Την ώρα που η αλληλεπίδραση της πολιτικής µε την οικονοµία δείχνει να διαδραµατίζει καθοριστικό ρόλο για τη συνέχεια, σε ένα περιβάλλον όπου οι βασικοί παράγοντες – κυβερνήσεις, εµπορικές και κεντρικές τράπεζες, ψηφοφόροι και επενδυτές – εµφανίζονται µε διαφορετικά κίνητρα και στόχους, πέντε σενάρια θεωρούν οι αγορές πλέον πιθανά στο νέο υπό διαµόρφωση οικονοµικό και επενδυτικό περιβάλλον.

Το πρώτο και βασικό σενάριο των αγορών, το οποίο συγκεντρώνει πιθανότητες 50%, αναφέρει ότι η ανάπτυξη θα επιβραδύνει, φθάνοντας για ορισµένους στα όρια της ήπιας ύφεσης (ένα σενάριο το οποίο χαρακτηρίζεται «γκρίζο»), αλλά ο κόσµος θα αποφύγει τη βαθιά ύφεση. Στις ΗΠΑ θα κινείται στο 1,5% – 2%, στην ευρωζώνη στο 0,5% – 1%, στην Κίνα στο 8% και στον υπόλοιπο κόσµο γύρω στο 3%.

Με τις ΗΠΑ να καταφεύγουν σε νέα ποσοτική χαλάρωση, οι αµερικανικές µετοχές σηµειώνουν τελικά άνοδο. Οι αναδυόµενες αγορές (κυκλικοί κλάδοι) θα τα πάνε καλά, ενώ η Ευρώπη θα υποαποδώσει. Η ανησυχία πάντως θα παραµείνει, καθώς υπάρχει µικρή πιθανότητα να ανακοινωθεί άµεσα µια διαρθρωτική λύση για τα ευρωπαϊκά προβλήµατα χρέους. Ούτε αναµένεται µια σηµαντική βελτίωση των οικονοµικών δεικτών µέσα στους επόµενους µήνες. Το δεύτερο σενάριο, αυτό της ύφεσης (το οποίο ορισµένοι αναλυτές χαρακτηρίζουν «µαύρο»), συγκεντρώνει πιθανότητες 20%. Προβλέπει ότι η επιθετική δηµοσιονοµική σύσφιξη στον δυτικό κόσµο, η απουσία ποσοτικής χαλάρωσης στις ΕΙΠΑ και η κρίση χρέους στην ευρωζώνη οδηγούν τελικά τα κέρδη ανά µετοχή σε πτώση 25% και τα χρηµατιστήρια σε απώλειες 40%.

Σήµερα οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τη συνέχιση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, αλλά το ενδεχόµενο της ύφεσης δεν έχει ενσωµατωθεί στις τιµές. Στο σενάριο αυτό, η ύφεση της ελληνικής οικονοµίας που εκτιµάται στο 5% – 5,5% εφέτος και στο 2% το 2012 θα διευρυνθεί, τα εταιρικά κέρδη που ήδη έχουν καταρρεύσει (5 δισ. ευρώ ζηµιές στο εξάµηνο) θα πιεστούν παραπάνω και οι µετοχές θα βρεθούν σε αχαρτογράφητα επίπεδα.

Το τρίτο σενάριο, στο οποίο δίδεται πιθανότητα 10% (αν και άλλοι θεωρούν πως το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο, µε κάποιους µάλιστα διαχειριστές από τις ΗΠΑ να το θεωρούν σχεδόν βέβαιο), προβλέπει τη διάλυση της ευρωζώνης, µε την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας να υποβιβάζεται από τους οίκους αξιολόγησης, ενώ «βλέπει» ορισµένες χώρες της περιφέρειας να οδηγούνται στη χρεοκοπία. Το ΑΕΠ υποχωρεί 5% στην ευρωζώνη και 1% παγκοσµίως, ενώ τα εταιρικά κέρδη πέφτουν 40% και οι µετοχές σηµειώνουν µεγάλες απώλειες.

Σύµφωνα µε το τέταρτο σενάριο, στο οποίο δίδονται πιθανότητες 15%, η κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ θα οδηγήσει ταχύτερα στη δηµοσιονοµική ολοκλήρωση. Στο σενάριο αυτό καµία χρεοκοπία χώρας δεν σηµειώνεται, το ευρωοµόλογο γίνεται τελικά πραγµατικότητα και η ΕΚΤ προχωρεί σε µερική ποσοτική χαλάρωση («κόβει χρήµα»). Καθώς η ευρωζώνη ξεπερνά τα προβλήµατά της και επανέρχεται στον δρόµο της σταθερότητας, οι µετοχές αφού είναι στην αρχή συγκρατηµένες σηµειώνουν τελικά µεγάλα κέρδη.

Το πέµπτο σενάριο είναι αυτό που αποκαλείται σενάριο της «ηλιοφάνειας», µε πιθανότητες όµως να επαληθευτεί µόλις 5%. Τα πραγµατικά επιτόκια στο σενάριο αυτό παραµένουν αρνητικά, η ΕΚΤ προχωρά σε ποσοτική χαλάρωση, τα προβλήµατα υποχωρούν και η ανάπτυξη στην ευρωζώνη κινείται στο 2%, στις ΗΠΑ στο 3%, στην Κίνα στο 10% και στον υπόλοιπο κόσµο στο 5%. Οι µετοχές σηµειώνουν ράλι, µε τους κυκλικούς κλάδους και τις τράπεζες να υπεραποδίδουν, ενώ στα οµόλογα παρατηρείται selloff (ξεπούληµα).

