Σε εξευτελιστικά επίπεδα διαμορφώνονται και εφέτος οι τιμές των σιτηρών για τους παραγωγούς, καθώς ολοκληρώνεται ο αλωνισμός, ενώ για πρώτη φορά στα χρονικά τα κτηνοτροφικά φυτά (καλαμπόκι, κριθάρι) εμφανίζονται με τιμές υψηλότερες από εκείνες του σκληρού σιταριού.

Η αλλαγή στο Φορολογικό επιβάλλει στους εμπόρους που αγοράζουν από τους παραγωγούς ποσότητες σιτηρών με τιμολόγιο άνω των 1.000 ευρώ να τους πληρώνουν άμεσα μέσω τραπεζικού λογαριασμού και έτσι σε αρκετούς που έχουν χρέη παρακρατείται ένα μεγάλο μέρος, με αποτέλεσμα να είναι εμφανής η έλλειψη ρευστότητας στον κάμπο.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με την επιστροφή του ΦΠΑ, όπου παρακρατήθηκαν ποσά ακόμη και για κλήσεις της Δημοτικής Αστυνομίας, όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι οι αγρότες, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε μια διαφορετική αντιμετώπιση, ως προς τις οφειλές τους, από την Πολιτεία…

Από την άλλη πλευρά όμως μέσω του συστήματος αυτού των τραπεζικών επιταγών ελέγχεται και το σύστημα των μεσιτών που σε συνεννόηση με τους παραγωγούς υπερτιμολογούσαν τις ποσότητες των αγροτικών προϊόντων προκειμένου να έχουν κέρδος στη συνέχεια από την εμπορία τους και έτσι μεγιστοποιούσαν το άνοιγμα της ψαλίδας από το χωράφι στο ράφι…

Τα μεταβροχικά σιτηρά (λευκό χρώμα) πωλούνται προς 9-10 λεπτά το κιλό, ενώ τα «κίτρινα» προς 13-14 λεπτά…

Οι ενώσεις συνεταιρισμών αδυνατούν να παρέμβουν στην παρούσα φάση στις τιμές λόγω έλλειψης ρευστότητας και αναμένουν τον Ιούλιο να γίνουν δημοπρασίες, αφού προς το παρόν λόγω των περυσινών αποθεμάτων η ζήτηση από τους μύλους είναι περιορισμένη.

Το πλέον σημαντικό ωστόσο είναι το γεγονός ότι στο σκληρό σιτάρι η χώρα είναι πλεονασματική και έτσι ένα πολύ μεγάλο μέρος της σοδειάς κατευθύνεται προς τις ευρωπαϊκές αγορές ή προς τις αραβικές χώρες και τη Βόρεια Αφρική. Ο μεγαλύτερος πελάτης είναι οι βιομηχανίες ζυμαρικών της γειτονικής Ιταλίας, οι οποίες ωστόσο έχουν αυστηρές ποιοτικές προδιαγραφές τις οποίες εφέτος ελάχιστες περιοχές της χώρας καλύπτουν… Ιδιαίτερα όσον αφορά το θέμα των πρωτεϊνών, τα ελληνικά σιτηρά εφέτος λόγω της μειωμένης λίπανσης, που οφείλεται και στο πρόγραμμα μείωσης της νιτρορύπανσης στη Θεσσαλία, αλλά και στις απότομες βροχοπτώσεις λίγο πριν από τον θερισμό, βρίσκονται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα. Ενώ λοιπόν σε περιοχές της Ιταλίας οι πρωτεΐνες βρίσκονται σε επίπεδα από 15 ως 17, στη χώρα μας εφέτος έχουν υποχωρήσει στα επίπεδα των 11-12, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο εφέτος τις εξαγωγές των ελληνικών σιτηρών.

Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά εφέτος το πρόβλημα της ποιότητας είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Υπολογίζεται ότι η εφετινή παραγωγή σιτηρών δεν θα υπερβεί το 1 εκατομμύριο τόνους, όταν πέρυσι έφθασε στα 1,27 εκατομμύρια τόνους. Η εγχώρια αγορά για τους μύλους και τις βιομηχανίες ζυμαρικών καταναλώνει ετησίως περί τις 500.000 τόνους, άρα πάνω από τις μισές ποσότητες εξάγονται. Επομένως ένα ποσό της τάξεως των 80-100 εκατ. ευρώ ετησίως είναι το συνάλλαγμα που αποφέρουν τα ελληνικά σιτηρά στη χώρα.

Παρά το σημαντικό αυτό οικονομικό μέγεθος, δεν έχει υπάρξει ποτέ μια σοβαρή εξαγωγική στρατηγική, ούτε από πλευράς Πολιτείας ούτε από τις ενώσεις συνεταιρισμών, με αποτέλεσμα τα τελευταία δύο χρόνια να δημιουργείται πρόβλημα στις εξαγωγές με αποκορύφωμα την περυσινή χρονιά, όταν παρέμειναν απούλητες ως τον χειμώνα ποσότητες που έφθαναν τις 300.000 τόνους.

Αυτό είχε αποτέλεσμα εφέτος στα αλώνια σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα να είναι περιορισμένη η ζήτηση και να έχουν κατρακυλήσει οι τιμές σε πρωτόγνωρα επίπεδα προ της περιόδου της δραχμής και οι αγρότες να βρίσκονται σε απόγνωση.