«Ιστορία μου, αμαρτία μου» έχει καταντήσει τα τελευταία χρόνια η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), λόγω των παιχνιδιών που έχει δεχθεί να παίζονται εις βάρος της από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Αν όμως αυτό είναι ευρέως γνωστό, εκείνο που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι «πρόγονος» της ΕΣΥΕ ήταν η Επιτροπή Καταγραφής επί Οθωνος (!) η οποία είχε προβλήματα όποτε προσπάθησε να ασκήσει τα καθήκοντά της με αντικειμενικό τρόπο. Ο Οθωνας (Οτο Φρύντριχ Λούντβιχ φον Βίτελσμπαχ) εξελέγη βασιλεύς των Ελλήνων το 1832 και συγκρότησε την Επιτροπή Καταγραφής, η οποία ανέλαβε το καθήκον να καταγράψει τα πηγάδια της Ελλάδας, την αγροτική παραγωγή κατά προϊόν, τις μολυσματικές ασθένειες και τους λόγους που οι Ελληνες εγκατέλειπαν τότε τους κάμπους και ανέβαιναν στα βουνά. Τα στοιχεία που συγκεντρώνονταν δεν ήταν και πολύ αξιόπιστα αφού οι Ελληνες εκείνης της εποχής διατηρούσαν σοβαρές επιφυλάξεις για την παροχή στοιχείων «στους Βαυαρούς».

Εκτοτε, ορισμένες διευθύνσεις υπουργείων αναλάμβαναν την καταγραφή στοιχείων και το 1920 λειτούργησε η γενική διεύθυνση απογραφών στο υπουργείο Εμπορίου. Το 1953 θεωρείται σταθμός στα θέματα στατιστικών στοιχείων αφού με Ν.Δ. συστάθηκε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), η οποία λειτούργησε όλα τα επόμενα χρόνια προς εξυπηρέτηση των κυβερνήσεων.

Στα πρόσφατα χρόνια η συγκέντρωση και η παροχή στοιχείων από την ΕΣΥΕ αμφισβητήθηκαν για πρώτη φορά το 1993 όταν η τότε κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σύγκλισης που έπρεπε να υποβάλει στην Κοινότητα ήθελε να συμπεριλάβει το έλλειμμα το οποίο υποστήριζε ότι ήταν περίπου 14% ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλεγε ότι ήταν 18%. Βέβαια η ΕΣΥΕ δεν έπαιζε αποφασιστικό ρόλο αλλά τότε ακούστηκαν πολλά για τη λειτουργία της. Στη συνέχεια αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία της όταν η Ελλάδα υπέβαλε στοιχεία στην Κοινότητα για να ενταχθεί στην ΟΝΕ αλλά και πάλι ο ρόλος της ΕΣΥΕ δεν ήταν αποφασιστικός, αφού το παιχνίδι παιζόταν σε πολιτικό επίπεδο (παρόμοια κατάσταση εντοπίστηκε τότε και στην Ιταλία). Μια «τρίτη κόντρα» σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 2002 όταν η ΕΣΥΕ αμφισβήτησε τα στοιχεία της Εurostat για το περιφερειακό ΑΕΠ για το διάστημα 1999-2001.

Ούτως ή άλλως, η Εurostat ζήτησε επισήμως από την ΕΣΥΕ το 2000 και το 2002 οικονομικά στοιχεία για τα ΝΠΔΔ, τα νοσοκομεία, τους δήμους και ΟΤΑ, αλλά δεν διαβιβάστηκαν ποτέ αφού όλοι οι παραπάνω οργανισμοί δεν διέθεταν διπλογραφικά συστήματα. Επειτα από πολλές πιέσεις της Εurostat και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2003 ο τότε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Ν. Χριστοδουλάκης έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν τα σχετικά στοιχεία και να διαβιβασθούν στις Βρυξέλλες. Εν τω μεταξύ τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2003 οι υπάλληλοι της ΕΣΥΕ απεργούσαν και η απεργία τους λύθηκε μετά τη διαμεσολάβηση του νυν προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων και τότε γενικού γραμματέα του υπουργείου Οικονομίας κ. Γ. Ζανιά.

Τα στοιχεία όμως δεν διαβιβάστηκαν τελικά και τον Μάρτιο του 2004 αναλαμβάνει την εξουσία η ΝΔ. Στις 22/6/2004 ο γενικός γραμματέας της ΕΣΥΕ καλεί τους δήμους, τα νοσοκομεία κ.λπ. να του διαβιβάσουν τα οικονομικά στοιχεία.

