Ας μεταφερθούμε νοερά έναν χρόνο μπροστά. Βρισκόμαστε στις πρώτες ημέρες του νέου χρόνου 2010. Αφήνοντας πίσω το 2009, θα ήταν καλό να κάνουμε μια επισκόπηση του χρόνου που πέρασε. Οταν ξεκίνησε το έτος η παγκόσμια οικονομία είχε εισέλθει σε ύφεση, με τους διεθνείς οργανισμούς να προβλέπουν αρνητική ανάπτυξη για όλο το 2009. Οι κυβερνήσεις έπαιρναν πρωτόγνωρα σε ένταση και βάθος μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία και την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα οι κεντρικές τράπεζες, έχοντας προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να στηρίξουν την οικονομία με διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων, είχαν αρχίσει να προσφέρουν απευθείας ρευστότητα στις τράπεζες με στόχο κάποια στιγμή να αρχίσει το χρήμα να ρέει προς την οικονομία και να ξεκινήσει η έξοδος από την κρίση και την πιστωτική ασφυξία.

Ο φόβος που υπήρχε κυρίως στις ΗΠΑ ήταν ότι η οικονομία θα μπορούσε να «παγιδευτεί» σε κατάσταση αρνητικού πληθωρισμού ο οποίος δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο όπου οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αναβάλλουν τις επενδυτικές και καταναλωτικές τους δαπάνες προσδοκώντας να τις πραγματοποιήσουν σε χαμηλότερες τιμές στο μέλλον, συμπιέζοντας ακόμη περισσότερο τη ζήτηση στην οικονομία που εν συνεχεία προκαλεί περαιτέρω πτώση των τιμών κ.ο.κ. Ο φόβος αυτός οδήγησε τη νέα κυβέρνηση Ομπάμα στην υιοθέτηση ενός δημοσιονομικού πακέτου τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας το οποίο ως σήμερα υπολογίζεται ότι έχει υπερβεί το 1 τρισ. δολάρια.

Το πακέτο περιελάμβανε περίπου 600 δισ. δολάρια αύξηση δαπανών, κυρίως για επενδύσεις σε υποδομές οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, και 400 δισ. δολάρια σε φοροαπαλλαγές, κυρίως για τη μεσαία τάξη και τα χαμηλά εισοδήματα. Αυτό που ήταν εξίσου σημαντικό για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας ήταν ότι η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου με την έκδοση νέου χρήματος, καθώς τα ομόλογα που εκδόθηκαν για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος απορροφήθηκαν από τη Fed, την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, σε αγαστή συνεργασία και άριστο συντονισμό με τις δημοσιονομικές αρχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των μακροχρόνιων επιτοκίων σε χαμηλά σχετικώς επίπεδα, βοηθώντας έτσι την έξοδο από την κρίση.Στο περιβάλλον αυτό οι τράπεζες, οι οποίες είχαν συσσωρεύσει μεγάλα αποθεματικά καθώς η Fed αγόραζε τεράστιες ποσότητες χρεογράφων παντός είδους, άρχισαν σιγά σιγά να αισθάνονται μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Κάπως έτσι ξεκίνησε δειλά δειλά η αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, σε μια οικονομία η οποία είχε αρχίσει να αντιδρά θετικά κάτω από την επίδραση του μεγάλου δημοσιονομικού πακέτου της κυβέρνησης Ομπάμα και των χαμηλών μακροπρόθεσμα επιτοκίων που επέβαλε και διατήρησε η Fed όλο αυτόν τον χρόνο.

Και στην ευρωζώνη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ακολούθησε μια επεκτατική νομισματική πολιτική, οδηγώντας το παρεμβατικό επιτόκιο στο 1,5% τον Ιούνιο του 2009, φοβούμενη όμως να προχωρήσει περαιτέρω σε αχαρτογράφητες περιοχές (μειώνοντας δηλαδή το παρεμβατικό επιτόκιο σχεδόν στο μηδέν, όπως είχε κάνει προηγουμένως η Fed). Και, βεβαίως, η διαφορά επιτοκίων με τις ΗΠΑ διατήρησε το ευρώ σε υψηλά σχετικώς επίπεδα, αντισταθμίζοντας σε κάποιο βαθμό τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Βεβαίως η ΕΚΤ συνέχισε να αυξάνει το ενεργητικό της κυρίως με την παροχή απεριόριστης ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα στο 1,5%. Αυτό οδήγησε σε αύξηση της νομισματικής βάσης, χωρίς όμως να επηρεασθεί αναλογικά και η προσφορά χρήματος στην οικονομία. Και αυτό διότι οι τράπεζες διακρατούσαν ρευστότητα στην ΕΚΤ καθώς η ζήτηση για χορηγήσεις ήταν ως πρόσφατα υποτονική, ενώ ο πιστωτικός κίνδυνος μεγάλος. Η δημοσιονομική πολιτική ήταν επίσης επεκτατική με μέτρα, όμως, που δεν ξεπέρασαν τα 200 δισ. ευρώ, όντας μάλλον ανεπαρκή για να αναστρέψουν ουσιωδώς την κατάσταση.

Επιπροσθέτως, ούτε για μία ημέρα δεν παραβιάστηκε η απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, που είναι ο θεμέλιος λίθος της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης στην Ευρώπη. Και ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς, μιας και θα ήταν αδύνατος ο συντονισμός χαλάρωσης της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη όπου η δημοσιονομική πολιτική είναι στα χέρια των επί μέρους χωρών, ενώ η νομισματική πολιτική στα χέρια της ΕΚΤ. Ετσι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια διατηρήθηκαν σε σχετικώς υψηλά επίπεδα για τις ανάγκες της ανάκαμψης, ενώ αυξήθηκε και η μεταβλητότητά τους καθώς δεν υπήρξε σταθερή γραμμή πλεύσης, με την ΕΚΤ να τρέχει συνήθως πίσω από τα γεγονότα.

Το αποτέλεσμα, βεβαίως, ήταν αναμενόμενο. Στα πρώτα δύο τρίμηνα του 2009 σημειώθηκε αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης και στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη. Στο τρίτο τρίμηνο, όμως, στις ΗΠΑ είχαμε χαμηλό μεν αλλά θετικό ρυθμό ανάπτυξης ενώ στην ευρωζώνη είχαμε ακόμη ένα αρνητικό τρίμηνο, κάτι που αναμένεται να ανατραπεί ίσως στο τελευταίο τρίμηνο του έτους ή στο πρώτο τρίμηνο του νέου έτους 2010. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι μάλλον έχει αποφευχθεί ο κίνδυνος αρνητικού πληθωρισμού.

Βεβαίως ο πληθωρισμός είχε εισέλθει σε αρνητική τροχιά στο πρώτο πεντάμηνο του έτους, αντανακλώντας όχι μόνο τη μείωση της τιμής του πετρελαίου που έφθασε ως και στα 25 δολάρια το βαρέλι, αλλά κυρίως τη μεγάλη αύξηση που είχε σημειωθεί το πρώτο ήμισυ του 2008, όταν από 100 δολάρια το βαρέλι στην αρχή του έτους είχε φθάσει στα 147 δολάρια το βαρέλι τον Μάιο του ίδιου έτους. Ο δομικός πληθωρισμός, κάτω από την πίεση του υφεσιακού περιβάλλοντος, διαμορφώθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα την ίδια περίοδο αλλά έχει συγκρατηθεί σε επίπεδα πάνω από 1% ως σήμερα και στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη.

Στην Ελλάδα το 2009 ήταν μια χρονιά όπου διαψεύστηκαν οι Κασσάνδρες της καταστροφής. Τελικά φαίνεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα διατηρηθεί πάνω από 2%. Είχαμε βεβαίως μια άσχημη τουριστική περίοδο καθώς μειώθηκαν οι αφίξεις όχι μόνο από τη Δυτική αλλά και από την Ανατολική Ευρώπη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η ναυτιλία μας πέρασε επίσης μεγάλη δοκιμασία καθώς, παρά τη μικρή ανάκαμψη των ναύλων που σημειώθηκε, ο ρυθμός ανάπτυξης των εμπορικών συναλλαγών διεθνώς παρέμεινε χαμηλός. Οι επενδύσεις στην οικονομία μειώθηκαν ελαφρώς κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης στην οικοδομή, ενώ και οι επενδύσεις σε υποδομές σημείωσαν μικρή μόνο αύξηση. Αυτό συμβαίνει καθώς η κυβέρνηση, βλέποντας τα φορολογικά έσοδα να αυξάνονται με ρυθμό κατώτερο των προβλέψεων προϋπολογισμού, προσπαθεί να συμπιέσει το δημοσιονομικό έλλειμμα περικόπτοντας για μία ακόμη φορά τις επενδυτικές δαπάνες.

Τέλος, η αύξηση της κατανάλωσης διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό σχετικώς επίπεδο. Οχι μόνο το έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού (η δημόσια κατανάλωση, δηλαδή) διογκώθηκε σημαντικά, αλλά και η ιδιωτική κατανάλωση επέδειξε μεγάλες αντοχές στην οικονομική κρίση. Το τελευταίο οφείλεται κυρίως στη μεγάλη ευκαμψία των παραγωγικών συντελεστών, με ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού να αυτοαπασχολείται σε ελεύθερα επαγγέλματα και προσωπικές επιχειρήσεις, καθώς οι μισθωτοί δεν αποτελούν παρά το 65% του συνόλου του δυναμικού όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 83%. Επιπροσθέτως υπολογίζεται ότι πάνω από το μισό του ΑΕΠ προέρχεται από κλάδους της ελληνικής οικονομίας οι οποίοι παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες που εκ των πραγμάτων δεν επηρεάζονται και κατά τρόπο άμεσο από την κρίση.

Ο κ. Μιχάλης Μασουράκης είναι Group Chief Εconomist της Αlpha Βank.