Τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μία περιουσία σε βάθος χρόνου έχουν πλέον τα ελληνικά νοικοκυριά, χρησιμοποιώντας τα προγράμματα των τραπεζών, μέσω των οποίων αναδεικνύονται στην πράξη τα σημαντικά πλεονεκτήματα της συστηματικής αποταμίευσης. Πρόκειται για μία πρακτική με την οποία δεν έχει εξοικειωθεί ο μέσος έλληνας καταθέτης. Σήμερα, με τη δημιουργία σύγχρονων προϊόντων, δεν είναι ακραίο να πούμε ότι το να γίνει κάποιος εκατομμυριούχος δεν πρέπει να αποτελεί άπιαστο όνειρο. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν τα μαθηματικά και η ιστορία των αγορών.

Συγκεκριμένα, υπάρχει τρόπος ώστε ένας εργαζόμενος με όχι πολύ μεγάλο μισθό να έχει στον τραπεζικό του λογαριασμό 1.000.000 ευρώ όταν βγει στη σύνταξη, εκμεταλλευόμενος τα οφέλη της συστηματικής και μακροχρόνιας αποταμίευσης-επένδυσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τοποθέτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα στις αγορές, ομολόγων ή χρηματιστηριακές. Η εμπειρία στις ώριμες οικονομίες έχει δείξει ότι αυτοί που επιλέγουν να παραμένουν στην αγορά για σημαντικό χρονικό διάστημα, επενδύοντας σε μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, είτε απευθείας είτε μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων, βγαίνουν τελικώς κερδισμένοι.

Μέση απόδοση
Σύμφωνα με μελέτες στις ΗΠΑ, η μέση ετήσια απόδοση του αμερικανικού δείκτη εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης S&Ρ ανέρχεται, τα τελευταία 81 χρόνια, σε 12%. Πρόκειται για εντυπωσιακό ποσοστό κερδών, τα οποία σε βάθος χρόνου μπορούν να αποφέρουν ακόμη και το…1.000.000 ευρώ. Στον παρατιθέμενο πίνακα φαίνεται πόσα χρήματα πρέπει κάποιος να δεσμεύσει σήμερα ή να αποταμιεύει κάθε μήνα για να μπορέσει να αποκαλείται τη στιγμή που θα συνταξιοδοτηθεί εκατομμυριούχος. Οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί είναι ότι η μέση ετήσια απόδοση της επένδυσης ανέρχεται σε 12%, ο επενδυτής δεν θα εκταμιεύει χρήματα ως τη λήξη της επένδυσης, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχουν αφαιρεθεί οι αναλογούντες φόροι και οι προμήθειες εισόδου- εξόδου.

Τα αποτελέσματα που ελήφθησαν είναι τα εξής:

Ενας 20χρονος πρέπει να επενδύει τα επόμενα 45 χρόνια 47 ευρώ τον μήνα ή να επενδύσει σήμερα και μόνο μία φορά 6.100 ευρώ, ώστε να έχει στα 65 του 1 εκατ. ευρώ.

Αντίστοιχα, ένας 25χρονος πρέπει να επενδύσει εφάπαξ 10.745 ευρώ ή 85 ευρώ τον μήνα για τα επόμενα 40 χρόνια, ώστε να φθάσει το 1 εκατ. ευρώ.

Ενας νέος 30 ετών πρέπει να επενδύσει 18.940 ευρώ εφάπαξ ή 155 ευρώ τον μήνα για τα επόμενα 35 χρόνια, για να γίνουν 1 εκατ. ευρώ τα χρήματά του.

Τέλος, ένας 35χρονος πρέπει να επενδύσει 33.380 ευρώ εφάπαξ ή να αποταμιεύει 285 ευρώ τον μήνα, για να είναι εκατομμυριούχος όταν φθάσει στα 65.

Οπως προαναφέρθηκε, όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν μέση ετήσια απόδοση της τάξεως του 12%, η οποία είναι δυνατόν να ληφθεί υπό φυσιολογικές συνθήκες μόνον από τις μετοχές. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτής αναλαμβάνει ρίσκο, το οποίο όμως είναι ελεγχόμενο λόγω της μεγάλης διάρκειας της επένδυσης.

