά χρειάζονται συνδυαστικές θεραπείες. Κριτήρια επιλογής, ειδικά στην έγκαιρη και επιθετική θεραπεία της νόσου (πριν εγκατασταθούν οι επιπλοκές στον οργανισμό), αποτελούν, εκτός από την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, η αποφυγή των υπογλυκαιμιών και της αύξησης του σωματικού βάρους.
Τα τελευταία χρόνια, ύστερα από μακροχρόνιες έρευνες, κυκλοφόρησε μια νέα κατηγορία αντιδιαβητικών φαρμάκων, οι αναστολείς DPP-IV, οι οποίοι συμβάλλουν στην καλύτερη, έγκαιρη και ασφαλή ρύθμιση του σακχάρου. Ο πρώτος και πιο ευρέως συνταγογραφούμενος αντιπρόσωπος αυτής της κατηγορίας παγκοσμίως (σιταγλιπτίνη) έχει αποδειχθεί ότι έχει εξαιρετικό προφίλ δράσης και ασφάλειας, αφού δεν προκαλεί υπογλυκαιμίες ή αύξηση βάρους, και πρόσφατα ανακοινώθηκε μια τεράστια μελέτη με πάνω από 14.000 ασθενείς που ήρθε να επιβεβαιώσει την ασφάλειά της. Η σιταγλιπτίνη μπορεί να χορηγηθεί είτε μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα, ακόμα και με ινσουλίνη, ενώ κυκλοφορεί και σε μορφή που μπορεί να δοθεί σε ασθενείς με μέτριου βαθμού νεφρική δυσλειτουργία.
Αλλες αντιδιαβητικές θεραπείες που υπάρχουν είναι η μετφορμίνη, οι σουλφονυλουρίες, οι θειαζολιδινεδιόνες, οι αναστολείς GLP-1, οι αναστολείς SGLT-2 και φυσικά η ινσουλίνη. Η κάθε θεραπευτική επιλογή έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της και ο θεράπων ιατρός είναι ο μόνος κατάλληλος να επιλέξει την καλύτερη θεραπεία σε αγαστή συνεργασία και συνεννόηση με τον ίδιο τον διαβητικό.
Ο κ. Γεράσιμος Καρούσος, MD, MSc, MRCP (London), είναι διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής και υπεύθυνος του Κέντρου Διαβήτη του Ιατρικού Αθηνών – Κλινική Ψυχικού. (www.dr-karousos.gr)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