Οι επενδύσεις και δη στον ενεργειακό τομέα είναι η απάντηση στην κρίση, όπως προκύπτει από την ομιλία του κ. Γιώργου Περιστέρη του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στο πλαίσιο του συνεδρίου «Investment & Growth: Building a National Plan» του American –Hellenic Chamber of Commerce. Τα βασικά σημεία της τοποθέτησης του είναι τα ακόλουθα: «Η ενότητα στην οποία συμμετέχουμε έχει ως κύριο θέμα της την ατζέντα της Ανάπτυξης. Δυστυχώς, όμως, σε αυτή τη χώρα περισσότερο μιλάμε για την Ανάπτυξη, παρά πράττουμε τα δέοντα για να την επιτύχουμε.
Από την πρώτη στιγμή που η οικονομική κρίση χτύπησε τη χώρα μας, δεν έχω σταματήσει να επισημαίνω ότι ο μοναδικός τρόπος να περιορίσουμε ή και να ανατρέψουμε τις επιπτώσεις και τις συνέπειες της ύφεσης είναι ένα εκτεταμένο επενδυτικό σοκ. Η χώρα χρειάζεται ένα πραγματικό σοκ επενδύσεων προκειμένου να ανασάνει, να πάρει μπροστά η οικονομία της, να παράξει και να μεγιστοποιήσει την εγχώρια προστιθέμενη αξία της, δημιουργώντας στην πορεία χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης, δίνοντας έτσι λύση στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας. Η χώρα αιμορραγεί καθημερινά εξαιτίας της ανεργίας.
Στο μεταξύ, σε αυτή τη χώρα έχουν λάβει διαστάσεις σχεδόν μεσσιανικές οι ξένες επενδύσεις. Βεβαίως και είναι απαραίτητες οι ξένες επενδύσεις. Όμως ο καταλύτης, ο μπροστάρης σε αυτό το ζητούμενο επενδυτικό κύμα είναι πάντοτε οι ντόπιοι επενδυτές. Σε κάθε χώρα που βρίσκεται σε κρίση, οι πρώτοι που τολμούν να επενδύσουν είναι οι ντόπιοι, και μετά ακολουθούν οι ξένοι, όπως άλλωστε έχει αποδείξει και σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank). Όμως, ακόμα και οι Έλληνες ωθούνται ουσιαστικά στο να παρατήσουν τις εδώ επενδυτικές τους προσπάθειες και να στραφούν, νομοτελειακά, στο εξωτερικό (!).
Ο όμιλός μας έχει επενδύσει περισσότερα από 1,5 δις. ευρώ την περίοδο της κρίσης, ενώ κόντρα σε θεούς και δαίμονες στηρίξαμε έμπρακτα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διατηρώντας συνεχώς κι αδιαλείπτως το σύνολο των διαθεσίμων μας στις ελληνικές τράπεζες.
Εκείνο, όμως, που κι εμείς κι άλλοι Έλληνες που συνεχίζουν να στηρίζουν την εθνική μας οικονομία ζητάμε είναι να υπάρξει επιτέλους μια σοβαρή προσπάθεια ενίσχυσης των επενδύσεων. Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να αποφασίσει, γιατί οι μέρες και οι μήνες περνάνε χωρίς να γίνεται απολύτως τίποτα στο επενδυτικό μέτωπο: θέλει μεγάλα αναπτυξιακά έργα με σημαντική εγχώρια προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, το περιβάλλον και την απασχόληση, ή προτιμάει μόνο μικρά κατακερματισμένα έργα, χαμηλής οικονομικής απόδοσης, αυξημένης σπατάλης πόρων και αυξημένης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης; Με μίζερες προσεγγίσεις, π.χ. για μικρές εγκαταστάσεις ΑΠΕ ή για άλλες σκόρπιες, χωρίς σχέδιο και όραμα μικροεπενδύσεις, ούτε το επενδυτικό σοκ επιτυγχάνεται, ούτε το περιβάλλον προστατεύεται. Μιλούν κάποιοι για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος. Ποιος διαφωνεί; Προφανώς, η προστασία του περιβάλλοντος είναι ύψιστη προτεραιότητα. Ποιος θα αποφασίσει, όμως, για αυτό; Η συντεταγμένη Πολιτεία ή διάφορες ομάδες τοπικών συμφερόντων ή εναλλακτικής θεώρησης της πραγματικότητας;
Επίσης υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία είναι ακατανόητα. Π.χ. επιβάλλεται επιπλέον φόρος σε όποιον ασχολείται ειδικά με ορισμένα ορυκτά στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα (εξόρυξη και παραγωγή προϊόντων), με αποτέλεσμα να συμφέρει τελικά να ασχολείται κανείς με εισαγωγές κάθε είδους παρά με ουσιαστικές παραγωγικές δραστηριότητες αυξημένης εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Η ενέργεια και το περιβάλλον (ιδιαίτερα δε οι ενεργειακού χαρακτήρα περιβαλλοντικές επενδύσεις, π.χ. στα απορρίμματα, την τηλεθέρμανση, κ.α.) πρέπει να αποτελέσουν τομείς πρώτης προτεραιότητας για την υλοποίηση επενδύσεων μεγάλης εγχώριας προστιθέμενης αξίας και υψηλής απασχόλησης.