Τα τελευταία χρόνια, σηµειώνουν οι αναλυτές, τα κράτη επέτρεψαν τη δηµιουργία τεραστίων βουνών από χρέη, τα οποία τώρα δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν, καθώς σε σχέση µε το 1990 τα παγκόσµια χρέη τετραπλασιάστηκαν φθάνοντας τα 95 τρισ. δολάρια. Μεγάλο πρόβληµα σήµερα για τις αγορές αποτελεί και η µόχλευση (επενδύσεις µε δανεικά), η οποία οδήγησε το 2007 στα παράγωγα να «παίζονται» κεφάλαια που ξεπερνούσαν 10 φορές το παγκόσµιο ΑΕΠ. Παρά τη µείωση σήµερα των δανεικών, η αποµόχλευση στον αναπτυγµένο κόσµο παραµένει ακόµη στα υψηλά επίπεδα των 8 τρισ. δολ., η οποία, αν και αντισταθµίζεται εν µέρει από την υποµόχλευση (περιθώριο αύξησης των δανεικών) των 3,4 τρισ. δολ. των αναδυοµένων αγορών, αφήνει µια ανισορροπία στον κόσµο που αντιστοιχεί στο 6% του παγκόσµιου ΑΕΠ.

Η λύση σύµφωνα µε τους αναλυτές είναι τα αρνητικά πραγµατικά επιτόκια, η αύξηση της µόχλευσης στις αναδυόµενες αγορές και η αναπροσαρµογή των νοµισµάτων. Οι κυβερνήσεις εµφανίζονται απρόθυµες, ανίκανες, διχασµένες και µε ελλειµµατική διαχείριση των οικονοµικών δεδοµένων. Αυτό αυξάνει τους κινδύνους πως µια λάθος πολιτική θα µπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε µια «ιαπωνικού τύπου» χαµένη 10ετία, στη διάσπαση της ευρωζώνης, στην έξοδο ορισµένων χωρών της περιφέρειας ή στη δηµιουργία µιας νέας οµάδας «πιστωτών». Σε αυτό το περιβάλλον το σίγουρο είναι ότι οι αγορές θα παραµείνουν επιφυλακτικές διατιµώντας ακριβά το επενδυτικό ρίσκο.

«Η ΕΚΤ ως δανειστής-διασώστης»

«Η προοπτική των επενδύσεων για τους επόµενους 3-6 µήνες θα εξαρτηθεί σε µεγάλο βαθµό από δύο παραµέτρους: κατά πόσον ο ρυθµός της αµερικανικής οικονοµίας έχει φθάσει σε επικίνδυνα χαµηλά επίπεδα και κατά πόσον η ευρωζώνη βυθίζεται σε µια ανεπανόρθωτη κρίση» εκτιµά ο κ. David Shairp της οµάδας διαχείρισης παγκόσµιων χαρτοφυλακίων διαφόρων κατηγοριών επένδυσης της JΡ Μorgan Αsset Μanagement.

Η έκβαση της σχέσης κινδύνου/απόδοσης είναι κατά κάποιον τρόπο διττή, αναφέρει, που σηµαίνει ότι οι αρχές δεν έχουν πολλά περιθώρια επιλογής και θα πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφευχθεί το ένα από τα δύο αρνητικά ενδεχόµενα. Καθώς λέγεται ότι οι αµερικανικές αρχές βρίσκονται σε επαφή µε την ΕΚΤ και τα κράτη της G20 καλούνται να συντονίσουν περισσότερο τις κινήσεις τους, οι αγορές µάλλον αναµένεται να πληγούν από τα µέτρα. «Εξακολουθούµε να θεωρούµε ότι η παρούσα φάση εξασθένησης της οικονοµίας αποτελεί µια περίοδο υποτονικής δραστηριότητας και όχι την αρχή µιας νέας ύφεσης, αν και ο κίνδυνος της ύφεσης αυξήθηκε εντός του έτους» εκτιµά ο ίδιος, ενώ όσον αφορά την κρίση χρέους στην ευρωζώνη σηµειώνει, µεταξύ άλλων, ότι καίριο ερώτηµα αποτελεί το κατά πόσον η ΕΚΤ θα λειτουργεί ως δανειστής-διασώστης, που ουσιαστικά είναι βασικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών.

Μέχρι στιγµής η ΕΚΤ αρνείται σταθερά να λειτουργήσει ως δανειστής-διασώστης (και αυτό αποτελεί ένα από τα διαρθρωτικά µειονεκτήµατα του ενιαίου νοµίσµατος), ενώ µια λιγότερο αυστηρή στάση από την πλευρά της θα συνιστούσε σηµαντικό βήµα. Η άλλη επιλογή, δηλαδή µια µεγάλη αύξηση του µεγέθους του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), όπου οι χώρες του πυρήνα θα παρείχαν στήριξη στις χώρες της περιφέρειας, ενέχει σηµαντικούς κινδύνους φερεγγυότητας.

Οι αποτιµήσεις πάντως, αναφέρει, έφθασαν σε ακραία επίπεδα και αυτό φαίνεται κυρίως στις αγορές συναλλάγµατος και στο risk premium (ασφάλιστρα κινδύνου) των µετοχών έναντι των οµολόγων και των πιστωτικών τίτλων. Τα κρατικά οµόλογα αντιµετωπίζονται αρνητικά, καθώς οι πραγµατικές αποδόσεις τους διαµορφώνονται σε σαφώς χαµηλότερα επίπεδα από τον πιθανό ρυθµό ανάπτυξης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