Την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου που θα θέσει και πάλι την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά επισημαίνει ο κ. Ν. Καραμούζης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εurobank ΕFG. Βασικοί άξονες του μοντέλου που περιγράφει αποτελούν ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας και οι σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές και στην παραγωγική βάση της χώρας. Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρεί ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να διαδραματίσουν έναν νέο ρόλο. Οσον αφορά την κρίση, εκτιμά ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα δεν έχει ξεπεράσει ακόμη όλα τα προβλήματά του και πως υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για την έξοδο από την κρίση.

– Η κρίση έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης και δεν αποκλείεται να την οδηγήσει και σε ύφεση. Υπάρχει κίνδυνος να παγιδευτούμε σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης;

«Το αναπτυξιακό πρότυπο που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, το οποίο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και κυρίως της ιδιωτικής κατανάλωσης, φαίνεται ότι κλείνει τον κύκλο του. Απαιτείται ένας νέος σχεδιασμός, ένα νέος προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας. Πιστεύω ότι το νέο πρότυπο πρέπει να στηριχθεί και παράλληλα να στηρίξει την εξωστρέφεια της οικονομίας, τον εξαγωγικό προσανατολισμό της, να ενισχύσει την ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγής, τις επενδύσεις και κυρίως τις επενδύσεις σε έργα υποδομής και σε φιλικά για το περιβάλλον έργα, την υγιή επιχειρηματικότητα και κατά συνέπεια τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας που υποχωρεί συνεχώς. Εχουμε έξι συνεχόμενα τρίμηνα που οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται. Πρόσφατα μειώθηκε για πρώτη φορά και η ιδιωτική κατανάλωση. Νομίζω ότι είναι ανέφικτο στο σημερινό δημοσιονομικό περιβάλλον να συνεχίσουμε να στηρίζουμε την οικονομία μόνο με τόνωση της δημόσιας κατανάλωσης και των δημόσιων επενδύσεων».

– Αυτό που περιγράφετε ως επιτακτική ανάγκη σήμεραδεν ήταν αυτονόητο και την προηγούμενη περίοδο; Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας δεν ήταν ένα διαρκές στοίχημα;

«Κοιτάξτε, τα τελευταία χρόνια η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κατά 65% στην ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα ήταν αρνητική, λειτούργησε, δηλαδή, ανασταλτικά στην ανάπτυξη. Η επιλογή αυτή ευνοήθηκε από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, την απελευθέρωση των αγορών, τα χαμηλά επιτόκια, τη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, την ταχεία πιστωτική επέκταση και την αθρόα εισροή κεφαλαίων, κυρίως μέσω του σημαντικού δανεισμού των τραπεζών και του Δημοσίου από το εξωτερικό. Αναμφισβήτητα, η παραπάνω επιλογή προσέφερε αρκετά οφέλη στη χώρα, ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, που έφθασαν το 4% ετησίως έναντι 2,2% στην ευρωζώνη, και βελτίωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, που ξεπέρασε πρόσφατα το 90% του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης.

Παράλληλα, όμως, δημιούργησε σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στα δημοσιονομικά, αύξησε το εξωτερικό χρέος της χώρας στο 250% του ΑΕΠ, οδήγησε την ιδιωτική κατανάλωση στο 72% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρώπης, υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και συνέβαλε στην καθυστέρηση υλοποίησης των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Γι΄ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει επειγόντως να αλλάξουμε προσανατολισμό, να διασφαλίσουμε σταθερή ανάπτυξη και απασχόληση ενισχύοντας την εξωστρέφεια και τις επενδύσεις, βελτιώνοντας παράλληλα τη διεθνή μας αξιοπιστία έτσι ώστε να ανοίξουμε έναν νέο κύκλο ευημερίας για τη χώρα».

– Πώς μπορεί να γίνει αυτό; «Ο νέος κύκλος ευημερίας μπορεί να προκύψει από μια νέα συντονισμένη, συλλογική, διαχρονική προσπάθεια αφενός άνθησης της εξωστρέφειας και του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας και αφετέρου σημαντικών επενδύσεων στις υποδομές και στην παραγωγική βάση της χώρας. Πιστεύω ότι η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρό στοιχείο αφύπνισης για σημαντικές και αναγκαίες αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία.

Θέλω όμως να τονίσω ότι την επόμενη ημέρα η αποτελεσματικότητα μιας αναπτυξιακής πολιτικής δεν εξαρτάται μόνο από τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την υλοποίηση των απαραίτητων οικονομικών αλλαγών. Θα κριθεί και από τη βελτίωση του εποικοδομήματος της οικονομικής βάσης που συνοψίζεται στα ποιοτικά στοιχεία της κοινωνίας και της οικονομίας, τη λειτουργία των θεσμών, τον σεβασμό των νόμων, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, τη διεύρυνση και εδραίωση της ευθύνης των πολιτών και των επιχειρήσεων, τα συναλλακτικά ήθη, την τήρηση αρχών και αξιών από όλους».

– Αναφέρεστε στην κοινωνία,στους πολίτες. Το κράτος, οι φορείς, οι επιχειρήσεις δεν έχουν ευθύνες;

«Αναμφισβήτητα. Πρώτα το κράτος οφείλει να επαναφέρει αρχές, ήθος και αξίες στη συμπεριφορά του απέναντι στους πολίτες. Οφείλει να γίνει πιο λιτό, πιο νοικοκυρεμένο, λιγότερο σπάταλο, ένα κράτος που σέβεται τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, που λογοδοτεί, λειτουργεί με διαφάνεια και αξιοκρατία, υπηρετεί πραγματικά τον πολίτη. Αυτό το μοντέλο απαιτεί από το κράτος επενδύσεις στη γνώση και στην καινοτομία, σοβαρές διοικητικές και οργανωτικές αλλαγές, αποτελεσματική διαχείριση, σημαντικές επενδύσεις και ουσιαστική αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας και της δημόσιας υγείας, ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, στενή αλλά καθαρή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.

