Τους τελευταίους μήνες η αγορά των στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα παρουσιάζει αυξημένη κινητικότητα σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Σε αυτή τη βελτίωση της αγοράς στεγαστικής πίστης συνέβαλε και η μείωση των κυμαινόμενων επιτοκίων, μετά τη σημαντική μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο 1% και του επιτοκίου Εuribor 3 μηνών στο 1,3%.

Παρά τη μείωση των κυμαινόμενων επιτοκίων, τα σταθερά επιτόκια έχουν παραμείνει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (περίπου 5% για σταθερό πέντε ετών), σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, λόγω του υψηλότερου κόστους χρήματος που επωμίζονται οι ελληνικές τράπεζες για μεγάλες περιόδους. Ετσι, ειδικά στην Ελλάδα οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο μπορεί να κυμανθεί ακόμη και περί το 3,5%, είναι ιδιαίτερα ωφελημένοι σε σχέση με τους δανειολήπτες σταθερού επιτοκίου. Η εκτίμησή μου είναι ότι τα επόμενα δύο έτη η ανάπτυξη στην ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα είναι ιδιαίτερα ισχυρή και κατά συνέπεια τα κυμαινόμενα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλότερα των σταθερών. Ετσι, οι δανειολήπτες κυμαινόμενου επιτοκίου θα συνεχίσουν να ωφελούνται έναντι αυτών που έχουν επιλέξει σταθερά επιτόκια.

Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα τελευταία δύο έτη, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν αποτελούν πλέον εξίσου ελκυστική επιλογή καθώς η σημαντική μείωση της διαφοράς των επιτοκίων του ευρώ με το ελβετικό φράγκο (από 1,5% σε περίπου 0,7%) μείωσε αντίστοιχα και το όφελος στη μηνιαία δόση. Συνεπώς δεν δικαιολογείται πλέον η ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου που συνεπάγονται τα δάνεια σε ξένο νόμισμα. Ενδέχεται ωστόσο τα στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο να επανέλθουν στο προσκήνιο αν η διαφορά των επιτοκίων διευρυνθεί άνω του 1%.

Παράλληλα, οι νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην οικονομία συνέβαλαν στη δημιουργία δανείων με ασφαλιστικές καλύψεις που προστατεύουν τους δανειολήπτες από έκτακτα περιστατικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απώλεια εισοδήματος λόγω απόλυσης, ο κίνδυνος της οποίας έχει πλέον αυξηθεί λόγω των προσπαθειών των επιχειρήσεων για περιορισμό κόστους και διαφύλαξη κερδοφορίας. Τα εν λόγω δάνεια- τα επονομαζόμενα και «νέας γενιάς»παρέχουν ασφαλιστικές καλύψεις που προστατεύουν τον δανειολήπτη και την τράπεζα από τέτοιου είδους έκτακτα γεγονότα.

Στην περίπτωση της ανεργίας, για παράδειγμα, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει τη δόση του δανείου για διάστημα έως 12 μηνών, ώσπου ο δανειολήπτης να ξεκινήσει να εργάζεται ξανά. Αντίστοιχα προσφέρεται κάλυψη και στους ελεύθερους επαγγελματίες από τυχόν προσωρινή και ολική αδυναμία να εξασκήσουν το επάγγελμά τους εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος. Το κόστος συμμετοχής σε αυτά τα προγράμματα υπολογίζεται με τη μορφή ποσοστού επί του κεφαλαίου, το οποίο ουσιαστικά προστίθεται στο επιτόκιο του δανείου. Σε κάθε περίπτωση ο δανειολήπτης θα πρέπει να ενημερώνεται προσεκτικά για το ακριβές κόστος και τις ακριβείς καλύψεις των προγραμμάτων προστασίας πληρωμών στεγαστικών δανείων.

Ο κ. Κ. Αθανασιάδης είναι διευθυντής Ιδιωτών και Ανάπτυξης της FΒΒank.