Η αναθεώρηση του ΑΕΠ

Ο στρατάρχης Παπάγος δημιούργησε για πρώτη φορά τη Στατιστική Υπηρεσία

Μετά την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία η αξιοπιστία της ΕΣΥΕ υπέστη συνεχή πλήγματα. Το 2005 ξεκινά η αναθεώρηση του ΑΕΠ που σύμφωνα με την ΕΣΥΕ είχε αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κατά 25,6%. Τα κείμενα που παρέλαβε η Εurostat καταλάμβαναν περίπου 500 σελίδες. Και τότε έσκασε η πρώτη μεγάλη βόμβα. Η αναθεώρηση του ΑΕΠ κατά 25,6% θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Καταρχήν η Ελλάδα θα έπρεπε να καταβάλει υψηλότερες συνεισφορές στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ο οποίος ως γνωστόν συγκροτείται και από τις πληρωμές των κρατών-μελών βάσει του (εθνικού) ΑΕΠ. Παράλληλα όμως η Ελλάδα θα εισέπραττε και λιγότερα χρήματα από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ. Οπως είχε δηλώσει ο τότε υπουργός Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφης, η Ελλάδα θα κατέβαλλε πρόσθετους πόρους διότι η χώρα δεν ήταν πλέον ο φτωχός συγγενής της ΕΕ και είχε προσθέσει ότι η προηγούμενη αναθεώρηση που έγινε το 1994 μας κόστισε περίπου 4 δισ. ευρώ αλλά και ότι χρωστάμε ακόμη 800 εκατ. ευρώ. Τις δηλώσεις αυτές δεν τις διέψευσε το ΠαΣοΚ, το οποίο όμως προέβλεψε ότι η τρέχουσα αναθεώρηση θα κοστίσει περίπου 4 δισ. ευρώ. Το κόστος αναθεώρησης

Οεπίτροπος Χ. Αλμούνια απαίτησε την ανασυγκρότηση της Υπηρεσίας

Ωστόσο, ούτε η κυβέρνηση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση προχώρησαν στον ακριβή προσδιορισμό του κόστους της αναθεώρησης. Πάντως, η προηγούμενη αναθεώρηση είχε δείξει αύξηση του ΑΕΠ κατά 28% και οι καταβολές της Ελλάδας στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό είχαν φθάσει το 30% ενώ με τη νέα αναθεώρηση οι συνεισφορές στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό θα αυξάνονταν κατά περίπου 400 εκατ. ευρώ ετησίως. Δύσκολη επίσης ήταν και η προσέγγιση προσδιορισμού των «απολεσθέντων εσόδων» από τα ταμεία της ΕΕ και ειδικότερα από το Ταμείο Συνοχής. Σημειώνεται ότι αν ίσχυε η αναθεώρηση στο ύψος του 25,6% θα είχαμε έναν νέο «χάρτη» για την οικονομία. Το δημόσιο χρέος και το δημόσιο έλλειμμα θα φαίνονταν χαμηλότερα, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα βελτιωνόταν και οι δαπάνες για καίριους τομείς (Παιδεία, Υγεία) θα έπρεπε να αυξηθούν σημαντικά, διότι διαφορετικά η κυβέρνηση θα ήταν αναξιόπιστη. Ενα άλλο θέμα που θα προέκυπτε θα ήταν οι απολαβές των εργαζομένων οι οποίοι θα διεκδικούσαν μερίδιο από το αυξημένο ΑΕΠ, αφού συνέβαλλαν στη διαμόρφωσή του.

Και τότε συνέβη το χειρότερο για την ΕΣΥΕ. Η Εurostat και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνουν στις 30/4/2007 ότι η αναθεώρηση του ΑΕΠ οδηγεί σε αύξησή του κατά 9,6%, δηλαδή πολύ χαμηλότερη ποσοστιαία αύξηση από εκείνη που είχε ισχυριστεί η ΕΣΥΕ και είχε αποδεχθεί αρχικά το υπουργείο Οικονομίας. Πάντως, τότε έλαβε χώρα ένα παρασκήνιο μεταξύ του υπουργείου Οικονομίας, της ΕΣΥΕ, της Εurostat και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αφού δεν την πλήρωσε κανείς για το πλήγμα που υπέστησαν η Στατιστική αλλά και το υπουργείο Οικονομίας. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν γινόταν μια επίσημη έρευνα για το τι έγινε τότε…

Το 2005 είχαμε και νέο κρούσμα. Η Εurostat υποστήριξε ότι το έλλειμμα που παρουσιάζαμε ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που εμφανίζαμε. Ο λόγος ήταν προφανής. Η ΕΣΥΕ κατέγραφε τις εισροές κεφαλαίων από την ΕΕ με βάση την ημερομηνία αποστολής των αιτήσεων πληρωμής από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, ενώ η Εurostat υποστήριζε ότι η καταγραφή των εισροών κεφαλαίων έπρεπε να γίνεται με βάση τις ημερομηνίες κατάθεσης των ποσών από τις Βρυξέλλες στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπως δηλαδή γινόταν και με όλες τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.