Η σημερινή κρίση ανέδειξε ξεκάθαρα τόσο τις σοβαρές δημοσιονομικές αδυναμίες όσο και τα αρνητικά κοινωνικά χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν διαχρονικά μέσα στο κρατικοκεντρικό κοινωνικό και οικονομικό σύστημα. Αποδυναμώθηκε η σημασία των εννοιών του καθήκοντος, της ευθύνης, της προσφοράς. Καταλήξαμε ότι για όλα φταίνε το κράτος, ο διπλανός μας, τα συμφέροντα και η πλουτοκρατία. Κοπτόμεθα μετά πάθους υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα σημαντικών δραστηριοτήτων αλλά προσπερνάμε αδιάφορα την καθημερινή απαξίωση και καταστροφή του δημόσιου πλούτου. Στεκόμαστε σχεδόν παθητικά απέναντι στα φαινόμενα της διαφθοράς, της αναποτελεσματικότητας, της ανομίας, της ανευθυνότητας, της καταστροφής του φυσικού μας πλούτου. Η γιγάντωση του δημόσιου τομέα στην οικονομία και στο κοινωνικό κράτος δημιούργησε ισχυρές οικονομικές και τελικά πολιτικές διασυνδέσεις μεταξύ του ευρύτερου δημόσιου τομέα και επιχειρηματικών συμφερόντων και οδήγησε επίσης σε μια άμβλυνση της διάκρισης και ανεξαρτησίας των εξουσιών.

Και η συνηγορία υπέρ της ριζικής αναμόρφωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής δεν είναι ιδεολογική. Είναι πραγματιστική και ρεαλιστική. Επιβάλλεται από τις διεθνείς εξελίξεις, την ως σήμερα εμπειρία μας, την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάπτυξης και απασχόλησης της χώρας».

– Οι τράπεζες θεωρήθηκαν υπεύθυνες για την κρίση προκαλώντας την τεράστια αντίδραση της κοινωνίαςπαντού στον κόσμο,ότι οι τραπεζίτες ενδιαφέρθηκαν μόνο για τους μετόχους τους. Τι μήνυμα λάβατε από αυτό;

«Εχω την πεποίθηση ότι οι τράπεζες έχουν λάβει τα μηνύματα των καιρών. Δεν μπορεί να είμαστε χρήσιμοι μόνο για τους μετόχους μας. Δεν είναι διατηρήσιμο μακροχρόνια να έχουμε ευτυχείς μετόχους αλλά την κοινωνία απέναντί μας. Είναι γεγονός ότι χωρίς υγιείς, δυναμικές και εξωστρεφείς τράπεζες, χωρίς έναν δημιουργικό, ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή ανάπτυξη και οικονομική προοπτική στη χώρα. Δουλειά μας είναι να συμβάλλουμε στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, στη χρηματοδότηση των επενδύσεων, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, να διαχειριζόμαστε με επιτυχία την εθνική αποταμίευση, να συμβάλλουμε στην ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας και της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Η κοινωνία συχνά δεν αναγνωρίζει στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος τη διάσταση αυτή, είναι καχύποπτη απέναντί μας, λόγω και των υπερβολών που πράγματι μπορεί να υπήρξαν, π.χ. στους όρους και στη διαφάνεια των συναλλαγών και των χρηματοδοτήσεων, στις συμπεριφορές που ενίοτε μπορεί να ήταν προκλητικές, αλλά και λόγω της χαμηλής συλλογικής μας δράσης. Είναι δική μας ευθύνη να γεφυρώσουμε αυτό το έλλειμμα μεταξύ τραπεζών και κοινωνίας για να καταφέρουμε να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη της».

Επαρκώς θωρακισμένες οι τράπεζες
– Συμμερίζεστε την εκτίμηση που διατυπώνεται τελευταία ότι βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της κρίσης; Σε ποιο σημείο βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες;

«Τώρα πια όλοι γνωρίζουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν έκθεση σε τοξικά προϊόντα και υπό αυτή την έννοια σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες ήταν επαρκώς θωρακισμένες απέναντι στην κρίση. Η κατάρρευση των χρηματιστηριακών αξιών και στην Ελλάδα οφείλεται στο γεγονός ότι οι αγορές, οι ξένοι αναλυτές, εκτίμησαν πως σε αυτή την εξαιρετικά αρνητική συγκυρία η Ελλάδα και η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντική παρουσία, είναι επισφαλείς. Τώρα που αυτός ο φόβος κατάρρευσης των οικονομιών εξαλείφθηκε παρακολουθούμε ένα χρηματιστηριακό ράλι των τιμών που οφείλεται στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν ξεπεραστεί όλα τα προβλήματα.

Οι επισφάλειες των δανείων εξακολουθούν να αποτελούν ένα υπαρκτό πρόβλημα. Διατηρούνται σε σχετικά υψηλά επίπεδα και μετά τη χρηματιστηριακή ανάκαμψη. Θεωρώ ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ομαλοποίηση και έξοδο από την κρίση στον τραπεζικό τομέα προτού αποκατασταθεί η πρόσβαση των τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, προτού μειωθεί σημαντικά το κόστος χρήματος, προτού η κάλυψη των πιστωτικών κινδύνων κριθεί επαρκής και σταθεροποιηθεί. Στον καθορισμό της εξόδου από την κρίση σημαντικό ρόλο επίσης θα παίξουν η πορεία ανάκαμψης της διεθνούς και της ελληνικής οικονομίας και η αποκατάσταση της διεθνούς ομαλότητας. Εχω όμως την αίσθηση ότι έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας».