Λένε συχνά για τον Μπιλ Γκέιτς, το αφεντικό της Μicrosoft, τον πιο πλούσιο άνθρωπο της Αμερικής και ίσως και του κόσμου, καθώς και για τον Γουόρεν Μπάφετ, ο οποίος έρχεται αμέσως μετά, ότι εμπνέονται από το Gospel of Wealth (Το Ευαγγέλιο του Πλούτου), δηλαδή το περίφημο βιβλίο του Αντριου Κάρνετζι, που είχε δημοσιευτεί το 1889. Το κλασικό αυτό βιβλίο δικαιολογεί τη συγκέντρωση του πλούτου που φέρνει ο καπιταλισμός λέγοντας ότι ευνοεί τη φιλανθρωπία στον χώρο των τεχνών και των επιστημών. Με άλλα λόγια, ο Κάρνετζι πίστευε ότι ένας μεγάλος ατομικός πλούτος συμβάλλει στην επέκταση του πολιτισμού. Το «Ευαγγέλιο του Πλούτου» βασίζεται στην ιδέα ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός επιφέρει την «επιβίωση των καλύτερων», δηλαδή αυτών που έχουν «το μεγαλύτερο ταλέντο οργανωτή». Ο Κάρνετζι θεωρούσε ότι αυτοί που πετυχαίνουν στις επιχειρήσεις και οικοδομούν τεράστιες περιουσίες είναι σε καλύτερη θέση να κρίνουν την πορεία του κόσμου και γι΄ αυτό τον λόγο είναι και σε καλύτερη θέση να προσφέρουν χρηματική βοήθεια. Πίστευε ότι οι άνθρωποι που πετυχαίνουν θα έπρεπε να αποσύρονται αρκετά νωρίς από τις επιχειρήσεις τους για να αφιερωθούν στη δαπάνη της περιουσίας τους σε φιλανθρωπικές πράξεις.

OΚάρνετζι υποστήριζε επίσης ότι τα δικαιώματα κληρονομιάς αποτελούν κίνητρο, καθώς «ωθούν τους πλούσιους να ασχολούνται με τη χρήση της περιουσίας τους σε όλη τους τη ζωή». Το να ενθαρρύνονται οι πλούσιοι να χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για μια καλή υπόθεση όταν είναι ακόμη εν ζωή είναι προτιμότερο, έλεγε, από την εγκατάλειψή της στα χέρια των παιδιών τους (που δεν έχουν αναγκαστικά το ίδιο ταλέντο). Τον Ιούνιο ο Μπιλ Γκέιτς ανήγγειλε ότι θα κάνει ό,τι συνιστούσε ο Κάρνετζι.

Αντίθετα, ο Γουόρεν Μπάφετ εξακολουθεί, στα 76 του, να μην αφιερώνει το ταλέντο του σε κάποιο ίδρυμα φιλανθρωπικού σκοπού. Ωστόσο αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, που υπολογίζεται σε κάπου 31 δισ. δολάρια, στο Ιδρυμα Γκέιτς, κάνει ωστόσο και αυτός «κάτι καλό».

Παρ΄ όλα αυτά, ακόμη και αν η θεωρία του Κάρνετζι δεν είναι τελείως ανόητη (αλλιώς δεν θα εξακολουθούσαν να αναφέρονται σε αυτήν έναν αιώνα αργότερα), ίσως να είναι λίγο παραπλανητική όταν υποστηρίζει ότι ένας επιχειρηματίας που πετυχαίνει είναι ο καλύτερος για να διαχειριστεί ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. Δεν είναι σίγουρο ότι τα χρήσιμα χαρακτηριστικά για τις επιχειρήσεις, όπως μια ορισμένη επιθετικότητα ή μια πολιτική αίσθηση, ταιριάζουν σε μια φιλανθρωπική δράση. Η διοίκηση ενός ιδρύματος απαιτεί αναμφίβολα γνώσεις στον κοινωνικό τομέα ή στον τομέα των τεχνών και των επιστημών, πράγματα που δεν είναι απαραίτητα για τα κύρια κέντρα ενδιαφέροντος στους χώρους συνταξιοδότησης των καπιταλιστών.

Τ ο μεγαλύτερο έλλειμμα της θεωρίας του Κάρνετζι είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη της την ψυχολογική δυσκολία ενός επιχειρηματία να κάνει μια τέτοια μετάβαση στα μέσα της καριέρας του. Αφού έχει συσσωρεύσει μια περιουσία έχοντας «επιβιώσει» από τη μάχη του εμπορικού ανταγωνισμού, μπορεί άραγε πραγματικά να αφιερώσει το ταλέντο του στο να την αποχωριστεί; Ανεξάρτητα από αν ο Μπιλ Γκέιτς κρατήσει ή όχι την υπόσχεσή του, οι άνθρωποι σαν και αυτόν μήπως αποτελούν περισσότερο την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα; Μπορεί κανείς δικαίως να αμφιβάλλει για το αν το παράδειγμά του θα το ακολουθήσει ένα κύμα στροφής επιχειρηματιών από τις επιχειρήσεις προς τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Η δικαιολογία για τη συγκέντρωση του πλούτου που δίνεται στο «Ευαγγέλιο του Πλούτου» είναι αποδεκτή σε μεγαλύτερο βαθμό στις ΗΠΑ απ΄ ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο, γιατί αντικατοπτρίζει τον ιδιαίτερο θαυμασμό των Αμερικανών για τους επιχειρηματίες. Αλλά η θεωρία του Κάρνετζι ποτέ δεν αναγνωρίστηκε πλήρως, ακόμη και στην Αμερική, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αποδέχονται την ιδέα ότι οι πλούσιοι επιχειρηματίες θα ήταν πιο έξυπνοι και ηθικά ανώτεροι. Εξάλλου, οι κκ. Γκέιτς και Μπάφετ δεν διατείνονται κάτι τέτοιο.

Ω στόσο, οι Αμερικανοί συνεισφέρουν πολύ περισσότερο από τους άλλους λαούς σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, γιατί στις ΗΠΑ η ατομική γενναιοδωρία μοιάζει με υποχρέωση. Σύμφωνα με μια μελέτη, υπό τη διεύθυνση του Λέστερ Σάλαμον, του Πανεπιστημίου John Ηopkins, για τον κλάδο των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, οι Αμερικανοί είναι οι πρώτοι χορηγοί στις οργανώσεις αυτές. Χωρίς να συνυπολογιστούν τα ποσά που δίνονται στις εκκλησίες, οι χορηγίες αυτές φτάνουν στο 1% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, έξι φορές περισσότερο απ΄ ό,τι στη Γερμανία ή στην Ιαπωνία και 30 φορές περισσότερο απ΄ ό,τι στο Μεξικό.

Αλλά το 1% του ΑΕΠ δεν είναι τίποτε το φοβερό. Τα περίπου 60 δισ. δολάρια του Ιδρύματος Γκέιτς μετά τη χορηγία του Μπάφετ αποτελούν πλέον ένα μη αμελητέο τμήμα του. Ασφαλώς, αυτό που κάνουν οι κκ. Γκέιτς και Μπάφετ είναι καλό και αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας, αλλά το παράδειγμά τους από μόνο του δεν αποδεικνύει το βάσιμο των θεωριών του Κάρνετζι.

Ο Robert J. Shiller είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.