Παρά το γενικότερο κλίμα αισιοδοξίας που επικρατεί εδώ και λίγες ημέρες στη Wind Ελλάς λόγω της θετικής κατάληξης της διαδικασίας αναδιάρθρωσής της, αλλά και της επικείμενης κεφαλαιακής της ενίσχυσης, η εικόνα που δίνουν τα οικονομικά της αποτελέσματα, αν και αναμενόμενη, είναι μάλλον απογοητευτική.

Το βέβαιο πάντως είναι, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο κ. Ν. Ζαρκαλή, ότι η εταιρεία δεν προτίθεται να πάει σε νέο «πόλεμο» τιμών καθώς, όπως ανέφερε ο ίδιος, η αγορά κινητής τηλεφωνίας στη χώρα μας δουλεύει με πολύ μικρά περιθώρια κέρδους λόγω του εξοντωτικού ανταγωνισμού, κάτι που δεν θεωρείται υγιές. Σύμφωνα με τον κ. Ζαρκαλή, η διοίκηση της εταιρείας σκέπτεται σοβαρά το rebranding, δηλαδή την αλλαγή του ονόματός της και του σήματος, καθώς αυτά είναι καταχωρισμένα στο προηγούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς της Weather Ιnvestments.

Οικονομικά μεγέθη
Ομολογουμένως το τρίμηνο Ιουλίου- Σεπτεμβρίου 2010 ήταν ένα «σκληρό» τρίμηνο για τη Wind Ηellas. Οι αρνητικοί ρυθμοί, αν και δεν επιδεινώθηκαν περαιτέρω, παραμένουν, μειώνοντας έσοδα και την κερδοφορία της, αλλά και τον αριθμό των συνδρομητών της. Τα έσοδα ήταν 163 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 29% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009, ενώ για το 9μηνο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου διαμορφώθηκαν σε 620 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 25%. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (ΕΒΙΤDΑ) διαμορφώθηκαν σε 146 εκατ. ευρώ το 9μηνο, μειωμένα κατά 43%, ενώ στο τρίμηνο διαμορφώθηκαν σε 54 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 45%. Η εταιρεία εμφάνισε το 9μηνο ζημιές ύψους 1,11 δισ. ευρώ έναντι ζημιάς 64 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2009. Σημειώνεται όμως ότι το β΄ τρίμηνο η Wind ενέγραψε ζημιά ύψους 1 δισ. ευρώ λόγω υποτίμησης της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων.

Σε ό,τι αφορά τους πελάτες, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου η συνδρομητική βάση ανήλθε σε 3,88 εκατ. συνδέσεις κινητής, και είναι μικρότερη κατά περίπου 300.000 σε σχέση με τον περασμένο Ιούνιο και κατά 1,1 εκατ. σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2009. Μικρή αύξηση σημειώθηκε στους πελάτες σταθερής τηλεφωνίας, οι οποίοι στο τέλος του Σεπτεμβρίου ήταν 265.000, από 248.000 που ήταν στο τέλος του Ιουνίου και 193.000 τον Σεπτέμβριο του 2009.