Υπάρχουν τρία εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα νοικοκυριά για να εξασφαλίσουν σύνταξη ή ένα εφάπαξ ποσό στο μέλλον: τα ασφαλιστικά προγράμματα στήριξης της κύριας σύνταξης, τα μακροχρόνια αποταμιευτικά προϊόντα των τραπεζών και τα αμοιβαία κεφάλαια. Αναλυτικότερα, τα συνταξιοδοτικά και αποταμιευτικά προϊόντα εξασφαλίζουν πρόσθετο εισόδημα σε μορφή εφάπαξ ποσού ή μηνιαίας σύνταξης. Δίνουν την ευχέρεια στον συμμετέχοντα στο πρόγραμμα να επιλέξει ανάλογα με τις ανάγκες και την οικονομική του δυνατότητα το ύψος της μηνιαίας ή ετήσιας καταβολής που κατ΄ ελάχιστον μπορεί να είναι 15 ευρώ τον μήνα, ποσό ιδιαίτερα χαμηλό ακόμη και για νοικοκυριά με περιορισμένα εισοδήματα.

Αμοιβαία κεφάλαια
Τα ποσά που καταβάλλονται από τον ασφαλισμένο επενδύονται από την πρώτη στιγμή κυρίως σε αμοιβαία κεφάλαια, ανάλογα με το προφίλ του αποταμιευτή-ασφαλισμένου. Για συντηρητικούς πελάτες επιλέγονται αμοιβαία χαμηλού ρίσκου (ως επί το πλείστον ομολογιακά), ενώ για τους πιο επιθετικούς επενδυτές τα χρήματα τοποθετούνται σε μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα αλλαγής της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια του προγράμματος, εφόσον ο πελάτης το επιθυμεί.

Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι αρκετά ασφαλιστικά προγράμματα εγγυώνται ελάχιστη απόδοση που κυμαίνεται από 3% ως 4%, υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης καταβάλλει κανονικά τις εισφορές του για τη συνολική διάρκεια του προγράμματος, η οποία μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 25 έτη. Στο τέλος ο ασφαλισμένος επιλέγει τον τρόπο καταβολής των «δεδουλευμένων». Συγκεκριμένα, στη λήξη του προγράμματος η τράπεζα καταβάλλει είτε ένα εφάπαξ ποσό είτε σύνταξη κάθε μήνα, που εξαρτώνται από το ύψος των εισφορών του πελάτη, αλλά και από τη διάρκεια και απόδοση της επένδυσης.

Από την άλλη πλευρά, αξιόπιστο «εργαλείο» αποταμίευσης θεωρούνται τα αμοιβαία κεφάλαια. Με τα προϊόντα αυτά ένα νοικοκυριό ακόμη και με 50 ευρώ τον μήνα μπορεί να συμμετάσχει σε ένα μεγάλο και επαγγελματικά διαχειριζόμενο χαρτοφυλάκιο, το οποίο αποτελείται από σημαντικό αριθμό μετοχικών τίτλων. Ετσι μπορεί να αποταμιεύει όποιο ποσό έχει διαθέσιμο κάθε μήνα και στο τέλος μιας μεγάλης περιόδου να «εξαργυρώσει» τη συστηματική δέσμευση ενός πολύ μικρού μέρους του εισοδήματός του. Οπως έχει δείξει η εμπειρία, ενδεδειγμένη λύση για κάποιον που θέλει να παραμείνει στη χρηματιστηριακή αγορά για αρκετά χρόνια, αλλά επιδιώκει τον περιορισμό του ρίσκου που αναλαμβάνει, είναι τα Α/Κ που επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους σε μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των δεικτοποιημένων αμοιβαίων κεφαλαίων, η σύνθεση του ενεργητικού των οποίων είναι ίδια ή σχεδόν ίδια με ένα χαρτοφυλάκιο παθητικής διαχείρισης, όπως είναι ο γενικός δείκτης του ΧΑ. Στην ελληνική αγορά υπάρχουν δεικτοποιημένα Α/Κ, τα οποία είναι «συνδεδεμένα» τόσο με ελληνικούς όσο και με ξένους δείκτες, και αποτελούν αξιόπιστη επιλογή για τον ιδιώτη επενδυτή που επιθυμεί με χαμηλό αρχικό κεφάλαιο να τοποθετηθεί μακροπρόθεσμα σε μετοχές.