Οι εγχώριες ενεργειακές πηγές, και πάνω απ’ όλα οι περιβαλλοντικά φιλικές ΑΠΕ, αλλά και οι ενεργειακές υποδομές (δίκτυα) που απαιτούνται για τη μεγάλης κλίμακας ένταξης των ΑΠΕ στο εθνικό ενεργειακό ισοζύγιο, πρέπει να βρίσκονται, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, στον πυρήνα της εθνικής επενδυτικής μας προσπάθειας. Αν δεν εκμεταλλευτούμε ως χώρα το τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχουμε στις ΑΠΕ (πλούσιο αιολικό, υδροηλεκτρικό και ηλιακό δυναμικό, από τα υψηλότερα στον κόσμο), τελικά πού αλλού θα στηριχθούμε για επενδύσεις;
Και θα μου επιτρέψετε να τονίσω ότι κάποια στιγμή η Πολιτεία πρέπει να βάλει τέλος και στην δυσφήμηση των ΑΠΕ, μέσα από το ΕΤΜΕΑΡ και τον εντελώς αποπροσανατολιστικό τρόπο υπολογισμού του. Το ΕΤΜΕΑΡ, και το λέμε χρόνια, έχει μετατραπεί από εργαλείο στήριξης των ΑΠΕ, που θα έπρεπε να είναι, σε μέσο μπαλώματος κάθε τρύπας στην εγχώρια αγορά ενέργειας, πέρα κι έξω από τις ΑΠΕ. Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα μελέτης του Συμβουλίου των Ευρωπαίων Ενεργειακών Ρυθμιστών CEER για το 2012 και 2013, σύμφωνα με το οποίο, η Ελλάδα εμφανίζει το τρίτο χαμηλότερο ύψος πραγματικής επιδότησης (σε €/MWh) σε όλη την Ευρώπη και για όλες τις τεχνολογίες ΑΠΕ πλην φωτοβολταϊκών, ενώ παράλληλα έχει το υψηλότερο στην Ευρώπη κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τη χονδρεμπορική αγορά.
Αλλά, πέρα από τις γενικές αυτές στρατηγικές αρχές και παρατηρήσεις, επιτρέψτε μου να μιλήσω τώρα με συγκεκριμένα γεγονότα και στοιχεία, με απλούς αλλά εντυπωσιακούς αριθμούς:
Ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο, πρόβλημα για το ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό της χώρας μας είναι ότι οι εγκατεστημένες στην ηπειρωτική χώρα συμβατικές μονάδες (συνολικά 13.200 MW) είναι σήμερα «εγκλωβισμένες» τόσο γεωγραφικά (ασθενείς ή ανύπαρκτες διασυνδέσεις με τα ελληνικά νησιά ή με το εξωτερικό), όσο και παραγωγικά (δραστική μείωση της εγχώριας ζήτησης λόγω της οικονομικής κρίσης), με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν σε μεγάλο βαθμό (ενώ ταυτόχρονα διογκώνονται οι εισαγωγές), να απαξιώνονται οικονομικά (ιδιαίτερα οι αναπόσβεστοι, τεχνολογικά προηγμένοι, σταθμοί Φ.Α. συνδυασμένου κύκλου), και, τελικά, ένα σημαντικό μέρος τους να οδηγείται νομοτελειακά σε προσωρινή ή μόνιμη αναστολή της λειτουργίας του (κλείσιμο). Έτσι, όμως, τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια, ιδιαίτερα όταν η ζήτηση ανακάμψει, όπως αναμένεται να γίνει μέσα στα αμέσως προσεχή χρόνια.
