Ένας τόπος περήφανος θα έλεγα αν έπρεπε να περιγράψω την Ικαριά. Τοπίο ξερό, όλο βράχια η νότια πλευρά, με ψηλά βουνά και μεγάλα δένδρα η βόρεια. Από παντού, όσο ψηλά κι’ αν βρίσκεσαι στην οροσειρά του Αθέρα που φθάνει τα 1000 μέτρα, βλέπεις την θάλασσα. Κάθετη. Προικισμένη από την φύση και προικισμένη από τους ανθρώπους της που μπόρεσαν να «τιθασεύσουν» το δύσκολο τοπίο χωρίς κάμπους, χωρίς ευκολίες. Πεζούλες καλλιεργημένες, και σπίτια μοναχικά αλλά αυτόνομα. Με το μποστάνι τους και τα ζαρζαβατικά τους, με τα ζώα τους, το μέλι, τα φρούτα, το κρασί και το λάδι τους. Ο τουρισμός παρών μόνο το καλοκαίρι και αυτός αρκετά διακριτικά. Δεν έχει καταστρέψει τον τόπο.

Η αποστολή μας είχε στόχο να μάθει «τι τρώνε» οι μακροβιότεροι Έλληνες. Να βρει το «μυστικό» τους. Κοινό μυστικό για όλους. Το «τέμπο» είναι το πρώτο. Ξεχωριστό του καθενός. Ο χρόνος στην Ικαριά δεν έχει «πέραση», ο καθένας έχει τον δικό του και μ’ αυτόν πρέπει να πορευτείς. Δεν ισχύουν συνεπώς τα ραντεβού. Μπορεί να πας και να μην πας, να εμφανιστείς με άπειρη καθυστέρηση και να μην δικαιολογηθείς, έχεις άνεση χρόνου. Είτε είσαι ο αργοπορημένος είτε είσαι ο περιμένων. Μπορεί να ξεκινήσει ο Ικαριώτης για την δουλειά αλλά να μην φθάσει καθώς στο καφενείο βρήκε παρέα και έμεινε γιατί ξέρει να ξεχωρίζει το μείζον που είναι η ανθρώπινη επαφή από το έλασσον που είναι το μποστάνι ή το μελίσσι.

Το δεύτερο είναι η ολιγάρκεια, που εκφράζεται στα πάντα και δη στο φαγητό. Δεν θα δεις στην Ικαριά ακριβά αυτοκίνητα και βίλες με πισίνες όπως βλέπεις σε άλλα νησιά. Εδώ η θάλασσα εδώ και η πισίνα σε απόσταση 5 μέτρων! Τα σπίτια είναι ταπεινά, πέτρινα, απομονωμένα ως επί το πλείστον. Λίγα τα χωριά και μικρά.

Τα όσα μάθαμε για το φαγητό θα τα διαβάσετε στον Γευσιγνώστη, στο τεύχος Νοεμβρίου που κυκλοφορεί στα περίπτερα.