Φαίνεται ότι ο «μπαμπούλας» του… Διαδικτύου εξακολουθεί να φοβίζει τους συμπολίτες μας, καθώς μόλις το 8% των χρηστών Ιnternet στη χώρα μας πραγματοποίησε στο τελευταίο τρίμηνο συναλλαγή μέσω Διαδικτύου.

Αυτό προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας, το οποίο και ανέλυσε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου σε καταναλωτές όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αφορά αγορές ή συναλλαγές που γίνονται εξ αποστάσεως, δηλαδή μέσω Διαδικτύου, ταχυδρομείου ή τηλεφώνου.

Οπως επισημαίνεται στην έρευνα, αν και εξοικειωμένοι με το Διαδίκτυο, οι Ελληνες διστάζουν να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Ετσι, αν και η σχέση των Ελλήνων με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το Διαδίκτυο βελτιώνεται αισθητά χρόνο με τον χρόνο, το «ψηφιακό τοπίο» μεταβάλλεται αρκετά όταν πρόκειται για διαδικτυακές δραστηριότητες που εμπεριέχουν οικονομικές συναλλαγές. Ενδεικτικά, η ανάλυση των πιο πρόσφατων διαθέσιμων στοιχείων μάς δείχνει ότι: * Ενας στους δέκα Ελληνες έχει χρησιμοποιήσει το Διαδίκτυο για να παραγγείλει ή να αγοράσει αγαθά ή υπηρεσίες, ενώ ένα ελαφρώς μικρότερο ποσοστό (8%) προχώρησε σε ανάλογη ενέργεια κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2009. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον μέσο ευρωπαίο πολίτη κινούνται σε επίπεδα 3,5 φορές υψηλότερα.

* Ενας στους 20 Ελληνες χρησιμοποιεί συστήματα ηλεκτρονικής τραπεζικής, με το αντίστοιχο χάσμα έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης να εκτοξεύεται στις 27 ποσοστιαίες μονάδες το 2009 (5% έναντι 32%).

* Μόλις ένας στους 100 Ελληνες έχει χρησιμοποιήσει το Διαδίκτυο για πώληση αγαθών ή υπηρεσιών, π.χ., μέσω ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό αγγίζει το 10%.

Παρ΄ όλα αυτά το Διαδίκτυο αποδεικνύεται το πιο δημοφιλές κανάλι για αγορές από απόσταση, καθώς επιλέχθηκε από το 38% του συνόλου των ευρωπαίων πολιτών το 2009, σε σύγκριση με το 23% που παρήγγειλε αγαθά/υπηρεσίες μέσω ταχυδρομείου και το 14% που κατέφυγε σε τηλεφωνική παραγγελία.

Συγκεντρωτικά το 52% των Ευρωπαίων και το 33% των Ελλήνων καταναλωτών πραγματοποίησαν τουλάχιστον μία αγορά το 2009 με έναν από τους παραπάνω τρόπους. Σε σχέση με τα ποσοστά του 2008, οι διαδικτυακές πωλήσεις εμφανίζουν αύξηση 5%, ενώ οι ταχυδρομικές και τηλεφωνικές πωλήσεις εμφανίζονται μειωμένες, υποδηλώνοντας μια τάση υποκατάστασης των λοιπών καναλιών από το Διαδίκτυο. Επίσης, η πλειονότητα των καταναλωτών επιλέγουν να κάνουν αγορές μέσω Διαδικτύου από εγχώριες επιχειρήσεις. Μόνο το 9% των Ευρωπαίων και το 10% των Ελλήνων καταναλωτών αγόρασαν προϊόντα ή υπηρεσίες μέσω Διαδικτύου από άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αποδεικνύοντας ότι η εμπιστοσύνη σε μια εγχώρια εταιρεία αποτελεί βασικό κριτήριο ακόμη και στις αγορές μέσω της «διεθνούς αγοράς» του Διαδικτύου.

Αναφορικά με το ύψος της δαπάνης που κατέβαλαν οι καταναλωτές (συνολικά) για αγορές από απόσταση κατά τους τελευταίους 12 μήνες, το 30% αφορά δαπάνες μέχρι 100 ευρώ, ένα 40% δαπάνες ύψους 100-500 ευρώ και το υπόλοιπο 30% αφορά δαπάνες άνω των 500 ευρώ. Ταυτόσημα είναι τα ποσοστά και για τον μέσον όρο της ΕΕ.

