Το συνολικό περιθώριο αύξησης των φορολογικών εσόδων από φυσικά πρόσωπα, είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς εκτιμάται στα 9 δισ. ευρώ ετησίως ή 3,8% του ΑΕΠ, τα οποία θα επαρκούσαν να καλύψουν περισσότερο από το 1/3 της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής, που απαιτείται για την περίοδο 2010-2014, αντιστοιχώντας σε μία διεύρυνση της φορολογικής βάσης της τάξης των 50 δισ. ευρώ περίπου, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα σε μελέτη της για την ελληνική μακροοικονομία, στην οποία προτείνει και μέτρα για την εντατικοποίηση της προσπάθειας κατά της φοροδιαφυγής.

Προφανώς η πρόσβαση σε αυτή τη δεξαμενή νέων εσόδων δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μία στιγμή στη άλλη αλλά θα είναι απόρροια μίας εντατικής και συντονισμένης προσπάθειας, τονίζεται στην μελέτη, αντανακλώντας κυρίως την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στα εισοδήματα εκτός μισθωτής εργασίας.

Συγκεκριμένα, η Εθνική Τράπεζα σε μελέτη της που τιτλοφορείται «Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων: Εκτιμώντας τα περιθώρια άντλησης επιπρόσθετων εσόδων», αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

Περισσότερο από τα 2/3 του εκτιμώμενου περιθωρίου αύξησης των φορολογικών εσόδων (που αντιστοιχεί σε 6 δισ. ευρώ από το σύνολο των 9 δισ.) οφείλεται στη φοροδιαφυγή /φοροαποφυγή εισοδημάτων φυσικών προσώπων εκτός της εξαρτημένης εργασίας (εισοδήματα αυτοαπασχολουμένων και εισοδήματα από κατοχή κεφαλαίου και άλλων περιουσιακών στοιχείων), τα οποία εξαιτίας της φύσης τους είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές, ενώ μπορούν να εκμεταλλευτούν το σύνθετο φορολογικό καθεστώς που ευνοεί φορολογικά κυρίως τις μη- μισθολογικές απολαβές των φυσικών προσώπων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το δηλωθέν εισόδημα από πηγές εκτός μισθωτής εργασίας υπολείπεται κατά περίπου 50 δισ. ευρώ του εισοδήματος που τους αναλογεί βάσει των εθνικών λογαριασμών.

Αλλες ενδείξεις φοροδιαφυγής μπορούν να συναχθούν:

i) από την παρατήρηση ότι στις κατανομές των δηλωθέντων εισοδημάτων στην εφορία, εμφανίζεται συσσώρευση εισοδημάτων στο επίπεδο εισοδήματος του αφορολόγητου ορίου τόσο για τους μισθωτούς (12.000 ευρώ) όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες και

ii) από το γεγονός ότι τόσο στα εισοδήματα των μισθωτών όσο και στα εισοδήματα εκτός μισθωτής εργασίας εμφανίζεται μια ομαδοποίηση σε δύο κύριες ομάδες, μια υψηλότερου και μια σχετικά χαμηλού μέσου εισοδήματος (η δεύτερη στο ύψος περίπου του αφορολογήτου ορίου).

Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι το μέσο επίπεδο εισοδήματος που αντιστοιχεί στην ομάδα υψηλότερου εισοδήματος των μη μισθωτών ελάχιστα διαφέρει από το μέσο εισόδημα της αντίστοιχης ομάδας των μισθωτών (και τα δύο κυμαίνονται πλησίον των 25.000 ευρώ περίπου), αν και στους πρώτους περιλαμβάνονται φορολογούμενοι με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια (επιχειρηματίες, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι).

Εξομαλύνοντας τις παρατηρούμενες στρεβλώσεις των κατανομών και αυξάνοντας το μέσο εισόδημα της ομάδας υψηλού εισοδήματος των μη μισθωτών στις 42.000 ευρώ, καταλήγουμε σε μια ανάλογη εκτίμηση ενός περιθωρίου αύξησης των φορολογικών εσόδων που υπερβαίνει τα 9 δισ. ευρώ ετησίως.

Το υπόλοιπο 1/3 των δυνητικών φορολογικών εσόδων από τη φορολογία φυσικών προσώπων αντανακλά κυρίως την επίδραση των ακόλουθων παραγόντων:

• Το σχετικά υψηλό επίπεδο του αφορολόγητου κλιμακίου σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης (12.000 ευρώ για τους μισθωτούς σε σχέση με 6.700 κατά μ.ο. στην ευρωζώνη, το οποίο συγκριτικά είναι ακόμη υψηλότερο αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές στο κατά κεφαλήν εισόδημα), παρά το γεγονός ότι η φορολογική κλίμακα είναι πιο προοδευτική σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης.

• Την ευνοϊκή, μέχρι πρόσφατα, φορολογική μεταχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών εισοδημάτων τόσο από μισθωτή εργασία όσο και από αυτοαπασχόληση, τα οποία φορολογούνταν αυτοτελώς (δηλ. εκτός κανονικής κλίμακας) με ευνοϊκούς φορολογικούς συντελεστές.

• Τη χαμηλότερη από τον μ.ο. της ευρωζώνης φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους καθώς και τη συγκριτικά χαμηλότερη φορολόγηση των εισοδημάτων από την ακίνητη περιουσία που στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) φορολογούνται με τους υψηλότερους οριακούς συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, ενώ στην Ελλάδα υπο-φορολογούνται εξαιτίας της απόκρυψης εισοδημάτων που διευκολύνεται από το γεγονός ότι προέρχονται κυρίως από προσωπικές ιδιοκτησίες.

• Τη σχετικά υψηλότερη επιβάρυνση των εργαζομένων από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (που υπερβαίνουν κατά 0,7 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ περίπου την τελευταία δεκαετία τον μ.ο. της ευρωζώνης), οι οποίες εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.

Μέτρα για πάταξη της φοροδιαφυγής

Μεταξύ των μέτρων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, ορισμένα εκ των οποίων ήδη ενσωματώνονται στη στρατηγική των δημοσιονομικών αρχών, θα μπορούσαμε, λένε οι αναλυτές της ΕΤΕ, να αναφέρουμε ενδεικτικά:

• Υιοθέτηση τακτικών κινήτρου – τιμωρίας με ουσιαστική και άμεση επιβολή ποινών και δημοσίευση ονομάτων σε σημαντικές περιπτώσεις αποδεδειγμένης φοροδιαφυγής.

• Χρησιμοποίηση όλης της διαθέσιμης πληροφόρησης για προσέγγιση των μη δηλωθέντων εισοδημάτων ακόμη και με προληπτικό έλεγχο της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών στα πλαίσια τακτικών φορολογικών ελέγχων και όχι μόνο σε περιπτώσεις όπου ήδη τεκμαίρεται σημαντική φοροδιαφυγή, καθώς και με συνεργασία με άλλες χώρες για παροχή σχετικών δεδομένων.

• Δειγματοληπτική άσκηση φορολογικών ελέγχων σε κατηγορίες ατόμων με υψηλά τεκμαρτά εισοδήματα αλλά χαμηλά δηλωθέντα εισοδήματα, με προτεραιότητα την αποκόμιση των μέγιστων δυνητικών εσόδων κατά εξεταζόμενη περίπτωση και όχι τη μεγιστοποίηση των φορολογικών ελέγχων στο σύνολο της οικονομίας.

• Η αξιοπιστία των φοροελεγκτών θα μπορούσε να ενισχυθεί με την εισαγωγή συστήματος προαιρετικού ελέγχου.