Τελικά υπήρξε «συμβιβασμός», γεγονός ανεπίτρεπτο και για τις δύο πλευρές. Οι αμφισβητήσεις για την αξιοπιστία των στοιχείων της ΕΣΥΕ συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, το 2007 η κυβέρνηση της ΝΔ έδειξε το έλλειμμα κάτω του 3% ενώ όπως αποδείχθηκε ήταν άνω του ορίου του 3%. Εξάλλου, το έλλειμμα του 2008 αναθεωρήθηκε έξι φορές και το έλλειμμα του 2009 άλλες πέντε και έπεται συνέχεια.

Δυστυχώς η αναξιοπιστία της ΕΣΥΕ και των στατιστικών στοιχείων συνεχίζεται. Στις αρχές Οκτωβρίου 2009, οπότε ανήλθε στην εξουσία το ΠαΣοΚ, η νέα κυβέρνηση διά στόματος του υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου ανακοινώνει ότι το έλλειμμα δεν ήταν 6,5% αλλά 12,5% ενώ τα μοναδικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της ήταν της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία όμως ανέφερε τότε ότι αν δεν λαμβάνονταν μέτρα το έλλειμμα θα διαμορφωνόταν στο 12,5% στο τέλος του 2009.

Αλλά ούτε αυτό το νούμερο έγινε αποδεκτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία το εκτίμησε στο 12,7% και το αποδέχθηκε στη συνέχεια η κυβέρνηση. Τώρα θα πρέπει να περιμένουμε τον μήνα Μάρτιο, οπότε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ανακοινώσει επισήμως το έλλειμμα του 2009 αλλά και του 2008 που έχει ήδη αμφισβητηθεί. Εν τω μεταξύ έως ότου ψηφισθεί το σχέδιο νόμου για τη Σύσταση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής – ΝΠΔΔ, εφαρμοσθεί ο νόμος και τοποθετηθεί νέος γενικός γραμματέας η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία θα εξακολουθεί να είναι αναξιόπιστη.

Ο έλεγχος των στοιχείων
Αν ανατρέξει κανείς στα αρχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) θα διαπιστώσει ότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις τοποθετούσαν τους δικούς τους ανθρώπους ώστε να ελέγχουν και τα στοιχεία που ανακοίνωνε η υπηρεσία αυτή. Αλλοτε τοποθετούσαν υπηρεσιακούς παράγοντες από κάποιο υπουργείο, άλλοτε από το ΚΕΠΕ, άλλοτε της έδιναν την επωνυμία Ειδική Γραμματεία και άλλοτε Γενική Γραμματεία.

Αρχικά, από το 1953-1956 που συστήνεται επισήμως ως Γραμματεία Στατιστικής τοποθετούνται επικεφαλής διάφοροι υπηρεσιακοί παράγοντες οι οποίοι εκτελούν χρέη Γραμματέα και μόνο το 1956 ορίζεται στη θέση αυτή ο κ. Πέτρος Κουβέλης, ο οποίος άσκησε τα καθήκοντά του ως τον Αύγουστο του 1970. Από τον Αύγουστο του 1970 και ως τον Οκτώβριο του 1972 τοποθετείται ο κ. Στυλιανός Γερωνυμάκης, τον οποίο αντικαθιστά ο κ. Δημήτρης Αθανασόπουλος (1973-1977). Στη συνέχεια, από τον Μάιο του 1977 ως το 1982 ασκεί καθήκοντα ο κ. Χρήστος Κερπερής και μεταξύ 1982 και 1984 ο κ. Ευάγγελος Καλαμποκίδης ως Ειδικός Γραμματέας. Ακολούθως, ως το 1986 ο κ. Γρηγόρης Κασιμάτης.

Το 1986 καταργείται η θέση Ειδικού Γραμματέα και αντικαθίσταται από τη θέση Γενικού Γραμματέα, που καλύπτεται από τον κ. Νίκο Ζαχαριάδη, ο οποίος ασκεί αυτά τα καθήκοντα ως το 1989. Ακολουθούν για λίγους μήνες οι κκ. Γεώργιος Συγκιανάκης και Δημήτρης Κόλλιας.

Για το διάστημα 1990-1993 τοποθετείται ο κ. Μανώλης Κοντοπυράκης (ο οποίος επανήλθε το 2004) και στη συνέχεια το στέλεχος του ΚΕΠΕ κυρία Θεοφανή Ζερβού, ως το 1997. Κατόπιν ορίζεται ως Γενικός Γραμματέας ο κ. Νίκος Καραβίτης (ο οποίος ενδέχεται να επανέλθει) και τον αντικαθιστά μετά τις εκλογές του 2004 ο κ. Κοντοπυράκης.