Ταυτόχρονα, ένα τεράστιο δυναμικό ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου (χερσαίο & υπεράκτιο), το οποίο ξεπερνά, σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, τα 10.000 MW (αιολικά κυρίως, αλλά και Φ/Β), παραμένει αναξιοποίητο. Σήμερα, μόνο 500 ΜW ΑΠΕ είναι εγκατεστημένα και λειτουργούν στα μη διασυνδεδεμένα νησιά του Αιγαίου. Ενώ λοιπόν η Ευρώπη «διψά» για πράσινη ενέργεια και θέτει υψηλούς ποσοτικούς στόχους για το 2020 και το 2030, η Ελλάδα, που έχει άφθονη την ενέργεια αυτή, αδυνατεί να την αξιοποιήσει και να τη διοχετεύσει στα κέντρα υψηλής ζήτησης/κατανάλωσης, τόσο τα εγχώρια όσο και του εξωτερικού.
Και σαν να μην έφθανε αυτό, η ηλεκτρική ζήτηση στα νησιά του Αιγαίου συνεχίζει, επί δεκαετίες τώρα, να καλύπτεται από ένα σύνολο τοπικών, πεπαλαιωμένων, ιδιαίτερα ρυπογόνων και αντιοικονομικών πετρελαϊκών σταθμών (1.500 MW συνολικά) σε συνδυασμό με δαπανηρά ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη και αεριοστρόβιλους ανοικτού τύπου. Το σύστημα αυτό κοστίζει κάθε χρόνο στην εθνική οικονομία και στον Έλληνα καταναλωτή (που το πληρώνει εις το ακέραιο μέσω των χρεώσεων ΥΚΩ του λογαριασμού του) περί τα 800 εκατ. ευρώ, ενώ έχει και αρνητικότατες (blackouts, πολύωρες διακοπές το καλοκαίρι, αλλά και το χειμώνα.
Κατά την άποψή μου, η βέλτιστη λύση είναι ένα ταχύρρυθμο αναπτυξιακό/επενδυτικό πρόγραμμα πενταετούς χρονικού ορίζοντα (έως το 2020), για την υλοποίηση της ηλεκτρικής διασύνδεσης όλων των νησιών του Αιγαίου με την ηπειρωτική χώρα. Το αναπτυξιακό αυτό πρόγραμμα, το οποίο έχει μεγάλες δυνατότητες επιχορηγήσεων και χρηματοδότησης τόσο από τα PCIs όσο και από το πακέτο Γιούνκερ (αλλά και προοπτικές ισχυρής ιδιωτικής συμμετοχής, μέσω συμπράξεων με το Δημόσιο), έχει ένα συνολικό κόστος περί τα 4 δισ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι αποσβένεται οικονομικά μέσα σε 5 μόλις χρόνια, από τα ΥΚΩ και μόνο (800 εκατ. ευρώ/έτος). Τα οποία ΥΚΩ, μετά τη λειτουργία των εν λόγω διασυνδέσεων, θα καταργηθούν πλήρως (και εις το διηνεκές) για τον Έλληνα καταναλωτή.
Πέραν της οριστικής κατάργησης των χρεώσεων ΥΚΩ (800 εκατ. ευρώ το χρόνο) για τον Έλληνα καταναλωτή, το παραπάνω επενδυτικό πρόγραμμα συνολικής διασύνδεσης των νησιών του Αιγαίου με την ηπειρωτική χώρα παρουσιάζει μια μακρά σειρά πρόσθετων πλεονεκτημάτων για την εθνική μας οικονομία, την ανάπτυξη, την απασχόληση, το περιβάλλον, την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, κ.λπ.
Αυτά είναι, κυρίες και κύριοι, τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία και δεδομένα, τα οποία δείχνουν ξεκάθαρα, προς τα πού πρέπει να κατευθύνουν, άμεσα και ταχύρυθμα, οι προσπάθειες και οι θεσμικές πρωτοβουλίες της Πολιτείας για την προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα μας. Όμως, αντί για αυτό, τι κάνουμε ως Πολιτεία; Θα έλεγα ότι δυστυχώς περί άλλων τυρβάζουμε. Π.χ. έχει αναχθεί σε μέγα κυβερνητικό ζήτημα το ποια θα είναι η μετοχική σύνθεση του ΑΔΜΗΕ, και όχι –όπως θα’ πρεπε- το τι, το πώς, το πότε και με τι χρηματοδότηση θα υλοποιήσει ο (οποιοσδήποτε) ΑΔΜΗΕ τις κρίσιμες για τη χώρα, για την οικονομία, την απασχόληση και το περιβάλλον ενεργειακές υποδομές και διασυνδέσεις, στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως. Για το πρωταρχικό αυτό ζήτημα, θα υπάρξουν, εδώ και τώρα, απαντήσεις, αποφάσεις και ενέργειες από την Πολιτεία; Γιατί κάθε μέρα που περνάει, τη ζημιά (υψηλές χρεώσεις ΥΚΩ και ρεύματος, περιβαλλοντική επιβάρυνση, ανεργία, κ.α.) την πληρώνει ο ελληνικός λαός».