Ανασφαλείς και δύσπιστοι οι έλληνες καταναλωτές
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι καταναλωτές στην Ελλάδα παρουσιάζουν από τα μεγαλύτερα ποσοστά δυσπιστίας ως προς την αποτελεσματικότητα των ανεξάρτητων αρχών για την προστασία του καταναλωτή, καθώς μόνον τέσσερις στους δέκα δηλώνουν ικανοποιημένοι.

* Πάνω από το 50% των ελλήνων καταναλωτών φέρονται να μην εμπιστεύονται ούτε τις δημόσιες αρχές για τον ίδιο λόγο.

* Μόλις τρεις στους δέκα Ελληνες αισθάνονται ασφάλεια με τα ισχύοντα μέτρα για την προστασία του καταναλωτή, ενώ παρόμοιο ποσοστό «διαφωνεί απόλυτα» με έναν τέτοιο ισχυρισμό.

* Η χώρα μας έρχεται 25η, σε σύνολο 27 χωρών, ως προς τις θετικές απαντήσεις των καταναλωτών στην άποψη ότι οι επιχειρήσεις σέβονται τα δικαιώματά τους (41%), ενώ ταυτόχρονα συγκεντρώνει και το υψηλότερο ποσοστό πανευρωπαϊκά σε αυτούς που «διαφωνούν απόλυτα» με το παραπάνω (20%).

Ειδικότερα για τις αγορές εξ αποστάσεως, το 21% των ελλήνων καταναλωτών δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν πρόβλημα. Σε ποσοστό 15% μάλιστα προχώρησαν και σε υποβολή σχετικού παραπόνου στην επιχείρηση, ωστόσο στην πλειονότητά τους (59%) δήλωσαν δυσαρεστημένοι με το αποτέλεσμα. Για όσους δήλωσαν ευχαριστημένοι, αποτελεσματικότερες ενέργειες επίλυσης του προβλήματος αποτέλεσαν η αντικατάσταση του προϊόντος (65%) ή η επιδιόρθωσή του (20%).

Μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στο ποσοστό των καταναλωτών οι οποίοι, ενώ εκφράζουν δυσαρέσκεια για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το παράπονό τους, δεν προχωρούν σε καμία περαιτέρω ενέργεια (72%). Ως προς τους λόγους που αποφεύγουν να κάνουν παράπονα για προβληματικές αγορές, προκύπτει ότι το θεωρούν άσκοπο, διότι δεν πιστεύουν ότι θα αποζημιωθούν εν τέλει- στοιχείο, ενδεχομένως, μιας λιγότερο ανεπτυγμένης καταναλωτικής συνείδησης στην Ελλάδα.

Το 2009 έξι στους δέκα Ελληνες καταναλωτές ένιωσαν ότι δέχθηκαν ανεπιθύμητα διαφημιστικά μηνύματα (spam e-mail, τηλεφωνική προσέγγιση, διαφημιστικά SΜS κτλ.), ενώ σε μεγαλύτερο ποσοστό (68%) δήλωσαν ότι εκτέθηκαν σε παραπλανητικές διαφημίσεις ή διαφημίσεις εξαπάτησης. Συνολικά, περισσότεροι από εννέα στους δέκα δήλωσαν ότι εκτέθηκαν σε τουλάχιστον μία μορφή αθέμιτης εμπορικής πρακτικής (94%), το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Τα υποτιθέμενα «δωρεάν προϊόντα» (71%), οι παραπλανητικές πωλήσεις μέσω τηλεφώνου (64%) και οι παραπλανητικές κληρώσεις δώρων (57%) αποτελούν τις συνηθέστερες μορφές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Σχετικά με τις εμπορικές σελίδες στο Διαδίκτυο, το 36% των Ελλήνων που πήραν μέρος στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου απάντησαν ότι δεν διάβασαν ποτέ σε ιστοσελίδες τους όρους χρήσης των προσωπικών δεδομένων τους από την επιχείρηση, γνωστό και ως «δήλωση απορρήτου». Από αυτούς που διάβασαν δηλώσεις απορρήτου, το 64% τις κρίνει από αρκετά έως πολύ κατανοητές, ενώ το 33% τις βρίσκει από αρκετά έως πολύ δυσνόητες. Σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται σε αρκετά καλή θέση στον εν λόγω δείκτη (10η) και υψηλότερα από τον μέσον όρο της ΕΕ (19η θέση). Τέσσερις στους δέκα Ελληνες δηλώνουν ότι πραγματοποιούν επισκέψεις και σε ιστοσελίδες για τις οποίες διατηρούν επιφυλάξεις όσον αφορά την επαρκή προστασία των προσωπικών δεδομένων τους.