Ελπίδες σε χιλιάδες δανειολήπτες οι οποίοι έχουν προσφύγει στη ∆ικαιοσύνη ευελπιστώντας να απαλλαγούν από τα χρέη τους στις τράπεζες δηµιουργεί πρόσφατη απόφαση του Ειρηνοδικείου για τη διαγραφή του χρέους ενός 65χρονου συνταξιούχου, ύψους 200.000 ευρώ, το οποίο είχε σε εννέα τράπεζες για καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Το επόµενο χρονικό διάστηµα αναµένεται «βροχή» αποφάσεων για περιπτώσεις υπερχρεωµένων στις τράπεζες δανειοληπτών, οι οποίοι προσέφυγαν στη ∆ικαιοσύνη για τη ρύθµιση των οφειλών τους. Περισσότερες από 3.200 υποθέσεις υπολογίζεται ότι θα περάσουν από τις αίθουσες των Ειρηνοδικείων της χώρας.

Η απόφαση πάντως για τη διαγραφή µέρους του χρέους του συνταξιούχου πρόκειται για τακτοποίηση-«σταθµό» για τα ελληνικά δεδοµένα, καθώς αποτελεί την πρώτη εφαρµογή του Πτωχευτικού ∆ικαίου για φυσικά πρόσωπα στη χώρα µας. «Η εξέλιξη αυτή δίνει ελπίδα σε εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες να ελπίζουν ότι τελικά ο νόµος για τα υπερχρεωµένα νοικοκυριά δεν θα αποτελέσει κενό γράµµα, αλλά θα αντιµετωπίσει το πραγµατικό πρόβληµα» αναφέρει ο δικηγόρος κ. ∆. Λυρίτσης, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση. Ο ίδιος βέβαια διευκρινίζει ότι «η ισχύς του νόµου δεν σηµαίνει ότι αυτοµάτως όσοι χρωστούν πολλά χρήµατα στις τράπεζες και δυσκολεύονται να τα αποπληρώσουν είναι βέβαιο ότι θα δικαιωθούν».

«Χρωστώ 350.000 ευρώ σε 11 τράπεζες»

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κ. Μ.Χ., ελεύθερου επαγγελµατία, ο οποίος έχει φτάσει σήµερα να χρωστά σε 11 διαφορετικές τράπεζες το ποσό των 350.000 ευρώ (κεφάλαιο και τόκοι) από συνολικά 35 καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες που ξεκίνησε να λαµβάνει από τη δεκαετία του 1990. Ο οφειλέτης, ο οποίος βρίσκεται σήµερα στην ηλικία των 58 ετών, δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία, ενώ το µηνιαίο εισόδηµά του ανέρχεται σε 2.500 ευρώ. «Η περίπτωσή του είναι ιδανική για την ένταξη στον νέο νόµο για τα υπερχρεωµένα νοικοκυριά, καθώς µε την πιστή εφαρµογή του εντάσσεται στις ευνοϊκές ρυθµίσεις του» υπογραµµίζει ο δικηγόρος του. Η πρόταση που έχει υποβάλει στο δικαστήριο αφορά την καταβολή για τέσσερα χρόνια του ποσού των 1.000 ευρώ µηνιαίως. Αν αυτή γίνει δεκτή θα υπάρξει αυτόµατη διαγραφή χρέους ύψους 302.000 ευρώ, ενώ ταυτοχρόνως εξασφαλίζεται η άτοκη εξόφληση της οφειλής που αποµένει. Η γυναίκα του δανειολήπτη µπορεί να µην επηρεάζεται από την πτώχευση του συζύγου της, ως προς τη δυνατότητα διεκδίκησης από την πλευρά των τραπεζών των ακινήτων που έχει στο όνοµά της, ωστόσο τα εισοδήµατά της θα ληφθούν υπόψη από τον δικαστή για τον προσδιορισµό της µηνιαίας δόσης που θα πληρώνει ο οφειλέτης, εφόσον υπάρξει δικαίωση από το Ειρηνοδικείο.

«Θα προσπαθήσω να σώσω το σπίτι μου»

Τη ρύθµιση των οφειλών τουαπό καταναλωτικά δάνεια και κάρτες, αλλά και του στεγαστικού του δανείου, θα επιδιώξει ο κύριος Τ.Σ. Ο δανειολήπτης, σήµερα 50 ετών, είναι µισθωτός στον ιδιωτικό τοµέα, µε µηνιαίο εισόδηµα 1.500 ευρώ, και χρωστά 150.000 ευρώ για το δάνειο που χρηµατοδότησε την πρώτη κατοικία του, καθώς και 50.000 ευρώ σε πέντε άλλες τράπεζες για καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια που έχει πάρει. Ωστόσο, τα χρήµατα που λαµβάνει δεν επαρκούν για την εξόφληση των δόσεών του και για τον λόγο αυτό προσέφυγε στο Ειρηνοδικείο. Οπως σηµειώνει ο ίδιος: «Η πρόταση που κατέθεσα µε τον δικηγόρο µου στο Ειρηνοδικείο περιλαµβάνει την καταβολή µιας µηνιαίας δόσης ύψους 400 ευρώ για τα πρώτα τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια την ολική εξόφληση του στεγαστικού δανείου µέσα σε διάστηµα 20 ετών µε επιβάρυνση το µέσο κυµαινόµενο επιτόκιο που προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος».

