Η σύγκλιση της τεχνολογίας στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, στην πληροφορική και στα μέσα ενημέρωσης είναι ένα από τα πλέον σημαντικά θέματα της σύγχρονης αγοράς και θα αποτελέσει το κρίσιμο στοίχημα για τις τηλεπικοινωνίες στη χώρα μας το τέλος του 2009 και τις αρχές του 2010.

Οπως σημειώνουν οι ειδικοί, η τάση για προσφορά ολοκληρωμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που συνδυάζουν σταθερή και κινητή τηλεφωνία, παροχή υπηρεσιών Ιnternet και media αναμένεται να οδηγήσει τις μικρές εταιρείες τηλεπικοινωνιών στο στόχαστρο των μεγάλων ομίλων καθώς και σε εξαγορές από τηλεπικοινωνιακούς ομίλους εταιρειών που παρέχουν συμπληρωματικές υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τις μελέτες στην αγορά σταθερής τηλεφωνίας αναμένεται συγκέντρωση μεταξύ των αρκετών για το μέγεθος της αγοράς μικρών εταιρειών οι οποίες δεν παρουσιάζουν σημαντική κερδοφορία. Από την άλλη πλευρά, στην ελληνική αγορά κινητής τηλεφωνίας δεν αναμένεται περαιτέρω συγκέντρωση εξαιτίας του μικρού αριθμού εταιρειών και της ώριμης ελληνικής αγοράς.

Αναμένονται όμως σημαντικές εξελίξεις προς δύο βασικές κατευθύνσεις: αφενός στη σύγκλιση τηλεόρασης και Διαδικτύου, δηλαδή ουσιαστικά την παροχή και τηλεοπτικού περιεχομένου μέσα από το «καλώδιο» του ευρυζωνικού Ιnternet· στη δεύτερη κατεύθυνση, που δεν αναμένεται να επέλθει γρήγορα αλλά σταδιακά, υπάρχει το μεγαλεπήβολο σχέδιο να φθάσει οπτική ίνα σε 2.000.000 νοικοκυριά ως το τέλος του 2013. Η μεταφορά του ανταγωνισμού των εναλλακτικών παρόχων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και Διαδικτύου- συμπεριλαμβανομένου του ΟΤΕ- σε νέα μέτωπα όπως αυτό της ιντερνετικής τηλεόρασης (ΙΡΤV) είναι μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στη συγκεκριμένη αγορά το τελευταίο χρονικό διάστημα.

Σε επίπεδο ευρυζωνικότητας η Ελλάδα προχωρεί με αμείωτους ρυθμούς ανάπτυξης καθώς οι άνω του 1.500.000 συνδέσεις μεγαλώνουν σημαντικά την «πίτα» υπέρ των εναλλακτικών. Σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις εξοπλισμού, η αυξητική τάση των φορητών υπολογιστών και κυρίως των μικρών netbooks έχει αποτέλεσμα όχι μόνο να ισοσκελιστεί η μείωση των πωλήσεων στα επιτραπέζια συστήματα αλλά και να δημιουργηθούν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, της τάξεως του 20%, για το σύνολο της αγοράς.