Εκείνο το πρωί της 23ης Απριλίου 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου από το ακριτικό Καστελλόριζο ανακοίνωσε την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης βάζοντας τη χώρα στον δρόμο των μνημονίων, κανένας δεν ήταν σε θέση να φανταστεί τι θα επακολουθούσε.
Κανένας δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει το μέγεθος της εσωτερικής υποτίμησης. Το μέγεθος του τιμήματος που πλήρωσαν και θα συνεχίσουν να πληρώνουν οι πολίτες προκειμένου να εξυγιανθούν τα δημόσια οικονομικά.
Δύο μήνες πριν από την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, οι επιδόσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι θεαματικές, καθώς από τα μεγάλα ελλείμματα των 30 και πλέον δισ. ευρώ περάσαμε σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4% του ΑΕΠ ετησίως, εξισορροπώντας παράλληλα και το εξωτερικό ισοζύγιο.
Ωστόσο στα οκτώ αυτά χρόνια η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25%, καταγράφηκαν διαδοχικές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, οι αξίες των ακινήτων σημείωσαν κάθετη πτώση κατά 40%.
Η ανεργία έφθασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα ξεπερνώντας και το 27% (στους νέους κάτω των 25 ετών προσέγγισε το 55%) και τώρα που βρίσκεται σε καθοδική πορεία οι ευέλικτες μορφές εργασίας κυριαρχούν στην αγορά, καθώς μόνο η μία στις δύο προσλήψεις αφορά πλήρη απασχόληση.
Οι εγχώριες συστημικές τράπεζες βρέθηκαν σε δεινή θέση και χρειάστηκαν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις για να διασωθούν, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπέρασαν τα 100 δισ. ευρώ και θα χρειαστεί τουλάχιστον μία ακόμα πενταετία για να περιοριστούν σε αποδεκτά επίπεδα, ενώ τα capital controls παραμένουν σε ισχύ, έστω και χαλαρότερα, εδώ και μία τριετία.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την Εφορία αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο και αν συνυπολογιστούν τα χρέη προς το ασφαλιστικό σύστημα το συνολικό ποσό ανέρχεται στα επίπεδα των 130 δισ. ευρώ.
Οι επιχειρήσεις στη συντριπτική τους πλειονότητα είδαν την κερδοφορία τους να εξανεμίζεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι επενδύσεις κατέρρευσαν (-50%).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και αφού η Ελλάδα μπήκε πρώτη σε καθεστώς μνημονίου (ακολούθησαν Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος) και βγαίνει τελευταία, η γενικότερη εικόνα αρχίζει να βελτιώνεται αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους αναλυτές να προβλέψουν πότε η οικονομία θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2009.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως το ποσοστό ανεργίας προ μνημονίων ήταν χαμηλότερο του 10% και τώρα βάσει των αισιόδοξων προβλέψεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής θα ανέλθει στο 14,3% το 2022.
Οι συνολικές αμοιβές των μισθωτών από 84,875 δισ. ευρώ το 2009 υποχώρησαν σε 59,741 δισ. ευρώ πέρυσι. Πρόκειται δηλαδή για μείωση κατά 25,134 δισ. ευρώ ή 29,6%. Στο μεσοδιάστημα είχαμε αλλεπάλληλες περικοπές αποδοχών τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου καταργήθηκαν ο 13ος και ο 14ος μισθός. Επιπροσθέτως αυξήθηκε ο αριθμός των ανέργων, ενώ κερδίζουν συνεχώς έδαφος οι ευέλικτες μορφές εργασίας, με τους νεοπροσλαμβανομένους να αρκούνται σε μισθούς κοντά στο όριο της φτώχειας, κάτω από τα 400 ευρώ τον μήνα. Από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει πως η μία στις δύο νέες προσλήψεις αφορά εκ περιτροπής ή μερική απασχόληση. Μάλιστα, όπως δείχνουν τα δεδομένα της Eurostat, στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό «υποχρεωτικής» ημιαπασχόλησης στην ΕΕ. Φθάνει το 70%, κάτι που σημαίνει πως οι επτά στους δέκα δεν έχουν άλλη επιλογή και καταλήγουν σε δουλειές με μειωμένο ωράριο. Ακολουθούν η Κύπρος με 67,4% και η Ιταλία με 62,5%. Στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 10%.
Εξάλλου τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το μεικτό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων περιορίστηκε πέρυσι σε 91,673 δισ. ευρώ έναντι 128,365 δισ. ευρώ το 2009. Οι απώλειες ανέρχονται σε 36,692 δισ. ευρώ ή στο 28,5%. Με τα εισοδήματα σε ελεύθερη πτώση και την καταναλωτική δαπάνη στο ναδίρ, ήταν φυσικό επακόλουθο να περιοριστεί ο τζίρος των επιχειρήσεων.
Παράλληλα ψαλιδίστηκαν οι επενδύσεις και από 43,559 δισ. ευρώ το 2019 έκλεισαν πέρυσι σε 20,844 δισ. ευρώ.

Στην εποχή των θηριωδών πλεονασμάτων

Ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους έχει θέσει το υπουργείο Οικονομικών για τα πρωτογενή πλεονάσματα από εφέτος έως και το 2022 σύμφωνα με το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο. Ξεκινούν από το 3,56% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος και 3,96% το 2019 φθάνοντας έως το 5,2% το 2022, με την κυβέρνηση να υποστηρίζει πως ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται από το 3,5% (είναι ο δεσμευτικός στόχος που προκύπτει από την συμφωνία με τους εταίρους) και πάνω θα της επιτρέψει να προχωρήσει σε αύξηση των κοινωνικών δαπανών και στοχευμένη μείωση φορολογικών συντελεστών. Την αισιοδοξία της Αθήνας δεν φαίνεται να ασπάζεται η Κομισιόν, η οποία στην Εκθεση Συμμόρφωσης για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης οριοθετεί το πλεόνασμα του 2018 στο 3,5%, του 2019 στο 3,8% και του 2022 στο 4,3%, σημειώνοντας παράλληλα πως η αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου θα αποφασίζεται από κοινού με τους εταίρους στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