Με τον τρόπο αυτό δεν θα βγει σε πλειστηριασµό το σπίτι του, ενώ θα ικανοποιηθούν κατά ένα µέρος οι τράπεζες οι οποίες έχουν χορηγήσει τα καταναλωτικά δάνεια, καθώς θα λάβουν περί τις 19.000 ευρώ από τα 50.000 ευρώ της οφειλής. Το στεγαστικό δάνειο από την άλλη πλευρά θα εξοφληθεί εντόκως και µέχρι και τουτελευταίου ευρώ.

Η πρώτη απόφαση

Το Ειρηνοδικείο δικαίωσε 65χρονο συνταξιούχο, µε αποτέλεσµα τη διαγραφή χρέους ύψους 200.000 ευρώ σε εννέα τράπεζες για προϊόντα καταναλωτικής πίστης. Το συνολικό χρέος ανερχόταν σε 222.000 ευρώ. Επιπλέον έχει στεγαστικό δάνειο ύψους 124.000 ευρώ για α’ κατοικία από το Ταµείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων (ΤΠ∆). Το µηνιαίο εισόδηµά του είναι 1.560 ευρώ από τη σύνταξη. Από αυτό τα 750 ευρώ παρακρατούνται από το ΤΠ∆. Του αποµένουν 810 ευρώ για την αποπληρωµή των υπόλοιπων οφειλών και τις ανάγκες διαβίωσης. Το Ειρηνοδικείο κατέληξε να καταβάλλει 310 ευρώ για 14 χρόνια, η πληρωµή των οποίων θα ξεκινήσει από το 2014, ενώ ως τότε δεν θα υπάρχει καµία επιβάρυνση από τόκους.

«Κλειδί» τα εισοδήματα και η ακίνητη περιουσία
«Δεν συμφέρει πάντα η προσφυγή»

Πριν από κάθε προσφυγή θα πρέπει η υπόθεση να εξετάζεται σε βάθος, ώστε να µην υπάρχουν δυσάρεστες εκπλήξεις, διότι µια «ανάποδη» απόφαση του δικαστηρίου µεταφράζεται σε ανάληψη του συνόλου του χρέους από τον δανειολήπτη, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Βασικές παράµετροι οι οποίες πρέπει να λαµβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της κατάστασης αποτελούν τα οικογενειακά εισοδήµατα του οφειλέτη, καθώς και το ύψος και το είδος της ακίνητης περιουσίας του φυσικού προσώπου το οποίο έχει υπογράψει συµβάσεις µε τις τράπεζες.

Ενδεικτική περίπτωση η οποία δεν έχειελπίδα στο δικαστήριο είναι αυτή του κυρίου Γ.Μ., ο οποίος συµβουλεύτηκε τον δικηγόρο κ. ∆. Λυρίτση για το αν µπορεί να ενταχθεί στις ρυθµίσεις του νέου νόµου. Η υπόδειξη του δικηγόρου είναι ότι θα πρέπει να βρει µια λύση απευθείας µε τις τράπεζες, καθώς µε την προσφυγή του στο δικαστήριο θα πετύχαινε απλώς την επιτάχυνση της διαδικασίας ρευστοποίησης των ακινήτων του προκειµένου να εξοφληθούν οι οφειλές του.

«Ο συγκεκριµένος δανειολήπτης έχει οφειλές 200.000 ευρώ από στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, ωστόσο διαθέτει µεγάλη ακίνητη περιουσία, για την οποία ο δικαστής θα διέτασσε την άµεση ρευστοποίησή της» αναφέρει ο κ. Λυρίτσης. Συγκεκριµένα, ο Γ.Μ. εκτός από την πρώτη κατοικία, διαθέτει ένα εξοχικό σπίτι στην Πάρο, εµπορικής αξίας 300.000 ευρώ, καθώς και δύο οικόπεδα στην Αττική. «∆εν έχει νόηµα η κατάθεσηοποιασδήποτε πρότασης, καθώς είναι προτιµότερο να ρευστοποιήσει ο ίδιος ο πελάτης µου µέρος της ακίνητης περιουσίας του, µε όσο το δυνατόν καλύτερους όρους, από το να διατάξει τον πλειστηριασµό τους ο ειρηνοδίκης» υποστηρίζει ο δικηγόρος. Σύµφωνα µε τη νοµοθεσία, για τη δικαστική ρύθµιση των οφειλών, η οποία ακολουθεί αφού πρώτα εξαντληθούν οι πιθανότητες δικαστικού συµβιβασµού µεταξύ του δανειολήπτη και της τράπεζας, το δικαστήριο κρίνει αν και κατά πόσο επαρκούν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήµατα του δανειολήπτη για την αποπληρωµή των χρεών. Μόνον σε περίπτωση που δεν αρκούν προχωρεί στη ρύθµιση των οφειλών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